Στίβεν Ερλανγκερ / The New York Times
Σχεδόν 50 χρόνια μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, το Ισραήλ αιφνιδιάστηκε και πάλι από μια ξαφνική επίθεση που αποτελεί υπενθύμιση ότι η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή είναι ψευδαίσθηση. Σε αντίθεση με τις συγκρούσεις με τις παλαιστινιακές δυνάμεις στη Γάζα τα τελευταία τρία χρόνια, στην προκείμενη περίπτωση βρίσκεται σε εξέλιξη ένας κανονικός πόλεμος.
Ο ψυχολογικός αντίκτυπος στους Ισραηλινούς συγκρίνεται μόνο με το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου στην Αμερική. Αφότου ο ισραηλινός στρατός αποκρούσει την παλαιστινιακή επίθεση, το ερώτημα είναι τι θα γίνει στη συνέχεια. Υπάρχουν λίγες επιλογές για τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος έχει κηρύξει τον πόλεμο και πιέζεται για μια μεγάλη στρατιωτική απάντηση.
Δεδομένου ότι έχουν σκοτωθεί εκατοντάδες Ισραηλινοί και ένας άγνωστος αριθμός κρατούνται όμηροι από τη Χαμάς, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια εισβολή στη Γάζα – ακόμη και να καταληφθεί η περιοχή, κάτι που διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις προσπάθησαν σκληρά να αποφύγουν.
Όπως είπε ο κ. Νετανιάχου στους Ισραηλινούς κηρύσσοντας τον πόλεμο: «Θα τους δώσουμε τη απάντηση με δύναμη και κλίμακα που ο εχθρός δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν». Ωστόσο, ένας πόλεμος μεγάλης κλίμακας. θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές παλαιστινιακές απώλειες -αμάχους αλλά και μαχητές- διαταράσσοντας τις διπλωματικές προσπάθειες του προέδρου Μπάιντεν και του κ. Νετανιάχου να επιτύχουν την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία με αντάλλαγμα αμυντικές εγγυήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θα υπάρξει επίσης πίεση στη Χεζμπολάχ, την υποστηριζόμενη από το Ιράν οργάνωση που ελέγχει τον νότιο Λίβανο, να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο στο βόρειο Ισραήλ, όπως έκανε το 2006 μετά τη σύλληψη και αιχμαλωσία ενός ισραηλινού στρατιώτη στη Γάζα.
Το Ιράν, ορκισμένος εχθρός του Ισραήλ, είναι σημαντικός υποστηρικτής της Χαμάς καθώς και της Χεζμπολάχ και προμηθεύει και τις δύο ομάδες με όπλα και πληροφορίες.
Η σύγκρουση θα ενώσει το Ισραήλ, τουλάχιστον για λίγο, με την αντιπολίτευση να ακυρώνει τις προγραμματισμένες διαδηλώσεις της κατά των προτεινόμενων δικαστικών αλλαγών του κ. Νετανιάχου. «Αυτό θα δώσει στον πρωθυπουργό πλήρη πολιτική κάλυψη για να κάνει ό,τι θέλει», δήλωσε ο Νέιτ Σακς, διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Μέσης Ανατολής του Ινστιτούτου Brookings.
Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε, ο κ. Νετανιάχου έχει απορρίψει στο παρελθόν εκκλήσεις αποστολής στρατιωτών στη Γάζα για να καταστρέψουν ένοπλες παλαιστινιακές ομάδες όπως η Χαμάς, δεδομένου του κόστους και του αναπόφευκτου ερωτήματος τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα. Ακόμη και το 2002, όταν ο Αριέλ Σαρόν ήταν πρωθυπουργός και οι ισραηλινές δυνάμεις κατέστειλαν μια παλαιστινιακή εξέγερση στη Δυτική Όχθη, η κυβέρνηση απέφυγε να στείλει επιπλέον δυνάμεις στη Γάζα, όπου υπήρχαν τότε ισραηλινοί οικισμοί.
«Το ερώτημα θα είναι πάντα τι θα συμβεί μετά», δήλωσε ο Μαρκ Χέλερ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ. «Υπάρχει ήδη μεγάλη πίεση για μια μεγάλης κλίμακας εισβολή, για να “τελειώνουμε με τη Χαμάς”, αλλά δεν νομίζω ότι θα επιλυθεί το ζήτημα μακροπρόθεσμα», δήλωσε ο κ. Χέλερ.
Το Ισραήλ απέσυρε μονομερώς τους στρατιώτες και τους πολίτες του από τη Γάζα το 2005, διατηρώντας παράλληλα τον ουσιαστικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης. Η αποτυχία να εξασφαλίσει οποιοδήποτε είδος διαρκούς ειρηνευτικής συμφωνίας άφησε τη Γάζα σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από τους άλλους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης και σχεδόν πλήρως απομονωμένη τόσο από το Ισραήλ όσο και από την Αίγυπτο.
Μετά την ισραηλινή αποχώρηση από τη Γάζα και τη σύγκρουση του 2006, η διαμάχη μεταξύ της Φατάχ του Παλαιστίνιου προέδρου Μαχμούντ Αμπάς και της εξτρεμιστικής Χαμάς είχε ως αποτέλεσμα η εξτρεμιστική οργάνωση να πάρει τον έλεγχο της περιοχής το 2007.
Ακόμη και σε μια παρατεταμένη σύγκρουση του 2008 και του 2009, οι ισραηλινές δυνάμεις εισήλθαν στη Γάζα, αλλά δεν εισχώρησαν στα πληθυσμιακά κέντρα.
Διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις επιμένουν ότι μετά την αποχώρηση του 2005 δεν έχει πλέον ευθύνη για τη Γάζα. Αλλά δεδομένου του ελέγχου των συνόρων από το Ισραήλ και του συντριπτικού στρατιωτικού πλεονεκτήματός του, οργανώσεις όπως η B’Tselem, η οποία παρακολουθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στα κατεχόμενα εδάφη, υποστηρίζουν ότι το Ισραήλ έχει σημαντικές νομικές ευθύνες και υποχρεώσεις για τη Γάζα βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Αν και δεν είναι σαφές γιατί η Χαμάς επέλεξε να επιτεθεί τώρα, ενδεχομένως το έκανε ως απάντηση στην δυνάμει συμφωνία ανάμεσα στο Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία. Αυτή είναι η άποψη της Amberin Zaman, αναλύτριας του Al-Monitor, ενός ειδησεογραφικού ιστότοπου που εδρεύει στην Ουάσιγκτον και καλύπτει τη Μέση Ανατολή.
Την ίδια ώρα, οι επιπτώσεις του πολέμου θα είναι «εκτεταμένες και θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να εκδηλωθούν πλήρως», δήλωσε ο κ. Σακς. «Θα υπάρξουν εξεταστικές επιτροπές για τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες και η πολιτική ηγεσία θα μπει στο στόχαστρο». Αλλά πρώτα, όπως σημείωσε ο κ. Χέλερ, έρχεται ο πόλεμος. «Και αυτά τα πράγματα τείνουν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο», τόνισε.