Kathimerini.gr
Με κλινική κατάθλιψη νοσηλεύεται από την Τετάρτη το βράδυ στο εθνικό στρατιωτικό κέντρο Γουόλτερ Ριντ ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζον Φέτερμαν. Μετά τη Νεοζηλανδή πρωθυπουργό Τζασίντα Αρντερν και τη Σκωτσέζα ομόλογό της Νίκολα Στέρτζον, οι οποίες παραιτήθηκαν από τους θώκους τους γιατί κουράστηκαν, όπως παραδέχθηκαν δημοσίως, η περίπτωση του Φέτερμαν έρχεται να ρίξει νέο φως στις πιέσεις που υφίστανται οι πολιτικοί διεθνώς. Παράλληλα, η απόφαση του γερουσιαστή επιβεβαιώνει ότι όλο και συχνότερα πολιτικές προσωπικότητες δεν διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά για τα ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, γεγονός που εξαίρεται από την πλειονότητα της κοινής γνώμης για την τόλμη τους να διακηρύξουν την ευαλωτότητά τους. Πρόκειται για μια νέα πολιτική κουλτούρα, αφού μέχρι πρότινος οι πολιτικοί θεωρούσαν ότι πρέπει να εμφανίζονται ατσαλάκωτοι, χωρίς ρωγμές.
«Ενώ ο Τζον είχε βιώσει σποραδικά περιόδους κατάθλιψης στη διάρκεια της ζωής του, η κατάσταση οξύνθηκε τις τελευταίες εβδομάδες», ανέφερε ο προσωπάρχης του, Ανταμ Τζέντελσον, σε γραπτή ανακοίνωση. Μετά την αξιολόγησή του από τον δρα Μπράιαν Μόναχαν, τον γιατρό του Κογκρέσου, ο Φέτερμαν ακολούθησε τη σύσταση να υποβληθεί σε θεραπεία στο Γουόλτερ Ριντ. «Ο Τζον συναίνεσε και δέχεται τώρα θεραπεία σε εθελοντική βάση». Ο 53χρονος πολιτικός εισήχθη την περασμένη εβδομάδα στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Τζορτζ Ουάσιγκτον και πέρασε δύο μέρες στη μονάδα των εγκεφαλικών, όπου υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία και άλλες εξετάσεις προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο δεύτερου εγκεφαλικού. Πριν από τις εκλογές του 2022 ο Φέτερμαν είχε υποστεί βαρύ εγκεφαλικό που είχε επιπτώσεις και στη σωματική και στην ψυχική υγεία του, παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κερδίσει στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Είχαν προηγηθεί η παραίτηση της Στέρτζον και της Αρντερν από την πρωθυπουργία. «Είμαι άνθρωπος», όχι απλώς μια πολιτικός, είπε η πρώτη στη συνέντευξη Τύπου, στην οποία εξήγησε την αιφνιδιαστική απόφασή της. «Δεν έχω άλλες δυνάμεις», παραδέχθηκε η δεύτερη. Πολλοί συνέδεσαν τις δύο περιπτώσεις και έκαναν λόγο από τη μια για τον μισογυνισμό που δυσχεραίνει το έργο των γυναικών στην πολιτική κι από την άλλη για γυναικεία ενσυναίσθηση που τις οδηγεί να ομολογήσουν στον εαυτό τους ότι ήρθε η ώρα να αποσυρθούν.