ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αρθρο του Ομέρ Τασπινάρ στην «Κ»: Θέλει η Δύση να κερδίσει ο «διάβολος που γνωρίζει»;

Υπάρχει κάποια προτίμηση της Δύσης καθώς η Τουρκία πλησιάζει σε ένα μεγάλο σημείο καμπής στις 14 Μαΐου;

ΟΜΕΡ ΤΑΣΠΙΝΑΡ

Υπάρχει κάποια προτίμηση της Δύσης καθώς η Τουρκία πλησιάζει σε ένα μεγάλο σημείο καμπής στις 14 Μαΐου; Θα προτιμούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη να παραμείνει ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία ή θα επιθυμούσαν επιτέλους κάποια αλλαγή στην Αγκυρα; Η επιρρεπής στη συνωμοσιολογία τουρκική κοινή γνώμη έχει συχνά εμμονή με τις εξωτερικές δυνάμεις που επιδιώκουν να διαμορφώσουν τη μοίρα της. Φυσικά, οι Τούρκοι είναι αυτοί που θα επιλέξουν στις δικές τους προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές. Ωστόσο, καθώς ο Ερντογάν είναι αριστοτέχνης στο να επιστρατεύει αυτό το αντιδυτικό εσωτερικό συναίσθημα υπέρ του, υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα, ειδικά στην Ουάσιγκτον, στο να παίρνει οποιαδήποτε θέση πέρα από δηλώσεις που υπενθυμίζουν τη σημασία της διεξαγωγής «ελεύθερων και δίκαιων» εκλογών. Πίσω όμως από την επιφάνεια, φαίνεται να υπάρχει, περιέργως, μια ανομολόγητη και άκρως ιδιοτελής προτίμηση της Δύσης. Και δυστυχώς, είναι λανθασμένη, είναι ανάξια των δυτικών δημοκρατιών που θα έπρεπε να είναι πολύ πιο υποστηρικτικές προς την τουρκική δημοκρατία αντί να βλέπουν τον Ερντογάν ως «τον διάβολο που έστω γνωρίζουν».

Η αυταρχική πορεία της Τουρκίας του Ερντογάν, σε συνδυασμό με μια εξωτερική πολιτική που εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και υποδέχεται τη Ρωσία του Πούτιν ως σημαντικό οικονομικό και στρατιωτικό εταίρο, θα έπρεπε κανονικά να απλοποιεί τα πράγματα για τη Δύση. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά όταν σκάψει κανείς λίγο βαθύτερα. Για παράδειγμα, η διαμορφούμενη συμβατική φρόνηση στην Ουάσιγκτον είναι ότι η Αγκυρα μετά τον Ερντογάν δεν θα είναι ριζικά διαφορετική στην εξωτερική πολιτική και ότι η όποια μικρή αλλαγή θα είναι περισσότερο στο ύφος παρά στην ουσία. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, τα δύο θεμελιώδη προβλήματα στην τουρκοαμερικανική ατζέντα –κυρίως η απογοήτευση της Αγκυρας για την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας και η απογοήτευση της Ουάσιγκτον για την τουρκική αγορά του ρωσικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400– δεν είναι πιθανό να εξαφανιστούν με μια νίκη της αντιπολίτευσης. Ομοίως, αν ο Ερντογάν χάσει, κανείς δεν αναμένει ριζική διαφοροποίηση από τις τουρκικές θέσεις για την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο ή το Αιγαίο. Ο τουρκικός εθνικισμός και η αναζήτηση στρατηγικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας είναι πιθανό να παραμείνουν οι κινητήριες δυνάμεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα σε υψηλότατο επίπεδο, εν μέρει λόγω της αναξιοπιστίας της Τουρκίας ως εταίρου στο ΝΑΤΟ.

Και οι προσδοκίες για την τουρκική αντιπολίτευση και τη Μέση Ανατολή; Κατά ειρωνικό τρόπο, υπό την ηγεσία του Ερντογάν σημειώθηκε σημαντική στροφή τα τελευταία δύο χρόνια. Δεδομένης της θλιβερής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, η απεγνωσμένη ανάγκη του Ερντογάν για ρευστότητα έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντική αλλαγή στις σχέσεις της Αγκυρας με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η επίθεση γοητείας του Ερντογάν στις χώρες του Κόλπου απαιτούσε αναθεωρήσεις στην τουρκική υποστήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία με τη σειρά της βοήθησε επίσης στη βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Μια τέτοια ταχεία αναπροσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πιθανώς ενίσχυσε την εικόνα του Ερντογάν στη Δύση ως πραγματιστή καιροσκόπου και όχι ως ισλαμιστή ιδεολόγου. Διόλου περίεργο που ένας πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, ο οποίος έχει μακρά ιστορία επαφών με τον Ερντογάν, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εκφράσει την προτίμησή του γι’ αυτόν ως «τον διάβολο που έστω γνωρίζουμε».

Σήμερα, με την ελπίδα να επαναπατρίσει κάποιους από τα τέσσερα εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία, ο Ερντογάν επιδιώκει ακόμη και την εξομάλυνση με τη Συρία του Μπασάρ αλ Ασαντ – ένα καθεστώς που προσπαθούσε σθεναρά να ανατρέψει μόλις πριν από λίγα χρόνια. Το ζήτημα των Σύρων προσφύγων είναι αυτό που μας οδηγεί στις ευρωπαϊκές θέσεις για τον Ερντογάν. Κανονικά, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες είναι αποδέκτριες της συγκρουσιακής ρητορικής του Ερντογάν, θα έπρεπε να υποστηρίζουν την αλλαγή εξουσίας στην Αγκυρα. Ωστόσο, υπάρχει κάποια ανησυχία στη Γαλλία και στη Γερμανία ότι μια νέα τουρκική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα θελήσει να αναθεωρήσει το σύμφωνο του 2016 για το προσφυγικό, που υπεγράφη μεταξύ Αγκυρας και Βρυξελλών. Να θυμίσουμε ότι στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης η Ευρωπαϊκή Eνωση συμφιλιώθηκε με τον Ερντογάν προσφέροντας στην Τουρκία 6 δισ. ευρώ για να ανακόψει το κύμα των Σύρων μεταναστών.

Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κοσμικού και σοσιαλδημοκρατικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), απέρριψε σθεναρά την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας για το προσφυγικό μεταξύ Αγκυρας και Βρυξελλών. Σήμερα, ο Κιλιτσντάρογλου κατεβαίνει εναντίον του Ερντογάν, ως κοινός υποψήφιος ενός εκλεκτικού συνασπισμού έξι πολιτικών κομμάτων, μεταξύ των οποίων και ένα άκρως εθνικιστικό. Η προεκλογική πλατφόρμα αυτής της «Εθνικής Συμμαχίας» δεσμεύεται για τη βελτίωση των σχέσεων με την Ε.Ε., αλλά επιδιώκει επίσης την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για το προσφυγικό, με μια προσέγγιση που ο Κιλιτσντάρογλου αποκαλεί «Πρώτα η Τουρκία». Είναι άραγε έτοιμη η Ευρώπη να αγκαλιάσει μια μετα-Ερντογάν Τουρκία που θα επιδιώκει καλύτερες σχέσεις με στόχο την πλήρη ένταξή της, καθώς και μια νέα συμφωνία για το προσφυγικό που θα προστατεύει καλύτερα τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα; Η απάντηση είναι «όχι». Ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία έχουν διάθεση να μιλήσουν για την από καιρό ξεχασμένη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Και φυσικά δεν υπάρχει καμία διάθεση να δεχτούν περισσότερους πρόσφυγες στην Ευρώπη. Επομένως, είναι ίσως πιο εύκολο να διαπραγματεύονται σε ένα συναλλακτικό πλαίσιο με έναν οξύθυμο εθνικιστή όπως ο Ερντογάν, ο οποίος έχει κόψει πολλές γέφυρες με τις Βρυξέλλες, ως «τον διάβολο που έστω γνωρίζουν». Και είναι πολύ πιο εύκολο να αποκρουστεί ένας οργισμένος απολυταρχικός ηγέτης που δεν έχει ούτε ένα δημοκρατικό ψήγμα μέσα του, παρά μια δημοκρατική Τουρκία που προσπαθεί να αναβιώσει την ευρωπαϊκή της κλίση.

Τέλος, σε μια πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα εξεπλάγην ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα ότι το ελληνικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένο με την προοπτική να κερδίσει ο Ερντογάν άλλη μια εκλογική αναμέτρηση, από καθαρά ρεαλιστική και κυνική εθνική σκοπιά. Αυτή η ελληνική θέση μπορεί να εξηγηθεί στη βάση του ότι ένας απολυταρχικός και ασταθής Ερντογάν, που εκτοξεύει συνεχώς απειλές στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, προκαλεί τη συμπάθεια της Δύσης για την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα σε υψηλότατο επίπεδο, εν μέρει λόγω της αναξιοπιστίας της Τουρκίας ως εταίρου στο ΝΑΤΟ. Επειτα από 20 χρόνια συναλλαγής μαζί του, για την Ελλάδα, ο Ερντογάν είναι πραγματικά «ο διάβολος που έστω γνωρίζουν» σε μια χώρα που «δεν βλέπει συχνά αγγέλους».

Τέτοιες αντιλήψεις για τον Ερντογάν είναι κοντόφθαλμες και επικίνδυνες. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που δεν μπορούμε να βλέπουμε τον Ερντογάν ως τον γνώριμο κακό για τη Δύση. Ο πρώτος και πολύ απλός είναι ότι πρέπει να δοθεί μια ευκαιρία στη δημοκρατία. Απολυταρχικοί ηγέτες όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν είναι σχεδόν πάντα επιρρεπείς στο να υπερβάλλουν στην εξωτερική πολιτική τους, με κακές αποφάσεις. Θέλει πραγματικά η Ελλάδα να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο με έναν όλο και πιο αυταρχικό και τυραννικό γείτονα; Προτιμά πραγματικά η Ουάσιγκτον μια καταπιεστική και πολεμοχαρή Τουρκία από μια Τουρκία που αναζητά μια δημοκρατική λύση στο κουρδικό της πρόβλημα; Και πιστεύει πραγματικά η Ευρώπη ότι μια απολυταρχική Τουρκία, στην οποία μπορεί άνετα να πει όχι, είναι καλύτερη εναλλακτική λύση από μια εκδημοκρατιζόμενη Aγκυρα που αναπόφευκτα θα γίνει πιο φιλοευρωπαϊκή και αντιρωσική; Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Κιλιτσντάρογλου αξίζει μια ευκαιρία είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια δυαδική επιλογή, ανάμεσα σε άγγελο και διάβολο. Οπως διατυπώθηκε στην περίπτωση των εκλογών της Βραζιλίας μεταξύ Λούλα και Μπολσονάρο, ο Κιλιτσντάρογλου δεν είναι η πύλη του παραδείσου. Είναι η πύλη εξόδου από την κόλαση. Οπως δεν κουράστηκε ποτέ να λέει ο Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας «μη με συγκρίνετε με τον Παντοδύναμο. Να με συγκρίνετε με την εναλλακτική λύση».

 

O κ. Ομέρ Τασπινάρ είναι καθηγητής Εθνικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Αμυνας στην Ουάσιγκτον. Διδάσκει επίσης στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X