ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μητροπολίτης Ανθιμος: Η παλιά «βεντέτα» και η κληρονομιά των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων

Η αδύναμη παρουσία της επίσημης Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει ελεύθερο πεδίο δράσης σε ακραίους κύκλους

Kathimerini.gr

Σταύρος Τζίμας 

Η σχέση του μητροπολίτη Ανθιμου με τον Γιάννη Μπουτάρη υπήρξε παροιμιώδης. Αντανακλούσε στην πραγματικότητα δύο κόσμους: τον παραδοσιακό συντηρητισμό που ενσάρκωνε ο Ανθιμος και τον αναδυόμενο αστικό φιλελευθερισμό του Μπουτάρη.

Στην πορεία προς τη δημαρχία ο Γιάννης Μπουτάρης δεν έχανε την ευκαιρία να στηλιτεύει δημόσια τις ακραίες δηλώσεις και συμπεριφορές του ιεράρχη, αλλά και εκείνος δεν του χαριζόταν. Η διαρκής αντιπαράθεση έδινε κάποιες φορές την εντύπωση βεντέτας.

Ηταν 26 Οκτωβρίου του 2010, παραμονές δημοτικών εκλογών, και στον ναό του Αγίου Δημητρίου γινόταν δοξολογία παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και υψηλών αξιωματούχων – ο Γιάννης Μπουτάρης, που διεκδικούσε τη δημαρχία, ήταν ανάμεσά τους. Στο τέλος οι επίσημοι ευχήθηκαν διά χειραψίας στον μητροπολίτη, ως είθισται, και κάποια στιγμή ήρθε η σειρά του Μπουτάρη. Με το που βρέθηκε μπροστά του, ο Ανθιμος εξαγριώθηκε, έχοντας πληροφορηθεί μια δήλωσή του την προηγουμένη, στην οποία ο Μπουτάρης τον είχε αποκαλέσει «Μουτζαχεντίν».

«ΕΑΜοβούλγαρε, να ξέρεις ότι όσο εγώ είμαι μητροπολίτης, δεν πρόκειται να δεις δημαρχία στα μάτια σου», του είπε οργισμένος, μην έχοντας αντιληφθεί ότι οι τηλεοπτικές κάμερες και τα μικρόφωνα γράφουν. Σε λίγες μέρες ο Μπουτάρης εξελέγη δήμαρχος Θεσσαλονίκης και πολλοί είπαν τότε ότι η απειλή του Ανθιμου ίσως του έδωσε κρίσιμες ψήφους!

«Με το που εξελέγην, τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα: δέσποτα, ό,τι έγινε, έγινε, ας τα αφήσουμε στην άκρη, χωρίς να τα ξεχάσουμε. Είσαι ο θρησκευτικής ηγέτης της πόλης και είμαι ο πολιτικός, πρέπει να συνεργαστούμε, να δώσουμε το καλό παράδειγμα για το συμφέρον της Θεσσαλονίκης. Και έτσι έγινε.

»Είχαμε στη συνέχεια μια καλή συνεργασία, στα συσσίτια για τους φτωχούς, στη διανομή ρούχων σε απόρους, σε διάφορες εκδηλώσεις. Εγώ, πάλι, προσπαθούσα να μην τον ερεθίζω. Θυμάμαι ότι σε μια μεταξύ μας συζήτηση του είπα κάποια στιγμή: “Δέσποτα, αυτόν τον κακόμοιρο εθνικό μας ύμνο γιατί τον ψάλλεις κάθε φορά με το τέλος της λειτουργίας, τι σου φταίει και τον ταλαιπωρείς;”. Γυρίζει και μου λέει σε έντονο ύφος: “Και εσύ δεν κάνεις καλά που θέλεις να μας φέρεις εδώ τους Σκοπιανούς…”».

Κατά τον Γιάννη Μπουτάρη, ο Ανθιμος αφήνει πίσω του τον εθνικοπατριωτισμό και τον συντηρητισμό του. «Ηταν άνθρωπος αξιοπρεπής, δεν έκανε κακό σε κανέναν, δεν έπαιζε σε ίντριγκες», λέει και τονίζει ότι «μένει να δούμε τι πνεύμα θα κουβαλήσει ο καινούργιος στην πόλη μας».

Η αλήθεια είναι πως ο διάδοχός του θα βρεθεί ενώπιον προκλήσεων. Η σημερινή Θεσσαλονίκη δεν είναι η Θεσσαλονίκη της εποχής του Ανθιμου, ο οποίος διακόνησε, κατά κοινή παραδοχή με αγάπη, την τοπική Εκκλησία σε μια άλλη εποχή. Σφράγισε την παρουσία του στην ηγεσία της μητρόπολης με τις εξελίξεις στο μακεδονικό, τροφοδοτώντας από άμβωνος με φλογερά κηρύγματα υψηλού πατριωτισμού το λαϊκό αίσθημα και τοποθετώντας εαυτόν και την Εκκλησία στο πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης, πρακτική για την οποία επικρίθηκε.

Ο νέος μητροπολίτης δύσκολα θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, ακόμη κι αν έχει τέτοιες ροπές, μια και το μακεδονικό έχει «ξεφουσκώσει» και η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δείχνει να έχει αφήσει στην πολιτική τη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.

Ομως η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης εκκλησιαστικά παραμένει «μεγάλο καράβι», το οποίο τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια πλέει ακυβέρνητο, απόντος (για λόγους υγείας) του κυβερνήτη του από το πηδάλιο. Ο διάδοχος του Ανθιμου θα κληθεί να ποιμάνει σε μια πόλη που λόγω της ελκυστικότητάς της στις όμορες βαλκανικές κοινωνίες δέχεται αναπόφευκτα και τις επιρροές τους.

Θα θελήσει, πρωτίστως, να βάλει τάξη στα διοικητικά, να ενδυναμώσει τις συνεργασίες με τις τοπικές αρχές, με τον άλλο θεολογικό πυλώνα της πόλης, τη Θεολογική Σχολή, και το Αγιον Ορος.

Το ενδιαφέρον των εντρυφούντων περί τα εκκλησιαστικά εστιάζεται στο κατά πόσον ο νέος μητροπολίτης θα επιχειρήσει να θέσει κανόνες στον διάλογο και στις σχέσεις με τις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, που, απουσία «πυγμής» από πλευράς επίσημης Εκκλησίας, είχαν καταστεί, κάποιες εξ αυτών, ανεξέλεγκτες, «αλώνοντας» ενορίες και εκκλησιαστικές δομές και λειτουργώντας ως ψηφοθηρικοί μηχανισμοί, με εμφανές πια εκλογικό αποτύπωμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση