Kathimerini.gr
Η τεχνητή νοημοσύνη θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Κίνας ως μεγάλης δυνάμεως. Εντούτοις, η προσπάθειά της να κεφαλαιοποιήσει την καινοτομική DeepSeek και άλλες παρόμοιες για να κερδίσει εντός του πλαισίου της ευρύτερης οικονομίας των 18 τρισ. δολαρίων, θα προσκρούσει στις ΗΠΑ. Επιπλέον, θα βρει ανάχωμα και από την ίδια τη βούληση του Κομμουνιστικού Κόμματος να μην απολέσει τον έλεγχο. Οι τεχνολογικές επαναστάσεις στηρίζουν τις αλλαγές ισορροπιών στο σύστημα των μεγάλων δυνάμεων της Ιστορίας. Η ευρεία διάδοση του ηλεκτρισμού, των εργαλειομηχανών και των αυτοκινήτων τον 20ό αιώνα συνέτεινε στην αντικατάσταση της Βρετανίας ως βιομηχανικής δεσπόζουσας δύναμης από τις ΗΠΑ. Αντιστοίχως σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει παρόμοια ευκαιρία στο Πεκίνο, αλλά το εάν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επιδιώξει να εκτοπίσει την Αμερική με όρους τεχνολογίας, οικονομίας ή άμυνας αποτελεί θέμα διαρκούς συζήτησης στην Ουάσιγκτον. Ο Μάικ Γουόλτς, σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αναγνωρίζει πως οι ΗΠΑ με την Κίνα βρίσκονται σε ψυχρό πόλεμο, παρά το ότι το σχέδιο της τελευταίας για τη νέα γενιά τεχνητής νοημοσύνης εν έτει 2017 απλά ζητούσε η χώρα να αναλάβει ηγετικό ρόλο έως το 2030.
Εάν, λοιπόν, υπάρχει όντως πεδίο μάχης, τότε η DeepSeek ανοίγει ένα νέο μέτωπο, διότι τα εκπαιδευτικά της μοντέλα είναι επαναστατικά και λειτουργούν τόσο καλά όσο και της δυτικής ανταγωνίστριας OpenAI αλλά με πολύ χαμηλό κόστος. Ανάλογες προτάσεις έχουν και οι Alibaba και Tencent, καθώς και άλλες ομόλογες, που μπορούν να δώσουν προβάδισμα στην καινοτομία, γεφυρώνοντας το χάσμα με την αμερικανική οικονομία. Ετσι, ο Σι προσκάλεσε σε μία σπάνια και καλά ενορχηστρωμένη σύσκεψη την προηγούμενη εβδομάδα τους επικεφαλής των εγχώριων καινοτομικών ομίλων. Ανάμεσα σε αυτούς η BYD, η μεγαλύτερη του κόσμου στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων και ο τηλεπικοινωνιακός κολοσσός της Huawei και αντίπαλος της καλιφορνέζικης Nvidia των προηγμένων ημιαγωγών. Τους ζήτησε να επιδείξουν το ταλέντο τους, αν και το να διατηρηθούν τα επιτεύγματα στην τεχνητή νοημοσύνη απαιτείται σοβαρή προσπάθεια. Η Κίνα, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, οφείλει να επενδύσει δυσθεώρητα ποσά σε φυσικές υποδομές, όπως οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, αλλά και να παρακάμψει την απαγόρευση πρόσβασης της Ουάσιγκτον σε ημιαγωγούς και εξοπλισμό κατασκευής τους.
Το επόμενο κώλυμα ίσως και να αποδειχθεί δυσκολότερο. Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Τζέφρι Ντινγκ επισημαίνει ότι οι χώρες με αδύναμη βάση επαγγελματικών ικανοτήτων καταβάλλουν αγώνα να εφαρμόσουν και να διαδώσουν σε μεγάλη γκάμα κλάδων την καινοτομία. Συμπεραίνει δε ότι η Ουάσιγκτον εστιάζει εμμονικά στην καινοτομία παρά στη διάχυση και ίσως υπερεκτιμά την άνοδο της Κίνας ως επιστημονικής και τεχνολογικής υπερδύναμης. Αν και η χώρα καυχάται ότι έχει μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές μηχανικών και επιστημόνων στον κόσμο, οι πτυχιούχοι της Επιστήμης των Υπολογιστών μετά τετραετή φοίτηση στις ΗΠΑ ξεπερνούν τους αντίστοιχους στην Κίνα. Οι ιαπωνικές εταιρείες κάποτε ήλεγχαν την παγκόσμια παραγωγή υπολογιστών και ημιαγωγών, αλλά επλήγησαν από το χάσμα επαγγελματικών ικανοτήτων με τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, οι ετήσιες εισροές εξειδικευμένων εργαζομένων στη δεξαμενή εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ για την πληροφορική, την επικοινωνία και την τεχνολογία υπερακόντισαν την Ιαπωνία κατά 68% το 1995 και 300% το 2001. Σήμερα, τέλος, στην Κίνα παρατηρείται σοβαρή υστέρηση στην ψηφιοποίηση: έρευνα του 2024 δείχνει ότι άνω του 60% από τις συμμετέχουσες 500 μικρομεσαίες μονάδες βρίσκονται στα πρώτα στάδιά της, χρησιμοποιώντας πολύ βασικές εφαρμογές και δεδομένα διοίκησης.