Kathimerini.gr
Εχει το κίνημα του #ΜeΤoo αφήσει το αποτύπωμά του στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε την έμφυλη βία; Οι αντιδράσεις που προκάλεσε στη δημόσια σφαίρα η πρόσφατη αποκάλυψη δείχνουν ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Το φεμινιστικό και το θεσμικό υπόδειγμα
Της Αντιγόνης Λυμπεράκη
Υπόθεση Γεωργούλη: Μέσα στη φασαρία περί του ποιος «δικαιούται διά να ομιλεί», ποιος έχει ηθικό πλεονέκτημα (και πού το βρήκε), ποιος αγαπάει πραγματικά τις γυναίκες και ποιος τις χρησιμοποιεί ευκαιριακά σαν προεκλογικό καύσιμο, κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τα βασικά: την απανταχού παρούσα έμφυλη βία και τη διάχυτη αμφιθυμία απέναντι στο θύμα – που κάποτε οδηγεί σε «κατανόηση» της σύγχυσης του βιαστή.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο αξιοπρόσεκτες πλευρές αυτής της ιστορίας και θα ήταν κρίμα να περάσουν ασχολίαστες: μια θεσμική και μια φεμινιστική. Η πρώτη έρχεται με τη μορφή μαθήματος ποινικής δικονομίας από τη βελγική δικαιοσύνη. Η δεύτερη είναι ένα μάθημα φεμινιστικής αξιοπρέπειας και διαύγειας αξιών – η δήλωση και η στάση της κυρίας Χρονοπούλου.
Η θεσμική διάσταση αφορά την τήρηση μιας προκαθορισμένης διαδικασίας καταγγελίας και διερεύνησης ποινικά αξιόποινων πράξεων εις βάρος της προσωπικότητας και της ταυτότητας φύλου του θύματος (επειδή είναι γυναίκα), με όσο χρόνο απαιτείται για να διερευνηθούν οι καταγγελίες και τα ιατροδικαστικά τεκμήρια. Με τη μεθοδικότητα και τη μυστικότητα που εγγυάται την ψύχραιμη αποτίμηση, χωρίς να ακυρώνεται το τεκμήριο της αθωότητας. Με σεβασμό στην επιθυμία της καταγγέλλουσας να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά της. Γιατί, όμως, είναι τόσο σημαντική η προστασία της ταυτότητας της καταγγέλλουσας σε αυτή τη διαδικασία;
Εδώ φτάνουμε στη φεμινιστική διάσταση της υπόθεσης, δηλαδή στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εμπειρίας που προκαλείται από εγκλήματα έμφυλης βίας, σε αντιδιαστολή με άλλες εγκληματικές κατηγορίες. Δεν πρόκειται για ιδεοληπτική εμμονή που θέλει τα αδικήματα ταυτότητας φύλου να είναι σοβαρότερα και περισσότερο αξιόποινα επειδή στρέφονται κατά των γυναικών (και εμείς οι φεμινίστριες τις υποστηρίζουμε τις γυναίκες). Είναι επειδή το θύμα του βιασμού και του ξυλοδαρμού, στη συνέχεια θα προσδιορίζεται αποκλειστικά από αυτή την εμπειρία της. Θα είναι η δαρμένη και βιασμένη για όσους την ξέρουν και όσους δεν την ήξεραν και την έμαθαν. Είναι αδιάφορο αν είναι καρδιοχειρουργός, ποιήτρια, αθλήτρια ή εξερευνήτρια. Ολες οι άλλες ιδιότητες ξεθωριάζουν μπροστά στην εμπειρία του βιασμού – και αυτό μπορεί να κρατήσει για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα.
Αν δύο φίλες, η Μαρία και η Ελένη, πέσουν θύματα διαφορετικών εγκλημάτων –ας πούμε κάποιος κλέβει το πορτοφόλι της Μαρίας και κάποιος άλλος βιάζει την Ελένη– η ιστορία (και η εικόνα) της δεύτερης είναι πολύ πιθανότερο να φτάσει στα πρωτοσέλιδα. Επιπλέον είναι περίπου βέβαιο ότι η εμπειρία αυτή θα καταστεί το κυριότερο γνώρισμά της. Η απώλεια ταυτότητας δεν κινδυνεύει να συμβεί στη Μαρία – όσο σημαντικό κι αν ήταν το ποσόν που έχασε μαζί με το πορτοφόλι της. Η εικόνα, η έκφραση, η ηλικία, τα χαρακτηριστικά, το βάρος, το ντύσιμο, οι παρέες της Ελένης θα εξεταστούν με λεπτομέρειες και ολόκληρη η ζωή της θα αναπαρασταθεί σαν διαδρομή που οδηγούσε αναπότρεπτα στη στιγμή του βιασμού. Το ίδιο ισχύει και για την κατοπινή της πορεία: αυτό που θα κάνει (αν μπει στην πολιτική) και όλα αυτά που δεν θα κάνει θα θεωρηθούν ως αποτελέσματα της ίδιας της εμπειρίας του βιασμού: αν κρυφτεί, αν βγει μπροστά, αν αναζητήσει συμμάχους, αν παντρευτεί, αν χωρίσει, αν…
Με άλλα λόγια, η δημόσια αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος εγγυάται ότι παρατείνεται η εμπειρία του βιασμού στον χρόνο και ανάγεται στο κεντρικό προσδιοριστικό στοιχείο ολόκληρης της υπόστασης του θύματος. Αν την αποκάλυψη την κάνει ο ίδιος ο βιαστής, τότε είναι διπλά ένοχος. Αλλά έχουμε κι εμείς, η κοινωνία που σχολιάζει, μερίδιο ευθύνης.
Επειδή στο σαλονάκι που κατασκευάζουμε και επιδεικνύουμε τις κοινωνικές μας αντιλήψεις χάνουμε την ουσία – σαν να μην υπήρξε ποτέ το #MeToo: σχολιάζουμε τις φωτογραφίες των θυμάτων, ανατέμνουμε τη σκοτεινή φυσιογνωμία των βιαστών, λύνουμε στα μουλωχτά πολυκαιρισμένες εκκρεμότητες ατομικών απωθημένων, φλυαρούμε για το ποιος ωφελείται από την αποκάλυψη, αν ο χρόνος είναι αθώος (ύπουλο timing), πώς διαπλέκεται η ειδησεογραφία με τους εκλογικούς υπολογισμούς. Και με όλη αυτή την υπερδραστηριότητα δεν προλαβαίνουμε να παρατηρήσουμε τους ρόλους των φύλων, το νόημα των συστατικών της βίαιης αρρενωπότητας (και της αναμενόμενης παθητικής θηλυκότητας, που εξάπτει ύπουλα τα πάθη). Δεν τα παρατηρούμε (και, κατ’ επέκταση, τα επιβεβαιώνουμε) διότι έχουν κεντηθεί στο τραπεζομάντιλο, στο μαξιλάρι του καναπέ, στην μπορντούρα της κουρτίνας, στο χαλάκι της εισόδου: ιδανικές ανδρικές και γυναικείες φιγούρες πατριαρχικής έμπνευσης, που τις καταπίνουμε αμάσητες επειδή είναι «παράδοση» και «θέματα επιλογής» και άλλες ρηχές κοινοτοπίες. Ισως έφτασε πλέον ο καιρός να αλλάξουμε το φόντο της ζωής μας και να ξεφορτωθούμε σκονισμένες πατριαρχικές ιδέες, που δεν ταξιδεύουν καλά στον χρόνο – και γι’ αυτό μας δηλητηριάζουν.
Η κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Απαντώντας (ξανά) στα κλισέ της μισογυνικής υποκρισίας
Της Αλεξάνδρας Κ*
Εχει περάσει πια καιρός απ’ όταν το έμφυλο ζήτημα βρήκε μια θέση στον δημόσιο διάλογο και η φεμινιστική οπτική έγινε δυναμικό κομμάτι του. Εχουμε ενημερωθεί όλοι και μάλιστα πολύ για να υποκρινόμαστε ότι μιλάμε ακόμα για μεμονωμένα περιστατικά βιασμού, ξυλοδαρμού, δολοφονίας, παραβίασης όποιου τύπου, και όχι για κοινωνική γάγγραινα την οποία ενισχύει και το «αθωότερο» σχόλιο του καθενός μας. Δεν υπάρχει πια η δικαιολογία της άγνοιας· όλοι ξέρουν – κι όσοι δεν ξέρουν, βρίσκονται ένα κλικ μακριά από το να μάθουν. Πώς εξηγείται ότι media και πολίτες (ανεξαρτήτως φύλου) συνεχίζουν να αναπαράγουν δημόσια όλα τα μισογυνικά κλισέ σαν ο διάλογος να ξεκίνησε μόλις χθες; Προσωπικά, δεν μπορώ να δώσω σε κανέναν πια το benefit of the doubt. Το βλέπω σαν –μία ακόμα– ευθεία επίθεση στα θύματα. Σαν μια πολύ συνειδητή πια επιλογή. Σαν μια ύστατη προσπάθεια ανάνηψης ενός κόσμου που –δυστυχώς γι’ αυτούς– πεθαίνει, κλονίζοντας προνόμια και βεβαιότητες αιώνων. Θα κάνω λοιπόν κι εγώ τη δική μου ύστατη προσπάθεια, απαντώντας ακόμα μια φορά σε λίγες μόνο από τις υποκριτικά αθώες φράσεις που μόνο στόχο/αποτέλεσμα έχουν να τραυματίσουν ξανά τις επιζώσες/όντα έμφυλης βίας, να τις ενοχοποιήσουν, να τις κάνουν να σωπάσουν, να τις οδηγήσουν στην παραίτηση. Να αποτρέψει τις επόμενες από το να κινηθούν νομικά.
«Το κάνει για εκδίκηση/δημοσιότητα»
Το να καταγγείλεις κάποιον σημαίνει να περάσεις από μήνες έως χρόνια με το όνομά σου, το πρόσωπό σου και τη –στοχευμένα αλλοιωμένη– προσωπικότητά σου στα μανταλάκια, με την αξιοπιστία σου υπό αίρεση, με τον άνθρωπο που σε τραυμάτισε στην ίδια αίθουσα δικαστηρίου, αφηγούμενη ξανά και ξανά ένα γεγονός που μια ζωή θα προσπαθείς να ξεχάσεις. Σημαίνει να θέτεις εαυτήν βορά στις διαθέσεις της κοινής γνώμης για να προβάλει πάνω σου όποιο προσωπικό σύμπλεγμα δεν έχει λύσει. Σημαίνει να εργαλειοποιηθεί ο πόνος σου. Καμία δημοσιότητα και καμία εκδίκηση δεν είναι αρκετή για να υποστείς τα παραπάνω, ας σοβαρευτούμε.
«Τώρα το θυμήθηκε;»
Τώρα βρήκε τη δύναμη να το κάνει, τώρα κατάλαβε ότι υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας να τη στηρίξει, τώρα έμαθε ότι δεν ήταν η μόνη που υπέφερε στα χέρια του ίδιου ανθρώπου, τώρα θύμωσε, τώρα συνειδητοποίησε πως δεν έφταιγε η ίδια. Μπορεί και τώρα να κατάλαβε τι της συνέβη. Ναι, μπορεί κι αυτό. Τα αφηγήματα περί «έρωτος» και η ενοχοποίηση – γελοιοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας που ανέθρεψαν μέχρι και τη δική μου γενιά, προέτασσαν όχι απλώς την ανοχή αλλά και την απόλαυση της κακοποίησης.
«Δεν είχε ανάγκη αυτός, είχε όποια ήθελε»
Αυτό είναι βασικά επιχείρημα εναντίον του. Ενας άνθρωπος που τα έχει όλα, πολύ πιο δύσκολα δέχεται το «όχι». Και πολύ πιο εύκολα θεωρεί ότι θα τη σκαπουλάρει. Ακόμα ευκολότερα, δε, παίρνει το «όχι» για «παιχνίδι» (αρκετά με αυτή τη δικαιολογία, τώρα ξέρετε). Ο μόνος τρόπος οποιοσδήποτε άνθρωπος να έχει όποια θέλει είναι διά της βίας.
«Τα ’θελε και τα ’παθε»
Αυτή η φράση ξεκινάει από τη θέση ότι η γυναικεία επιθυμία είναι πράγμα επιλήψιμο, αμαρτία, σηκώνει τιμωρία· ότι μια γυναίκα που έχει την αξίωση να είναι σεξουαλικά ενεργή και να φέρει το σώμα της όπως η ίδια θέλει, πρέπει να υποστεί «συνέπειες». Κι αυτή η αντίληψη προεκτείνεται σε μιαν άλλη: ότι, ως εκ τούτου, στο σεξ όλα επιτρέπονται (στον άνδρα), ότι το σεξ είναι αποδεκτό να περιλαμβάνει βία χωρίς συναίνεση, παραβίαση ορίων και επίδειξη εξουσίας/ιδιοκτησίας πάνω σε άλλα σώματα.
«Μα είχαν σχέση»
Το ότι έχεις επιλέξει έναν άνθρωπο για σύντροφό σου δεν σημαίνει ότι συναινείς αυτομάτως στις όποιες σεξουαλικές του διαθέσεις, ούτε ότι είσαι διαθέσιμη ανά πάσα ώρα και στιγμή. Δεν σημαίνει επίσης ότι ξέρεις εξαρχής με ποιον άνθρωπο έχεις να κάνεις. Και ας κατανοήσουμε πια πως η παραβίαση δεν έχει καμία σχέση με τον έρωτα ή τη σεξουαλική επιθυμία. Εχει να κάνει με τη συμπλεγματική επιθυμία να ασκήσει κάποιος εξουσία πάνω σ’ ένα σώμα και μια ψυχή.
«Δεν είναι όλοι οι άνδρες έτσι»
Σας ευχαριστούμε. Δεν σας εξοργίζει όμως ότι υπάρχουν πολλοί που ακόμα είναι; Δεν θα ήταν ωραία μια κοινωνία όπου δεν θα είναι ΚΑΝΕΝΑΣ άνδρας έτσι;
Ελάτε τώρα, δεν θέλει πολλή σκέψη. Την ελάχιστη ανθρωπιά θέλει.
Η κ. Αλεξάνδρα Κ* είναι συγγραφέας.
Θύματα, διάφανα και διάτρητα, στην αρένα
Της Μαρίας Λούκα
«Πρέπει να έχεις το δικαίωμα στη σιωπή, όσοι έχουν ζήσει τη βία πρέπει να έχουν το δικαίωμα να μη μιλάνε γι’ αυτήν», σημειώνει σπαρακτικά και αφοπλιστικά συνάμα ο Εντουάρντ Λουί στο βιβλίο του «Ιστορία της Βίας», όπου περιγράφει τον βιασμό του.
Τα θύματα, οι επιζώσες/τα άτομα που επέζησαν της σεξουαλικής βίας, πρέπει να έχουν το δικαίωμα όχι μόνο στη δικαιοσύνη αλλά και στην προστασία, στην επούλωση, στην αποφυγή στιγματισμού και αναβίωσης του τραύματος. Πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διαχειριστούν αυτό που τους συνέβη, όπως κρίνουν ό,τι είναι προτιμότερο για την ψυχοκοινωνική τους υπόσταση. Αυτό το θεμελιώδες, παρότι δυστυχώς μη εμπεδωμένο, δικαίωμα τσαλαπατήθηκε βάναυσα στην υπόθεση καταγγελίας για βιασμό και σωματική βία εις βάρος του ευρωβουλευτή Αλέξη Γεωργούλη.
Η Ελένη Χρονοπούλου έπραξε ό,τι ήταν θεσμικά προβλεπόμενο. Απευθύνθηκε στις ιατροδικαστικές υπηρεσίες κι έκανε καταγγελία στις αρμόδιες αρχές. Επέλεξε να κινηθεί μέσω της νομικής οδού, κρατώντας την υπόθεση μακριά από τη δημοσιότητα. Οταν γνωστοποιήθηκε το αίτημα άρσης ασυλίας για τον ευρωβουλευτή, τα στοιχεία της δημοσιοποιήθηκαν χωρίς τη συναίνεσή της. Μέσα σε λίγα λεπτά, αρκετά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – ευτυχώς όχι όλα, αναπαρήγαγαν άκριτα τη διαρροή του ονόματος της επιζώσας, κάτω από τίτλους σκανδαλοθηρικής υφής, διανθίζοντας την είδηση με φωτογραφίες της αντλημένες από τα social media. Μάλιστα ακόμα και η επιλογή των φωτογραφιών που έγινε, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνηγορούσε υπόρρητα στην κουλτούρα βιασμού και στα έμφυλα στερεότυπα. Οχι από αυτές που συνοδεύουν την κυρία Χρονοπούλου στην επαγγελματική της δραστηριότητα αλλά φωτογραφίες προερχόμενες από στιγμιότυπα κοινωνικής ζωής, ταξιδιών, χαράς. Οσο λιγότερο «στιβαρές» –σύμφωνα με τους ηγεμονικούς κώδικες σεμνότυφης ηθικής και αισθητικής– τόσο περισσότερο διακινούν τα πιο ταπεινά ανακλαστικά του κοινού και διαρρηγνύουν τη νόρμα του «ιδανικού θύματος». Γιατί η κουλτούρα του βιασμού είναι εδραιωμένη πάνω στην κατασκευή του «ιδανικού θύτη» που είναι «άσχημος», «αποτυχημένος» και «απόκοσμος» και του «ιδανικού θύματος» που είναι «άσπιλο», «αποσεξουαλικοποιημένο», σχεδόν «αόρατο». Οταν δεν ισχύουν αυτά, που στη συντριπτική πλειονότητα των βιασμών δεν ισχύουν, τότε ενεργοποιείται ο μηχανισμός του victim blaming ως διαδικασία συμβολικής και ψυχικής εξόντωσης των θυμάτων.
Δεν γνωρίζω ποιος άνθρωπος άφησε να διαρρεύσει το όνομα της επιζώσας και στη βάση ποιου κακόβουλου σκεπτικού. Γνωρίζω, όμως, με απόλυτη βεβαιότητα ότι επρόκειτο για μια αθλιότητα, η οποία βαραίνει τόσο αυτούς που διέδωσαν τα στοιχεία της, όσο και τα Μέσα που τα έριξαν στην αρένα, απεμπολώντας για μια ακόμα φορά στοιχειώδεις αρχές δεοντολογίας. Και οι δύο πλευρές απολύτως συνειδητά προχώρησαν στη βίαιη παραβίαση της ιδιωτικότητας της επιζώσας, αδιαφορώντας για την αναστάτωση και τον κλονισμό που προκαλούν στην ίδια και στους οικείους της, συμβάλλοντας στη δευτερογενή θυματοποίηση και λειτουργώντας αποτρεπτικά για μελλοντικά θύματα.
Οταν το απόγευμα της Τρίτης διάβασα τη γενναία τοποθέτηση της Ελένης Χρονοπούλου, προσωπικά ένιωσα άβολα. Μια γυναίκα που θέλησε να αντιμετωπίσει το συντριπτικό γεγονός που της συνέβη με έναν απόλυτα θεσμικό τρόπο, υποχρεώθηκε να εμπλακεί σε μια οδυνηρή δημόσια συζήτηση εξηγήσεων, να εξιστορήσει τι είχε υποστεί, να παραθέσει τα βήματα που ακολούθησε με τη χρονολογική τους σειρά, να απαντήσει σε γελοίες θεωρίες πλεκτάνης, να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Δεν θα έπρεπε κανείς να τη βάλει σε αυτή τη θέση. Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν χρωστούν εξηγήσεις. Αυτοί που κανονικοποιούν την έμφυλη βία χρωστούν.
Η κ. Μαρία Λούκα είναι δημοσιογράφος – σεναριογράφος, μέλος του Δ.Σ. του WIFT.GR.