ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Για ενενήντα εννέα ημέρες αιχμάλωτος του «Αττίλα» - Στρατιώτης θυμάται, 50 χρόνια μετά

«Είχα γεμίσει με σάρκες, κρανία και αίματα». Είναι μία από τις εικόνες που περιγράφει στην «Κ» ο Αγγελος Βουγιούκας

Kathimerini.gr

Με εμφανή τα σημάδια στο σώμα του, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Βολιώτης Αγγελος Βουγιούκας, μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγωνιστών Κύπρου 1974, αφηγείται στην «Κ» τις κρίσιμες πρώτες ώρες της τουρκικής απόβασης στην Κύπρο, το χρονικό της αιχμαλωσίας του και τις 99 ημέρες που πέρασε στα χέρια των τουρκικών δυνάμεων. Μέσα από μια γλαφυρή απεικόνιση των γεγονότων που γεμίζουν βιβλίο, ο κ. Βουγιούκας περιγράφει τα βασανιστήρια από τους Τούρκους, τις συνθήκες κράτησης και τις εκτελέσεις των συμπολεμιστών του.

Τον Οκτώβριο του 1972 ο Αγγελος Βουγιούκας εισέρχεται στις τάξεις του πυροβολικού με την ειδικότητα «αρχηγός στοιχείου 105 χιλιοστών». Οπως μας περιγράφει, «μετά μια υπηρεσία κάποιων μηνών στο ελληνικό έδαφος, μετατέθηκα στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1974 και μεταφέρθηκα μαζί με τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ. Στη συνέχεια τοποθετήθηκα στην 182 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού με έδρα την περιοχή του Βοσπόρου, στον Αγιο Επίκτητο Κυρηνείας».

Οι πρώτοι νεκροί

«Ηταν γύρω στις 5.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου, χάραξε το πρώτο φως και διακρίναμε στη θάλασσα στρατιωτικά πλοία και ώσπου να σκεφτούμε τι γίνεται ήρθε η τουρκική αεροπορία και μας βομβάρδισε. Εριξε δύο βόμβες στο κέντρο του λόχου, το οποίο ήταν κενό, και εδόθη διαταγή να εκκενώσουμε τη Μοίρα. Πήγαμε εκτός στρατοπέδου και κάναμε κάλυψη και απόκρυψη, δηλαδή μπήκαμε κάτω από τα δέντρα και με κλαδιά κρύψαμε όλο το στρατιωτικό υλικό να μη φαίνεται. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν ξέραμε τις διαθέσεις του εχθρού.

»Πρέπει να αναφέρω ότι της ναυτικής τουρκικής πομπής προηγούνταν αντιτορπιλικά τα οποία κάθε λίγο κανονιοβολούσαν προς την ακτή. Ετσι περάσαμε ανάμεσα σε κανονιοβολισμούς εξερχόμενοι της Κερύνειας και προχωρώντας προς το Πέντε Μίλι. Ανεβήκαμε προς τον Πενταδάκτυλο, στη θέση Αγιος Παύλος, όπου και ταχθήκαμε. Ολη η διαδικασία κράτησε περίπου 3 ώρες, από τις 5.30 έως τις 9.

»Οταν φτάσαμε, προλάβαμε και τάξαμε τα πρώτα δύο πυροβόλα και ρίχναμε άνευ στοχευμένης κατεύθυνσης, διά γυμνού οφθαλμού, διότι δεν είχαμε συντεταγμένες, και από βολή σε βολή διορθώναμε τις συντεταγμένες. Ο χρόνος έτρεχε και οι Τούρκοι αποβιβάζονταν. Μόλις ξεκίνησε να τάσσεται το τρίτο πυροβόλο, το οποίο ήταν το δικό μου, ένα 25λιβρο πυροβόλο, ήρθε η τουρκική αεροπορία και χτύπησε τις θέσεις μας.

»Εκαιγαν τα πάντα δίπλα μας, όλα είχαν πάρει φωτιά! Στην αναζήτηση των απωλειών έτυχε μπροστά μου να είναι ένας Κύπριος στρατιώτης, πολυβολητής, και με το φορητό πολυβόλο “Μπρεν” προσπάθησε να αναχαιτίσει το αεροπλάνο και το αεροπλάνο τού έριξε πυρά με αποτέλεσμα να του αποκόψει το αριστερό χέρι, το οποίο κρεμόταν από ένα νεύρο, και να του αφαιρέσει το αριστερό αυτί. Ηταν σε οικτρά κατάσταση. Δίπλα μου βρισκόταν ο υποδιοικητής Γεώργιος Αντωνακόπουλος και του λέω: “Τι κάνουμε, κύριε διοικητά;”. “Νεκρός”, απαντάει, και την ώρα που πάμε να τον σημειώσουμε ότι είναι νεκρός, κινείται και φώναξε: “Βοήθεια, διψάω, φέρτε μου νερό”».



Η σύλληψη

«Εκείνη τη στιγμή υπήρχε μπροστά μας, στα δύο μέτρα, ένα πολιτικό αυτοκίνητο με ανοιχτές και τις τέσσερις πόρτες», εξηγεί ο κ. Βουγιούκας. «Τον τοποθέτησα στο πίσω κάθισμα, βλέπω τη μηχανή να δουλεύει και με έναν Κύπριο οπλίτη ξεκινάμε να πάμε στο νοσοκομείο. Σημειώσατε ότι ήμασταν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Τα ρούχα, τα κράνη και τις παλάσκες μας τα έχουμε ρίξει στο πάτωμα του αυτοκινήτου.

Μου έβαλαν τα γυαλιά στο στόμα και με ένα χτύπημα μου τα έσπασαν. Μου πήραν το παντελόνι, μου βγάλανε τα άρβυλα και με ανάγκασαν γυμνό και ξυπόλυτο να περπατήσω στο μονοπάτι και να κατέβω κάτω στην αμμουδιά.

»Με το που κατεβαίνουμε από το βουνό και φτάνοντας στο σημείο της απόβασης, αντικρίζω μπροστά μου στρατιωτική δύναμη, δεν τους ξεχωρίζω ότι είναι Τούρκοι. Βλέπω ένα ασθενοφόρο και λέω “πάω να αφήσω τον τραυματία και να γυρίσω πίσω”. Πλησιάζοντας το ασθενοφόρο βλέπω την “ερυθρά ημισέληνο” πάνω και τότε κατάλαβα ότι πλέον όλοι αυτοί που έβλεπα ήταν Τούρκοι, οπότε συνεχίζω να οδηγώ με ψυχραιμία.

»Κάποια στιγμή βγαίνει ένας Τούρκος λοχαγός, σηκώνει το χέρι και έρχεται και μου ζητάει συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Είχα βάλει “πρώτη” να φύγω και μου λέει από το τζάμι στα αγγλικά “πού πηγαίνεις;”, του απαντώ “στο νοσοκομείο”, “για ποιο λόγο;” μου λέει, και σκύβει και βλέπει πίσω τον τραυματία, ένστολο, μέσα στα αίματα, κομμάτια, και εμάς τους δύο με τις στρατιωτικές φόρμες και μπροστά στα πόδια μας τα όπλα, τα κράνη, και λέει “ασκέρ” (στρατιώτης)!

»Μας βγάζουν έξω, τραβάνε τον τραυματία από το πίσω κάθισμα, τον ρίχνουν κάτω και πρέπει να τον εκτέλεσαν στο σημείο. Με το που βγαίνουμε από το αυτοκίνητο μου έβαλαν τα γυαλιά στο στόμα και με ένα χτύπημα μου τα έσπασαν. Μου πήραν το παντελόνι, μου βγάλανε τα άρβυλα, με άφησαν με τα εσώρουχα και με ανάγκασαν γυμνό και ξυπόλυτο να περπατήσω στο μονοπάτι και να κατέβω κάτω στην αμμουδιά.

»Μπροστά εγώ, πίσω ο συνοδηγός μου, κατεβήκαμε στην αμμουδιά. Μας τοποθέτησαν μέσα σε κάτι καμπίνες ανά δυάδες, ήταν τα αποδυτήρια της πλαζ και είχε μετατραπεί σαν χώρος κράτησης αιχμαλώτων. Μας είχαν δεμένους πισθάγκωνα και με τα μάτια δεμένα. Είχαν αφαιρέσει τις πόρτες για να μας βλέπουν και το βράδυ σε συνεννόηση οι Κύπριοι μεταξύ τους έκαναν απόπειρα να αποδράσουν. Αυτός που ήταν μαζί μου στην καμπίνα με έπεισε και με τα δόντια τον έλυσα και με έλυσε αντίστοιχα. Ομως, σταμάτησα και δεν συνέχισα μαζί τους. Επέστρεψα στην καμπίνα και λίγο πιο πέρα τους εντόπισαν και τους πυροβόλησαν.

»Από εκεί μας πήγαν σε κάτι παρακείμενες οικίες και μας πέταξαν 17 άτομα μέσα σε ένα αποθηκάκι. Οι μισοί καθόμασταν οκλαδόν, καθισμένοι στους τοίχους, και οι άλλοι μισοί ήταν όρθιοι στο κέντρο. Οσο περνούσαν οι ώρες, η θερμοκρασία ανέβαινε και λόγω του ελενίτ η αποθήκη ήταν σαν θερμοκήπιο. Κοντεύαμε να σκάσουμε από τη ζέστη και φωνάζαμε “διψάμε, νερό, νερό”. Ανοιξαν μια στιγμή, φέρανε έναν κουβά νερό και τον πέταξαν πάνω μας.

»Κάθε πέντε λεπτά πηγαίναμε στην πόρτα που υπήρχε μια χαραμάδα για να πάρουμε αέρα. Είχε φτάσει η σειρά μου. Δεξιά μου ήταν ένας Κύπριος ονόματι Μελής. Του λέω “Μελή, σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο, είναι η σειρά μου” και μου απαντάει “δεν μπορώ, κουμπάρε, θα λιποθυμήσω”, και έτσι όπως ήμουν απελπισμένος και εξαντλημένος, έσκυψα το κεφάλι μου και εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι απέξω είχαν βάλει ένα οπλοπολυβόλο, πάτησαν τη σκανδάλη και οι σφαίρες πήραν τον Μελή και τον αποκεφάλισαν. Αριστερά μου ήταν ο συνοδηγός μου, ο Σπάος Κωνσταντίνος. Εφαγε σφαίρα και του έφυγε η σιαγόνα.

»Είδα λοιπόν δύο κορμιά, ένα ακέφαλο του Μελή και ένα χωρίς κάτω σιαγόνα. Αμέσως φέρανε τρία φορεία και κουβέρτες για να μαζέψουν τα πτώματα. Hταν τρία πτώματα. Εγώ είχα γεμίσει με σάρκες, κρανία και αίματα και όπως ήμουν κάτω με μέτρησαν και μένα πυροβολημένο, αλλά μετά από λίγο κατάλαβαν πως δεν ήμουν. Hρθε έπειτα ένα φορτηγό οικοδομικών υλικών και μας πήγαν σε ένα χωριό έξω από την Αγύρτα σε ένα μαντρί.

»Το μαντρί ήταν γεμάτο κοπριές, ενώ τα κάγκελα τα είχαν τυλίξει με κοτετσόσυρμα και αγκαθωτό σύρμα. Το βράδυ εκείνης της μέρας έφεραν 150 αιχμαλώτους από τη μονάδα της 181 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού του Καλμπουρτζή. Αυτούς τους έφεραν ξυπόλυτους από μια απόσταση 14 χιλιομέτρων δεμένους ανά τριάδες με καλάμια. Από εκεί μας πήγαν στον αστυνομικό σταθμό της Αγύρτας για ανάκριση. Εγώ μέχρι τότε έλεγα ψεύτικο όνομα για να μην καταλάβουν πως είμαι Ελληνας. Με καλούν για ανάκριση, τους απαντώ, και με κατεβάζουν κάτω.

»Ημασταν τέσσερα άτομα ξαπλωμένοι στην αυλή και τέσσερις Τούρκοι να μας φυλάνε. Ο ένας πρέπει να ήταν υπαξιωματικός και μιλώντας σπαστά ελληνικά μας λέει “είναι εδώ πέρα μαζί σας κάποιο κομάντο; Γκιαούρ (άπιστος);”. Δεν μιλάει κανένας. “Ποιος είναι κομάντο;”. Βγάζει ένα κομμάτι ψωμί και ένα παγούρι νερό. Και πετάγεται ένας Ελληνοκύπριος ένστολος που με είχε καταλάβει και λέει “αυτός!” δείχνοντάς με. Σηκώνεται να πάρει το ψωμί και το νερό και του τραβάει μια κλωτσιά ο Τουρκοκύπριος και σηκώνει το όπλο με την ξιφολόγχη και έρχεται κατευθείαν πάνω μου. Σηκώνω το πόδι και με καρφώνει. Ηθελε να με σκοτώσει και τότε μου λέει ο άλλος Τούρκος στα ελληνικά “είδες ποιους ήρθες να σώσεις; Αυτοί είναι οι Κύπριοι”.

»Ζητώ επανάληψη ακρόασης με τον διοικητή. Με ανεβάζουν στη σκάλα, μπαίνω μέσα και ο διοικητής τους ήταν όρθιος και του λέω “Αν και ασκεπής, χαιρετώ στρατιωτικά και αναφέρομαι λοχίας Βουγιούκας Αγγελος του Ιωάννη από τον Βόλο Μαγνησίας Ελλάδος, αρχηγός στοιχείο 105 χιλιοστών πυροβολικού. Αριθμός στρατιωτικού μητρώου 146/132474/73. Αυτά έχω να πω και τίποτε άλλο. Περιμένω εντολές”. Σηκώνεται από το γραφείο του, φοράει το σακάκι και το πηλήκιό του και με χαιρετάει. Αφού τελείωσε η ανάκριση και πέρασαν μερικές μέρες, μας πήραν γύρω στις 28-30 Ιουλίου για να μας πάνε στην Τουρκία».

Η μεταφορά

«Ημασταν δεμένοι και με τα μάτια κλειστά», εξιστορεί ο κ. Βουγιούκας. «Μας πήραν δύο Τούρκοι και μας έβαλαν μέσα σε μια “παντόφλα” με κατεύθυνση ένα τουρκικό οχηματαγωγό που βρισκόταν στα ανοικτά. Εκλεισε η μπουκαπόρτα και ήμασταν μέσα στο γκαράζ 500-600 άτομα. Ημασταν οι πρώτοι που περάσαμε απέναντι. Μας αποβίβασαν στη Μερσίνα και μας φόρτωσαν σε οχήματα REO με κατεύθυνση τις φυλακές των Αδάνων. Καθ’ οδόν για τις φυλακές δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, περνούσαμε μέσα από χωριά και οι κάτοικοι μας πετούσαν πέτρες. Μπαίνοντας στις φυλακές, μας χώρισαν σε θαλάμους. Εκεί έπεσε πολύ ξύλο. Εφαγα κλωτσιές και μπουνιές, αλλά ήμουν από τους “τυχερούς” γιατί άλλοι φάγανε πολύ περισσότερο.

»Προτού μπούμε στους θαλάμους, μας έδωσαν να φάμε και να πιούμε. Εγώ ήμουν με ένα ματωμένο σλιπάκι, ο πισινός μου ήταν μέσα στις πληγές. Δεν μπορούσα να καθίσω, μόνο να ξαπλώσω μπρούμυτα και να γονατίσω. Στην αυλή μάς έδωσαν να φάμε μέσα από έναν μεγάλο κουβά ο οποίος είχε μέσα φασόλια, ρεβίθια, φακές και πιπεριές, όλα μαζί ανακατεμένα. Για να συνεννοούμαστε με τους Τούρκους φέρανε κάποιους που μιλούσαν ελληνικά. Αυτοί ήταν ποντιακής προελεύσεως και τους αξιοποιούσαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συνταγματάρχης που με ανέκρινε ήξερε άψογα ελληνικά, είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και είχε σπουδάσει Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο».

«Τώρα, για να αντιληφθείτε τις συνθήκες», προσθέτει ο κ. Βουγιούκας, «εμείς δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμη τι θα πει τουρκική τουαλέτα και λέμε “χαρτί;” και μας απάντησαν “με τη χέρα σας. Θα ανοίγετε τη βρυσούλα και μετά με τη χέρα σας”. Μας πήγανε στους θαλάμους και μετά, παραμονές της Παναγίας, ακούσαμε την απογείωση των αεροσκαφών. Κοντά στα Αδανα είναι το μεγάλο αεροδρόμιο από το οποίο ξεκίνησαν τα αεροπλάνα και βομβάρδισαν την Κύπρο (“Αττίλας ΙΙ”) και έρχονταν μέσα οι Τούρκοι και μας έλεγαν “Τώρα θα την πάρουμε όλη την Κύπρο”».

Από το «παζάρι» της ανταλλαγής μέχρι την απελευθέρωση

«Γύρω στις 18-19 Αυγούστου μας φόρτωσαν στα τρένα με κατεύθυνση την Αμάσεια. Γύρω στα 100 χιλιόμετρα πριν από την Αμάσεια οι ντόπιοι αποπειράθηκαν να σαμποτάρουν και να εκτροχιάσουν το τρένο. Ηθελαν να μας σφάξουν. Ξέρανε ότι το τρένο μεταφέρει “γκιαούρηδες” αιχμαλώτους (άπιστοι) και αφαίρεσαν κομμάτι της σιδηροδρομικής γραμμής, με αποτέλεσμα να φύγουν τα πρώτα βαγόνια και να σταματήσει το τρένο. Ηρθε η αστυνομία και τους απομάκρυνε. Από εκεί μας έβαλαν σε λεωφορεία και με συνοδεία στρατού μάς πήγαν στην Αμάσεια, όπου φτάσαμε νύχτα».

» Γύρω στις 20 Οκτωβρίου άρχισαν να έρχονται τα πρώτα μηνύματα απελευθέρωσης. Θυμάμαι μας μάζευαν κάθε δεύτερη μέρα, μας έκαναν μπάνιο, μας κούρεψαν, μας ξύρισαν, μας δώσανε ρούχα, ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια και πράγματι μια πρωία, γύρω στις 24 Οκτωβρίου, μας έβαλαν σε πολιτικά πούλμαν και μας μετέφεραν στον σταθμό. Από εκεί με τρένα μας κατέβασαν στη Μερσίνα και με οχηματαγωγά μας πήγαν στην Κύπρο. Στην Κύπρο μάς μετέφεραν στη Λευκωσία στο γκαράζ “Παυλίδη”.

»Στο σημείο ήρθε ένας ψηλός ένστολος, με ελβετική σημαία πάνω του και βρίσκει ένα καφάσι, ανεβαίνει πάνω και αρχίζει να φωνάζει 9 ονόματα. Φωνάζει και το δικό μου. Μας αρπάζει και ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου μετακινηθήκαμε μέσα στο πλήθος. Στην αυλή ήταν ένα Volkswagen Mini Bus, μας βάζει μέσα, κλείνει τις πόρτες και φτάνουμε στο πέρασμα του Λήδρα Πάλας. Εκεί άρχισε το παζάρι. Είχε έρθει απέναντι ένα άλλο “μίνι μπας” και εν τέλει 9 Ελλαδίτες ανταλλάχτηκαν με 23 Τούρκους.

»Στις 26 Οκτωβρίου απελευθερώθηκα από τους Τούρκους και μετά από μια ταλαιπωρία 20 ημερών πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα το βράδυ των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου».

Πενήντα χρόνια μετά την τραγωδία ο κ. Βουγιούκας δηλώνει απογοητευμένος. «Ηταν προδοσία», σχολιάζει, «και πέτρες να τους πετούσαμε είχαμε το πλεονέκτημα. Ημασταν στην ξηρά και ήταν στη θάλασσα».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση