Γράφει ο Γιάννης Σουλιώτης
Τι συνέβη και η Πυροσβεστική δεν κατάφερε να ελέγξει έγκαιρα πυρκαγιές όπως αυτές της Ρόδου, της Κέρκυρας, της Αττικής, της Μαγνησίας, της Καρύστου και άλλες, με αποτέλεσμα να έχουν μετατραπεί σε στάχτη από την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου τον Μάιο πάνω από 400.000 στρέμματα δάσους;
Αυτό το ερώτημα βασανίζει τα τελευταία εικοσιτετράωρα κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν από τις φωτιές. Η «Κ» απηύθυνε το ερώτημα σε στελέχη της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας και σήμερα επιχειρεί έναν πρώτο απολογισμό των μέχρι τώρα επιδόσεων του κρατικού μηχανισμού.
Ο «ακραίος κίνδυνος»
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν την Παρασκευή ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας και ο αρχηγός της Πυροσβεστικής Γιώργος Πουρναράς απέφυγαν να αναφερθούν σε επιχειρησιακά λάθη και αστοχίες, λέγοντας ότι «δεν είναι η ώρα του απολογισμού». Είπαν ακόμη ότι η Πυροσβεστική έκανε το καλύτερο δυνατό για να περιορίσει την καταστροφή, για την οποία εν πολλοίς ευθύνεται η κλιματική κρίση. «Είναι η πρώτη φορά που επί πέντε ημέρες υπήρχε ακραίος κίνδυνος πυρκαγιάς», δήλωσε ο κ. Κικίλιας.
Είναι όμως μόνο οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες που ευθύνονται για τις μεγάλες καμένες εκτάσεις, ενώ βρισκόμαστε ακόμη στα μισά της αντιπυρικής περιόδου; «Oχι», απαντούν ορισμένες πηγές ενημέρωσης.
Κυβερνητικός αξιωματούχος με άριστη γνώση επί θεμάτων πολιτικής προστασίας δήλωσε ότι στις τελευταίες τακτικές κρίσεις αξιωματικών, για λόγους που αφορούν το εσωτερικό της Πυροσβεστικής και συνδέονται με θέματα διαδοχής στην κορυφή της ιεραρχίας, έχουν αποστρατευθεί 11 ικανοί αξιωματικοί. Τα εναπομείναντα στελέχη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, δεν πηγαίνουν στο πεδίο αλλά αντ’ αυτού επιλέγουν να συντονίζουν τις δυνάμεις από το συντονιστικό επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής.
Η ίδια κυβερνητική πηγή ανέφερε στην «Κ» ότι έχουν παρατηρηθεί καθυστερήσεις στην υλοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε το 2020 για τη δημιουργία του Εθνικού Μηχανισμού Διαχείρισης Κρίσεων. Ως παράδειγμα ανέφερε ότι «τρία χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί τα 13 περιφερειακά επιχειρησιακά κέντρα πολιτικής προστασίας». Υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πυροσβεστικής, που πάντως δεν μετείχε στις επιχειρήσεις κατάσβεσης, υποστήριξε ότι και η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προετοιμασία της Πυροσβεστικής ενόψει της τρέχουσας αντιπυρικής περιόδου.
Ακόμη, υποστήριξε ότι οι βροχοπτώσεις του Ιουνίου είχαν ως αποτέλεσμα περιοχές που καθαρίστηκαν στη διάρκεια της άνοιξης να είναι τον Ιούλιο γεμάτες με ξερόχορτα.
Στο ίδιο πνεύμα, απόστρατος αξιωματικός της Πυροσβεστικής ανέφερε ότι η Πολιτική Προστασία έστειλε στις 18 Απριλίου σε δήμους και περιφέρειες εγκύκλιο με την οποία τους ζητούσε να καταρτίσουν σχέδια οργανωμένης εκκένωσης. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πηγή, οι περισσότεροι δήμοι και περιφέρειες να μην έχουν μέχρι σήμερα επικαιροποιημένα σχέδια.
Για τη φωτιά στη Μαγνησία, που είχε ως αποτέλεσμα οι φλόγες να φθάσουν σε αποθήκη πυρομαχικών της 111 Πτέρυγας Μάχης στη Νέα Αγχίαλο, πηγές από την Πυροσβεστική που μετείχαν στην επιχείρηση κατάσβεσης αναφέρουν ότι οι δυνάμεις πυρόσβεσης αιφνιδιάστηκαν εξαιτίας της έντασης, κυρίως όμως της αλλαγής της διεύθυνσης των ανέμων. Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε λίγο πριν από τις 2.00 το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου στο χωριό Αερινό, με τον δυτικό άνεμο να σπρώχνει τις φλόγες ανατολικά προς την πόλη του Βόλου.
Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας και ενώ η πυρκαγιά παρουσίαζε καλύτερη εικόνα, η ένταση του ανέμου ενισχύθηκε φθάνοντας τα 6-7 μποφόρ και από δυτικός έγινε βόρειος, σπρώχνοντας τις φλόγες νότια προς τη Νέα Αγχίαλο. Λίγα λεπτά μετά τις 4 το απόγευμα εκδόθηκε μήνυμα εκκένωσης της Νέας Αγχιάλου και ακόμη 12 οικισμών, με τις φλόγες να καταλήγουν τελικά λίγο μετά τις 5 μ.μ. στην αποθήκη των πυρομαχικών, με τα γνωστά αποτελέσματα. «Στην περιοχή υπήρχε χαμηλή βλάστηση και επίπεδο υγρασίας στο 12%. Οι φλόγες ταξίδευαν γρήγορα», σχολίασε πηγή του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας. Οι τέσσερις υδροφόρες της Πυροσβεστικής και τα στελέχη πυρασφάλειας της Πολεμικής Αεροπορίας εγκατέλειψαν την εγκατάσταση, διαπιστώνοντας ότι αδυνατούν να σταματήσουν τη φωτιά.
Τρεις διαφορετικές πηγές ενημέρωσης από τα υπουργεία Αμυνας και Πολιτικής Προστασίας είπαν στην «Κ» ότι δεν είχαν γίνει οι απαραίτητες εργασίες καθαρισμού στην περιοχή, ώστε να δημιουργηθεί ζώνη πυρασφάλειας γύρω από την εγκατάσταση.
Στη Ρόδο, όπου η φωτιά έκαιγε για 11 ημέρες, στελέχη της αυτοδιοίκησης κατήγγειλαν προβλήματα συντονισμού, καθώς και ότι τις πρώτες ημέρες της φωτιάς (μαίνονταν ταυτόχρονα πυρκαγιές σε Αττική και Λουτράκι) η Πυροσβεστική δεν είχε διαθέσει ικανοποιητικό αριθμό δυνάμεων. Από το αρχηγείο της Πυροσβεστικής απαντούν ότι η φωτιά εκδηλώθηκε σε δύσβατο σημείο αργά το απόγευμα και δίχως να υπάρχει χρόνος για την από αέρος προσβολή της. «Δημιούργησε γρήγορα μέτωπο 30-40 χιλιομέτρων», δήλωσε αρμόδια πηγή. Αποδίδουν την αδυναμία τους να αναχαιτίσουν την πυρκαγιά στη συνεχή αλλαγή της φοράς των ανέμων και τις κηλιδώσεις (εξάπλωση) της φωτιάς, με τις σπίθες να διασχίζουν αντιπυρικές ζώνες πλάτους ακόμα και 200 μέτρων. Στο δύσβατο της περιοχής όπου εκδηλώθηκε η πυρκαγιά αποδίδει η Πυροσβεστική και τη μεγάλη έκταση που έλαβε στην Κέρκυρα, με τον δήμαρχο Βόρειας Κέρκυρας, πάντως, να κατηγορεί την Πυροσβεστική για «λάθος εκτίμηση».
Λάθος εκτίμηση έκανε η Πυροσβεστική και στην πυρκαγιά της Καρύστου. Το πρωί της Δευτέρας η φωτιά περιγραφόταν ως οριοθετημένη, με τα τρία αεροσκάφη Canadair που επιχειρούσαν να παίρνουν εντολή να αποχωρήσουν. Λίγη ώρα αργότερα η φωτιά αναζωπυρώθηκε και συνέχισε να καίει μέχρι το μεσημέρι της επομένης, οπότε και σημειώθηκε το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα με την πτώση του CL-215. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη φωτιά της Καρύστου, όπως επίσης και γι’ αυτές της Κέρκυρας και της Κύμης (ελέγχθηκε πριν πάρει διαστάσεις) υπάρχουν πληροφορίες ότι ξεκίνησαν από πυλώνες της ΔΕΗ.