Kathimerini.gr
Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν τα εξής για την απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων:
«Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της Κυβέρνησης.
Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της.
Κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη, επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης».
Υπενθυμίζεται ότι, νωρίτερα, την ολοκλήρωση της έρευνας για τις καταγγελίες περί τηλεφωνικών παρακολουθήσεων ανακοίνωσε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, η οποία είχε και την πρωτοβουλία της αναβάθμισης της έρευνας και την ανάθεσή της στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση.
Οπως προκύπτει από την ανακοίνωση:
⁃ Από την έρευνα της Δικαιοσύνης δεν προέκυψε σύνδεση της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας (ΕΛΑΣ ή Αντιτρομοκρατικής) με το κακόβουλο λογισμικό Predator και τις καταγγελλόμενες παράνομες παρακολουθήσεις, πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων και λοιπά.
⁃ Η υπόθεση ως προς την ΕΥΠ, άλλες κρατικές υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα που διετέλεσαν σε νευραλγικές θέσεις αρχειοθετείται τόσο από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση, που υπέβαλε πόρισμα 300 σελίδων, όσο και από την ίδια την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που συμφώνησε με το πόρισμα Ζήση.
⁃ Παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του νόμου (επιεικέστερου) που είχε ψηφιστεί το 2019 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το κακόβουλο λογισμικό. Πρόκειται για τους τέσσερις που είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι, δηλαδή για τους Ιωάννη Λαβράνο, Sara Aleksandra Ηαmu, Tal Jonathan Dilian και Φελίξ Mπίτζιο.
⁃ Η παραπομπή σε δίκη, όπως εξηγείται στην εισαγγελική ανακοίνωση, γίνεται μόνον για πλημμέλημα της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου, διότι υπερισχύει ο ευμενέστερος νόμος, καθώς πλέον τα αδικήματα αυτού του τύπου είναι κακουργήματα.
Παράλληλα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της κυρίας Αδειλίνη, στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν πέραν της Δικαιοσύνης, τρεις ανεξάρτητες αρχές.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους».
Εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ. τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά, δε, περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες».
Από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση υποβλήθηκε πόρισμα 300 σελίδων όπου αναφέρονται αναλυτικά όλες οι ενέργειες. Μεταξύ άλλων, οι πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν, τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που υποβλήθηκαν σε ΗΠΑ και Ελβετία και απαντήθηκαν και λεπτομερής αναφορά για τις ενέργειες της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με άλλες ανεξάρτητες ή κρατικές αρχές.
Τέλος σημειώνεται ότι για την τότε αρμόδια για την ΕΥΠ εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου η πειθαρχική έρευνα που έγινε από τον Αρειο Πάγο κατέληξε σε απαλλαγή της, η οποία και εγκρίθηκε αρμοδίως.