ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

ΗΠΑ: Το Μεσανατολικό στην προεκλογική σκακιέρα

Ο Τραμπ, ο οποίος είχε επαινέσει τη Χεζμπολάχ για την «εξυπνάδα» της, στηρίζει τον Νετανιάχου και υπόσχεται ταχείες «λύσεις», ενώ η Χάρις προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ αντικρουόμενων τάσεων

Kathimerini.gr

Ο Ιρανικής καταγωγής συγγραφέας και ιστορικός, Αράς Αζίζι, διερωτάτο τον περασμένο Αύγουστο, με άρθρο του στο περιοδικό Atlantic, «εάν η Κάμαλα Χάρις έχει όραμα για τη Μέση Ανατολή;».

«Οι κυβερνήσεις του Μπαράκ Ομπάμα, του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν είχαν όλες μια κοινή επιθυμία στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής: να απεμπλακούν από το τέλμα της Μέσης Ανατολής και να στρέψουν την αμερικανική προσοχή στον δυνητικά κοσμοϊστορικό ανταγωνισμό με την Κίνα […] τόσο στο Ρεπουμπλικανικό όσο και στο Δημοκρατικό κόμμα συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 ήταν μια καταστροφή και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να μειώσουν την εμπλοκή τους στις μεσανατολικούς καυγάδες», έγραφε ο Αζίζι, υπογραμμίζοντας ωστόσο την απόσταση που χωρίζει ενίοτε σε πρακτικό επίπεδο τα «θέλω» της κάθε ηγεσίας από τα «δύναμαι» και τα «μπορώ».

Το αμερικανικό «πίβοτ στην Ασία» χρονολογείται, επισήμως, από τη δεύτερη τετραετία του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία (2012-2016). «Το μέλλον της (σ.σ. διεθνούς) πολιτικής θα αποφασιστεί στην Ασία, όχι στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων», έγραφε η Χίλαρι Κλίντον στο περιοδικό Foreign Policy τον Οκτώβριο του 2011, με την ιδιότητα τότε της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, αναπτύσσοντας το όραμα της αμερικανικής στροφής προς την Ασία.

Ακριβώς 13 χρόνια μετά ωστόσο, οι ΗΠΑ «επιστρέφουν» στη Μέση Ανατολή, δίνοντας μάλιστα τροφή σε αναγεννημένους προβληματισμούς γύρω από το -πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό- κόστος που θα έχει αυτή η «επιστροφή».

Εάν η μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία έχει πάντως δείξει κάτι, αυτό είναι ότι οι αμερικανικές διοικήσεις «δεν μπορούν παρά να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τη Μέση Ανατολή ως προτεραιότητα», έγραφε ο Αράς Αζίζι τον περασμένο Αύγουστο… όταν η Χεζμπολάχ ακόμη είχε στη διάθεσή της βομβητές που δεν είχαν εκραγεί και ο Χασάν Νασράλα ακόμη ήταν εν ζωή…

Το θερμόμετρο στην «πυριτιδαποθήκη» της Μέση Ανατολής ανέβηκε κατακόρυφα τις τελευταίες περίπου δύο εβδομάδες, από τις 17 Σεπτεμβρίου και έπειτα, με την καρδιά της έντασης να μεταφέρεται πια από τη νότια Γάζα στον νότιο Λίβανο και από εκεί στα νότια προάστια της Βηρυτού όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο Χασάν Νασράλα την περασμένη Παρασκευή καλυμμένος από συντρίμμια.

Οταν ο Τραμπ χαρακτήριζε «πολύ έξυπνη» τη Χεζμπολάχ… 



Για το δίδυμο των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς, τα πράγματα είναι μάλλον «ξεκάθαρα», καθώς εκείνοι παρουσιάζονται πια να στηρίζουν πλήρως, χωρίς «ναι μεν, αλλά» ή άλλους αστερίσκους, το Ισραήλ και, κυριότερα, την πλευρά Νετανιάχου.

«Ο Βανς υποστηρίζει πλήρως το Ισραήλ στη Γάζα», αλλά -κατά τα λοιπά- θέλει η αμερικανική ηγεσία να είναι «προσεκτική με το Ιράν, εστιασμένη στην Κίνα και λιγότερη υποστηρικτική προς την Ουκρανία», γράφει το Al Jazeera για τον υποψήφιο αντιπρόεδρο των Ρεπουμπλικανών.

Ο ίδιος ο Τραμπ υπενθυμίζεται πάντως ότι είχε, από το βήμα ομιλίας του στη Φλόριντα στις 11 Οκτωβρίου του 2023, χαρακτηρίσει τη διοίκηση του Νετανιάχου «απροετοίμαστη» και τη Χεζμπολάχ, στον αντίποδα, «πολύ έξυπνη». Σύμφωνα με όσα είχε δηλώσει τότε ο Τραμπ, ο ισραηλινή ηγεσία ήταν αξιόμεμπτη επειδή την βρήκαν «απροετοίμαστη» («not prepared») οι επιθέσεις που εξαπέλυσε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ενώ η υποστηριζόμενη από το Ιράν σιιτική οργάνωση του Νασράλα ήταν, από την άλλη πλευρά, «πολύ έξυπνη» («very smart»).

«Ενώ αρχικά ήταν επικριτικός απέναντι στον Νετανιάχου και στις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, ο Τραμπ γρήγορα υπαναχώρησε από αυτές τις παρατηρήσεις και πήρε ξανά θέση δίπλα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό με τον οποίο είχε άλλωστε συνεργαστεί στενά όταν ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ», γράφουν οι New York Times.

Ειρήσθω εν παρόδω, υπενθυμίζεται ότι κατά την τετραετία Τραμπ (2016-2020), οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφεραν εκεί την πρεσβεία τους από το Τελ Αβίβ, βγήκαν από τη συμφωνία (JCPOA) για τα πυρηνικά της Τεχεράνης και παρουσίασαν, τον Ιανουάριο του 2020, ένα «ειρηνευτικό σχέδιο» για το Μεσανατολικό το οποίο όμως επικρίθηκε ως προσαρμοσμένο στα «θέλω» του Νετανιάχου.

Οι ασάφειες της Χάρις

Τι γίνεται όμως, από την άλλη πλευρά, με την υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις και τη δική της στάση στο Μεσανατολικό;

Σύμφωνα με τον ιρανικής καταγωγής ιστορικό/ακαδημαϊκό Αράς Αζίζι, η Χάρις πορεύεται μέχρι στιγμής με όρους σχετικής ασάφειας στα πεδία των μεσανατολικών κρίσεων, προσελκύοντας εύσημα αλλά και πυρά από διαφορετικά στρατόπεδα για διαφορετικούς λόγους.

Οι «φίλοι» του Ισραήλ φοβούνται, επί παραδείγματι, ότι εκείνη μπορεί να αποδειχθεί στο μέλλον λιγότερο υποστηρικτή από όσο ήταν επί του πρακτέου ο Τζο Μπάιντεν· ενώ οι «εχθροί» της ισραηλινής ηγεσίας στον αντίποδα την προσεγγίζουν ως υπέρ το δέον «φιλοϊσραηλινή». Η ίδια η Χάρις είχε πάντως στο παρελθόν, ως μέλος της Γερουσίας, επικρίνει την έξοδο της διοίκησης Τραμπ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, αλλά και την αποστολή αμερικανικής στήριξης στη Σαουδική Αραβία με φόντο τότε τον πόλεμο στην Υεμένη. Παράλληλα, είχε όμως επικρίνει και ψηφίσματα στον ΟΗΕ τα οποία καταδίκαζαν τους ισραηλινούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη… ως «υπονομευτικά των άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων».

Πλέον, εν μέσω προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, η Κάμαλα Χάρις ζητεί να απελευθερωθούν όλοι οι Ισραηλινοί όμηροι από τη Χαμάς και να επέλθει εκεχειρία στη Γάζα, ενώ εκείνη έχει πάρει πια ανοιχτά θέση και υπέρ της λύσης των δύο κρατών στο Παλαιστινιακό. Υπενθυμίζεται, δε, ότι η Χάρις μπορεί να απουσίασε από την ομιλία του Νετανιάχου στο Κογκρέσο τον περασμένο Ιούλιο αλλά είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό όταν εκείνος ήταν στην Ουάσιγκτον, όπως φροντίζουν να μας υπενθυμίσουν οι Ταίμς της Νέας Υόρκης.

Εν μέσω διασταυρούμενων «πυρών»



«Η εντεινόμενη μεσανατολική βία αυξάνει την πίεση στην Χάρις», σημειώνουν, από την πλευρά τους, οι Financial Times.

Η προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών πέρασε την προεκλογική περίοδο υποσχόμενη ότι θα συνεχίσει να πιέζει για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα.

Όπως γράφαμε στην «Κ» ήδη από τον περασμένο καλοκαίρι, «η διοίκηση Μπάιντεν είναι σαφές ότι θα ήθελε να έχει “εκτονώσει” το Μεσανατολικό πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου».

Ωστόσο πλέον, «περίπου πέντε εβδομάδες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου, η πραγματικότητα επί του εδάφους κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς οι ΗΠΑ απέτυχαν να μεσολαβήσουν για μια εκεχειρία στη Γάζα, ενώ το Ισραήλ εντείνει τις επιχειρήσεις του κατά της Χεζμπολάχ», όπως σημειώνουν σε ανάλυσή τους οι FT.

Η Κάμαλα Χάρις εξέδωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο ανακοίνωση στην οποία επαναλαμβάνει ότι «δεν θέλει να δει τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή να αποκτά διαστάσεις περιφερειακού πολέμου», αλλά και ότι «η διπλωματία παραμένει ο καλύτερος δρόμος για την προστασία των αμάχων και την επίτευξη διαρκούς σταθερότητας στην περιοχή».

«Μπορώ να σας πω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν γνώριζαν, ούτε συμμετείχαν στη δράση των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων», δήλωσε από την πλευρά του την περασμένη Παρασκευή ο απερχόμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Ουάσιγκτον δεν γνώριζε τίποτα για την επίθεση στον Νασράλα ως την στιγμή που εκείνη πραγματοποιήθηκε.

Οι δηλώσεις αυτές ωστόσο, του Μπαίντεν αλλά και της Χάρις, μπορεί να παρουσιάζονται ως ηθικά ορθές ή επικοινωνιακά χρήσιμες αλλά επί της ουσίας δεν λύνουν το «πρόβλημα».

Εντυπώσεις «αδυναμίας»

Στον αντίποδα, δημιουργείται η εντύπωση ότι οι πρωταγωνιστές των μεσανατολικών εξελίξεων, ενδεχομένως όχι όλοι αλλά σίγουρα πολλοί εξ αυτών (ο Νετανιάχου, η Χαμάς, η Χεζμπολάχ, οι Χούθι, το Ιράν…), έχουν σταματήσει πια να ακούν ή να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη όσα τους λένε οι ΗΠΑ περί της ανάγκης αποκλιμάκωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ωστόσο, στην προσπάθεια να εξηγήσει τα δεδομένα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ:

  • είτε δεν εννοούν όσα λένε όταν μιλάνε για αποκλιμάκωση,
  • είτε δεν προσπαθούν αρκετά ώστε να τα επιβάλουν,
  • είτε απλά δεν έχουν ή δεν εμπνέουν τα απαραίτητα ερείσματα επιρροής.

Υπό αυτές τις συνθήκες ωστόσο, η απερχόμενη διοίκηση Μπάιντεν -με την οποία «ταυτίζεται» ως νυν αντιπρόεδρος και η Χάρις- κατηγορείται από τους πολιτικούς της αντιπάλους ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε στον Νετανιάχου αλλά ούτε και στην πλευρά του Ιράν.  

Το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών κατηγορεί τη νυν ηγεσία των Μπάιντεν και Χάρις ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον υποστηριζόμενο από την Τεχεράνη «άξονα της αντίστασης» των φιλοϊρανικών proxies.

«Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει παραλύσει από τον φόβο του Ιράν. Στο όνομα της μη κλιμάκωσης, ο κόσμος φλέγεται. Σας υπόσχομαι λοιπόν ότι, εάν όντως κερδίσει ο Τραμπ, αυτό θα το διορθώσουμε και μάλιστα πολύ γρήγορα», δήλωσε στο CNN ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιχαμ… προσεγγίζοντας το Ιράν και το Μεσανατολικό… όπως την Ουκρανία όπου επίσης η πλευρά Τραμπ υπόσχεται ταχείες μετεκλογικές «λύσεις».

Η Χάρις καλείται, ωστόσο, να διαχειριστεί επικρίσεις προερχόμενες όχι μόνο από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών ή του εβραϊκού λόμπι (το οποίο ψηφίζει όμως παλαιόθεν κυρίως Δημοκρατικούς) αλλά και από τις πλευρές των Αραβοαμερικανών και των νεότερων σε ηλικία ψηφοφόρων (φοιτητών κ.ά.) που επέκριναν τη διοίκηση Μπάιντεν για την στάση της όταν κορυφωνόταν ο πόλεμος στην Γάζα το περασμένο διάστημα και τώρα επαναφέρουν τις ίδιες επικρίσεις με το βλέμμα στραμμένο στον Λίβανο. Τι θα κάνουν, άραγε, αυτές οι ομάδες ψηφοφόρων την ημέρα των εκλογών; Το ενδεχόμενο όσοι διαδήλωναν υπέρ της Παλαιστίνης να ψηφίσουν Ρεπουμπλικανούς από αντίδραση, μάλλον αποκλείεται. Το ενδεχόμενο όμως να μην πάνε καν να ψηφίσουν παραμένει πιθανό… και, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι FT, «ακόμη και μερικές χιλιάδες απουσίες θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά σε Πολιτείες όπως είναι εκείνες του Μίσιγκαν, της Πενσιλβάνια και του Ουισκόνσιν».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση