Γράφει ο Απόστολος Λακασάς
Φημισμένο το «δαιμόνιο» του Eλληνα! Αποτελεί την αναγνωρίσιμη «ψυχή» της ελληνικής επιχειρηματικότητας είτε πρόκειται για τη ναυτιλία, είτε για το ομογενειακό τραπεζικό κεφάλαιο, είτε για την εμπορική διασπορά και τα δίκτυά της: από τον Βαρβάκη και τον Συγγρό έως τον Ωνάση και τον κάθε επιτυχημένο εστιάτορα στην Aστόρια της Νέας Υόρκης. Από την αυγή των νεότερων χρόνων έως σήμερα, το «ελληνικό δαιμόνιο» έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Η συχνή επίκλησή του κατά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 και την εποχή της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, οι όψεις του «ελληνικού δαιμονίου» στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή κουλτούρα, οι δαιμόνιοι Eλληνες και οι φτωχοδιάβολοι στον ελληνικό κινηματογράφο είναι ορισμένες από τις πτυχές που αναδεικνύει έρευνα ομάδας 18 καθηγητών και ειδικών ερευνητών της Ελλάδας και του εξωτερικού, που μελέτησαν τη συγκρότηση και την ιστορικοποίηση του στερεοτύπου «ελληνικό δαιμόνιο», στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου με τίτλο «Eνα δαιμόνιο για κάθε εποχή: Κατασκευή και πρόσληψη του ελληνικού δαιμονίου στη νεότερη Ελλάδα», το οποίο υποστηρίχθηκε από το Ελληνικό Iδρυμα Eρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).
Oπως ανέφερε στην «Κ» ο καθηγητής Ιστορίας Νεότερων Χρόνων στο ΑΠΘ και επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού έργου Βασίλης Κ. Γούναρης, ο δαιμόνιος επιχειρηματίας δεν ήταν μόνον μια ευρωπαϊκή πρόσληψη (ρωμαϊκής προέλευσης) του εξ Ανατολών επιδέξιου, αδίστακτου και ψευδολόγου μεταπράτη που επικρατεί με βασικό όπλο τις γλωσσικές του δεξιότητες. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο –ή, σωστότερα, η επιδέξια επιχειρηματικότητα– ήταν προϋπόθεση της ελληνικής εθνικής «αφύπνισης», τρόπος υπέρβασης των τοπικιστικών στερεοτύπων και τρόπος συγκρότησης του όλου έθνους. Η οικονομική επιτυχία μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας ήταν προαπαιτούμενα για την προαγωγή της ελληνικής εκπαίδευσης και συνείδησης· ή, αντιστρόφως, η οικονομική επιτυχία ήταν απόδειξη του δαιμονίου που διέθετε κάθε Ελληνας. Αρα ήταν απόδειξη και της δοξασμένης αρχαιοελληνικής καταγωγής τους, σημαντικό ιδεολογικό ζητούμενο ολόκληρο τον 19ο αιώνα.
Ομως το πρότυπο αυτό, του φιλελεύθερου και προικισμένου για εμπόριο έθνους που αναζητούσε το κέρδος, δεν απεικόνιζε την ελλαδική πραγματικότητα. Είχε εκπορευθεί από τη διασπορά και εκεί ανάγονταν όλα τα σημαντικά μεγαλοαστικά πρότυπα και οι φορείς του. Η ιδέα της ελληνικής επιχειρηματικής διάνοιας, για να λειτουργήσει, όφειλε όχι μόνον να διαδοθεί και να εμπνεύσει, αλλά και να προσαρμοστεί. Επρεπε να αποδοθεί σε ένα δαιμόνιο πνεύμα που δεν ήταν πονηρό, αλλά ενσωμάτωνε όλες τις καλές πρακτικές του έντιμου χριστιανού εμπόρου. Επρεπε οι φιλάνθρωποι κοσμοπολίτες ευεργέτες να γίνουν «εθνικοί ευεργέτες», παράγοντες κοινωνικής συνοχής και υποδείγματα αλληλεγγύης. Αυτή η προσαρμογή ήταν ο ρόλος των βιογράφων και των συγγραφέων εκπαιδευτικών εγχειριδίων μετά τα μέσα του 19ου αιώνα: να πολιτογραφήσουν το ελληνικό δαιμόνιο, να το θέσουν στον πυρήνα του αναγνωρίσιμου εθνικού χαρακτήρα.
«Νομίζω πως η σημαντικότερη συνέπεια της πολιτογράφησης της έννοιας στην ελληνική κοινή γνώμη ήταν η αντίληψη ότι η ύπαρξη του ελληνικού δαιμονίου δεν συναρτάται μόνον με την οικονομική επιτυχία, αλλά με την περιπέτεια γενικώς, με το ταξίδι για την επίτευξη στόχων, των οικονομικών συμπεριλαμβανομένων, που μπορεί να μείνουν ακατόρθωτοι ή να μην είναι πάντοτε σύννομοι. Αυτό ήταν κυρίως το έργο γενεών λογοτεχνών –κυρίως του Γιώργου Θεοτοκά– και αργότερα των κινηματογραφικών παραγωγών και των διαφημιστών, που ασχολήθηκαν, πρόβαλλαν το δράμα των “δαιμονισμένων”, εξιδανίκευσαν τα οικονομικά επιτεύγματα των φτωχοδιαβόλων και, από την άλλη, δαιμονοποίησαν τον εύκολο πλουτισμό. Συνέδεσαν εντέλει, μέσω του Οδυσσέα, του κατεξοχήν δαιμόνιου προγόνου, και αυτόν τον αποτυχημένο ή απογοητευμένο Ελληνα με τους προγόνους του. Συνέδεσαν επίσης με την πατρίδα τους γενεές μεταναστών που δεν έγιναν ποτέ πλούσιοι σαν τον Ωνάση, αλλά πάλεψαν τη ζωή σαν τον Ζορμπά. Η προσαρμογή λοιπόν του δαιμονίου στην ελληνική πραγματικότητα ήταν επιτυχής, στο μέτρο που έπαυσε να προσλαμβάνεται ως εφόδιο ανέλιξης και κριτήριο υπεροχής και εξέπεσε σε αποδεκτό σχήμα ειρωνείας και αυτοσαρκασμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε από μηχανής θεό που θα σώσει την Ελλάδα στα δύσκολα· σ’ έναν προσφιλέστατο λυτρωτικό μύθο για μια χώρα μάλλον περιορισμένων οριζόντων και πόρων, που αγωνιζόταν να ξεφύγει από τους κακούς δαίμονες της υπανάπτυξης. Αν το “δαιμόνιο” είναι “ελληνικό χαρακτηριστικό”, τότε όλοι οι Ελληνες μπορούν να διεκδικήσουν έναν ανώτερο προορισμό και μια ελπίδα επιτυχίας· κι αν η επιτυχία είναι αδύνατη, τότε, έστω, την ελπίδα της επιβίωσης και την αίσθηση της υπεροχής απέναντι στους “κουτόφραγκους” και στα “αμερικανάκια”».