ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πάσχα 2022, γιορτάζοντας την «ελευθερία»

Παρέες, φιλιά, αγκαλιές – Ανθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών εξομολογούνται όσα τους έλειψαν τα τελευταία δύο χρόνια

Kathimerini.gr

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ο πυρήνας της οικογενειακής ιστορίας

Οπου κι αν βρισκόμουν στον κόσμο, κάθε Πάσχα γύριζα στο σπίτι. Ή έπαιρνα το Πάσχα μαζί μου στην Υδρα, στην Ανάφη, ή πολύ πιο μακριά, σε μια αυλή στην Αστόρια, θυμάμαι, μια άλλη στο Σικάγο, με τους Αμερικανούς γείτονες να φρίττουν με το θέαμα του σουβλιστού αρνιού. Ο παππούς μου έσκαβε τον λάκκο παλιά, τον θυμάμαι σκυφτό και ηλιοκαμένο στο κτήμα του Αμαρουσίου με την τσάπα και το φτυάρι και τον ιδρώτα να στάζει από τις φαβορίτες. Οι αμυγδαλιές, οι παπαρούνες, οι πασχαλιές στην πιο φλύαρη στιγμή τους.

Δεν μου αρέσει η νοσταλγία, τη θεωρώ σημάδι γήρατος. Δεν θα ήθελα να με πάρει ένας άνεμος και να με απιθώσει δίπλα σ’ εκείνη τη σούβλα ή στον Ασημακόπουλο για τσουρέκι πλεξούδα με αυγό. Ομως αυτή η συγκεκριμένη γιορτή, πιο πολύ παγανιστική, παρά χριστιανική κατά τη γνώμη μου, είναι ο βαθύς πυρήνας της οικογενειακής μου ιστορίας. Χάρη στη μεγάλη μας επιθυμία και εφευρετικότητα –της ευρύτερης οικογένειας πρόπερσι και των καλών μας φίλων πέρυσι– στήσαμε πτυσσόμενα τραπέζια, ανά τρεις ή τέσσερις. Ψήσαμε, δεν σουβλίσαμε. Τσουγκρίσαμε τα αυγά μας. Το φάντασμα του πατέρα μου εμφανίστηκε όπως κάθε χρόνο και έψαλε στην Αγία Αικατερίνη, μια εκκλησία που δεν έχω επισκεφτεί από τότε που πέθανε, αλλά η οποία λειτουργεί ακόμη στο μυαλό μου. Η σιωπή έδινε στο κελάηδημα των αηδονιών την ποιότητα που η μεγάλη μας ποιήτρια ονόμαζε «ασεβή ευθυμία πουλιών».

Δεν μου έλειψε κάτι ακραιφνώς πασχαλινό. Η ζωή μού έλειψε, έτσι όπως τη ζούσαμε, όταν τη θεωρούσαμε ασφαλή και δεδομένη. Το Πάσχα, επειδή ακριβώς ευαγγελίζεται μια επίμονη ζωή, είναι σαν μια γερή τσιμπιά στο χέρι: τσιμπιόμαστε για να δούμε αν υπάρχουμε. Ή για να παραφράσω τον Ρέιμοντ Κάρβερ, για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για τη ζωή; Ε, λοιπόν, μιλάμε για το άγγιγμα και τις μυρωδιές και το γλυκό μεθύσι πάνω στο πατημένο χαμομήλι. Μιλάμε κυρίως για μια ταυτολογία που η φύση μάς υπενθυμίζει με την παραφορά της αυτές τις μέρες: ζωή είναι η κατάφαση στη ζωή.

Η κ. Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Μπαρόκ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ
Να θέλω να φιλήσω, αλλά τι; ΚΝ 95;

Το ομολογώ και γελάω τώρα: τόσο γελοία (δύο) Πάσχα δεν έχω ξανακάνει κι εύχομαι να μην τα ξαναζήσω. Ειδικά το πρώτο, το πριν από τα εμβόλια, τότε που βλέπαμε στην τηλεόραση τους νεκρούς να στοιβάζονται στα ιταλικά φορτηγά κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, το ξαναπαίζω καρέ καρέ στο κεφάλι μου και γελάω. Με βλέπω να βγαίνω από το σπίτι μου ύπουλα σαν τον πράκτορα 000, να το κόβω με τα πόδια για το σπίτι της αδελφής μου για τον υγιεινό εορτασμό (όχι αρνί, μη μας εντοπίσει κανένα ελικόπτερο στη βεράντα και αρχίσει να μας μετράει) και να υπολογίζω νοερά τα χιλιόμετρα μη βγουν πολλά και πέσω σε απαγορευμένη ζώνη. Να φτάνω μετά, να μπαίνω στο ασανσέρ και να βγαίνω σε μια βεράντα γεμάτη μασκοφόρους λες και ήμασταν reunion παλιών συμμαθητών του Ζορό. Να θέλω να φιλήσω, αλλά τι να φιλήσω; ΚΝ 95; Να θέλω να τσουγκρίσω αυγό, αλλά να φοβάμαι να πλησιάσω σε απόσταση πρόσκρουσης μην και σπάσει το φράγμα του ανοσοποιητικού μου και μου επιτεθεί ο ύπουλος ιός. Τι να σας λέω τώρα… Ηταν να μην μπούμε στην παράνοια και να μην αρχίσουμε να πλένουμε τις ντομάτες με οινόπνευμα, μετά εύκολα σε παίρνει η κατηφόρα η μεγάλη.

Τέλος πάντων, τέλος καλό όλα καλά, που λέει και ο Σαίξπηρ. Τώρα –έπειτα από τρία εμβόλια και μια πρόσφατη νόσηση χωρίς συμπτώματα– αφήνουμε το παρελθόν πίσω μας και ετοιμάζουμε σακίδια για τα φαράγγια της Ιορδανίας. Ναι, μάλιστα με παρέα, επιτρέπεται. Ετοιμοι να τα σπάσουμε – κι αυτό επιτρέπεται. Και το φιλί της αγάπης επιτρέπεται. Αυτό που δεν επιτρέπεται με τίποτα είναι να εξοκείλει το αεροπλάνο μας και να κάνει αναγκαστική προσγείωση στη Σαγκάη!

Η κ. Λένα Διβάνη είναι καθηγήτρια της Νομικής Αθηνών και συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Ονειρεύτηκα τη Διδώ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΙΝΙΟΣΟΓΛΟΥ
Μου λείπει το λειψό εκείνο Πάσχα

Μου λείπει το Πάσχα εκείνο που δεν ήταν Πάσχα. Για μια φορά αραίωσαν οι πανίσχυρες ομάδες των συγγενών και των πιστών, μισοδιαλύθηκαν. Θυμάμαι την αμηχανία τους. Οι εκκλησίες και οι ξενώνες πολυτελείας τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Οι εκδρομές ματαιώθηκαν. Στα οικογενειακά φαγοπότια μια ανησυχία μετρίαζε τη χυδαιότητα της ακατάσχετης κρεατοφαγίας. Μου λείπει το εμποδισμένο εκείνο Πάσχα! Ηταν εξαιρετικό: μια κατάσταση εξαίρεσης που ‘χε τη δική της έκτακτη ποιότητα, αυτήν που εκμαιεύει ο φόβος. Νιώθω παράξενα που μου λείπει το λειψό εκείνο Πάσχα. Και αναρωτιέμαι γιατί το νοσταλγώ σήμερα, που όλα μοιάζουν να ‘χουν αποκατασταθεί;

Γιορτές σαν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, την Καθαρά Δευτέρα και τα νεοελληνικά τριήμερα, είναι γιορτές της πλειοψηφίας. Ηθη, έθιμα και τελετές απ’ το παρελθόν μπορεί να ‘χουν απολέσει τους συμβολισμούς και τη σημασία που λέγεται πως έφεραν κάποτε, όμως ποτέ δεν έχασαν τη μαζικότητά τους. Εκείνο, λοιπόν, το Πάσχα της πανδημίας η πλειονότητα βρέθηκε για πρώτη φορά σε θέση ανημπόριας. Δυνάμεις ισχυρότερες την εμπόδιζαν να διαχειριστεί τον εποχικό χρόνο και χώρο κατά τα ειωθότα: Οχι, δεν θα γιόρταζε ο Ελληνας το Πάσχα του όπως το θέλει! Και το Πάσχα του, εδώ που τα λέμε, πόση σχέση έχει με το πνευματικό περιεχόμενο που του αποδίδουν; Ανέκαθεν οι μαζώξεις των πασχαλινών εορτών μού φαίνονταν αταίριαστες με τη μοναξιά του Χριστού, αν δεν την υπονομεύουν κιόλας. Οσο πιο κοσμικά και οικεία γίνονται τα μυστήρια και τα σύμβολα, οι αλληγορίες και οι εικόνες, τόσο ατονεί η ικανότητά τους να μας ξαφνιάζουν. Τι με ξαφνιάζει ακόμη; Η άβυσσος, όπου μπορεί να φτάσει η μοναξιά ενός προσώπου· κι όχι η πανηγυρική ανάσταση και δικαίωσή του, λες και μόνον η άβυσσος είναι πραγματική, ενώ η ανάσταση ένα αμφίβολο συμπλήρωμα που δεν πείθει αληθινά (πολύ θα ‘θελα βέβαια να πειστώ). Σε κάθε περίπτωση, το Πάσχα εκείνο που δεν ήταν Πάσχα έμοιαζε να φτάνει βαθύτερα απ’ όλα τα προηγούμενα και πιθανόν απ’ τα επόμενα, επειδή ακριβώς ήταν ένα Πάσχα χωρίς κόσμο κι εκκλησία. Συχνά, όταν εμποδίζεις κάτι να συμβεί, ενισχύεις την υπόστασή του. Η τελετή που δεν λαμβάνει χώρα καθίσταται μ’ έναν τρόπο παρούσα, πάντως πιο παρούσα από μια εκχυδαϊσμένη εκδοχή της.

Θυμάμαι που με εκλεκτούς συμφοιτητές είχαμε περάσει τρεις ή τέσσερις Μεγάλες Παρασκευές κατασπαράσσοντας κρέατα. Θέλαμε να πάμε ενάντια στο ρεύμα και είχαμε επιλέξει, μεταξύ άλλων, την οδό της βλασφημίας. Ομολογουμένως, το κότσι εκείνο της Μεγάλης Παρασκευής είχε ιδιαίτερη γεύση. Δεν γνωρίζαμε, τότε, ότι ο βλάσφημος διασταυρώνεται συχνά με τον πιστό, πως γίνονται και συνοδοιπόροι γιατί βαδίζουν τον ίδιο δρόμο των συμβόλων. Ακόμη και η βλασφημία είναι κάποτε πιο χριστιανική από την υποκριτική κατάνυξη των δύο ωρών. Εννοώ τους ανθρώπους που συχνάζουν στις εκκλησίες τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο, ενώ στην καθημερινή ζωή δηλώνουν παντελώς αναρμόδιοι για τους ανθρώπους γύρω τους, δουλειά τους είναι κυρίως να περνούν καλά. Με πόσο βολικό τρόπο γίνεται η ψυχή του άλλου μια υπόθεση επαγγελματική, κάτι που αναθέτουμε στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας… Εμείς δεν φέρουμε ευθύνη! Στις εκκλησίες, αυτή η νοοτροπία της εγωιστικής βολής συνυπάρχει για λίγες ώρες με ό,τι απομένει από αλλοτινά μυστήρια που στον καιρό τους δεν υπήρξαν διόλου βολικά. Καθετί που μας ζητεί ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας εξημερώνεται εντέλει, ώστε τα πάντα συνυπάρχουν σ’ ένα χλιαρό μάγμα για λόγους κοινωνικούς. Αντιθέτως, το Πάσχα της πανδημίας είχε χαρακτήρα. Σε ωθούσε να παρακάμψεις τη ρουτίνα των εορτών και να κινηθείς ενστικτωδώς προς μια αρχή που ‘χει λησμονηθεί.

Ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου είναι ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο καρπός της ασθενείας μου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΑΚΗΣ
Τελικά, θέλω να είμαι ένα μικρό παιδί

Είναι Μεγάλη Τετάρτη, απόγευμα, κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού περιμένοντας την ανάστασή μου. Είμαι γαλήνιος, σίγουρος για όσα θα ακολουθήσουν, απέχω μόνο λίγες ημέρες από την επανεκκίνηση μιας ολοένα επαναλαμβανόμενης ζωής, ενός ζωικού κύκλου που μου εξασφαλίζει την αθανασία. Εχω μια ισχυρή επιθυμία να είμαι μόνος μπροστά σε αυτό το μεγάλο επερχόμενο γεγονός, επιτρέπω μόνο σε δύο πλάσματα που λατρεύω, τις δύο γάτες μου, να είναι παρούσες στο μεταφυσικό αυτό μυστήριο της επιστροφής μου στον κόσμο των ζωντανών. Οι μέρες περνούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα προσωπικής, υπαρξιακής κατάνυξης, όσο πλησιάζει εκείνη η ώρα βουτάω όλο και βαθύτερα στο μυστήριο. Και με αυτή την έλλειψη αίσθησης του πραγματικού χρόνου, έρχεται η πολυπόθητη στιγμή της ανάστασης. Σηκώνομαι με αργές κινήσεις απ’ τη θέση μου, είμαι έτοιμος.

Ωστόσο, καθώς βρίσκομαι σε εκείνο το σημείο, στο μέσον ενός παραληρηματικού οράματος, έντρομος συνειδητοποιώ ότι υπάρχει κάτι που έχω παρακάμψει. Η σταύρωση! Κάτι δεν έχω κάνει σωστά ή μάλλον πολλά. Και η πρώτη αντίδραση ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει ξαφνικά ότι δεν μπορεί να λυτρωθεί είναι να ανοίξει την πόρτα και να τρέξει όσο πιο μακριά μπορεί, όμως όταν φτάνω ώς εκεί, βλέπω ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη, είμαι εγκλωβισμένος, είμαι περιορισμένος σε μια ασαφή συνθήκη. Θα υπακούσω και θα παραμείνω μέσα, δεν έχω άλλωστε συμπτώματα, θα δαγκώσω τα χείλη μου και θα κάνω υπομονή, είμαι ασκημένος να επιδεικνύω μια αξιοζήλευτη ευελιξία, μπορώ άλλωστε να τρέχω μέσα στο σαλόνι, γύρω απ’ τα έπιπλα, μπορεί κανείς να επινοήσει μια ζωή όταν δεν έχει μια καλύτερη.

Μα και πάλι, εκεί που έχω την ψευδαίσθηση ότι έχω αποκτήσει πλέον μια ροή, που έχω την υποψία ότι αργά ή γρήγορα θα αναστηθώ, ακούω έναν ανατριχιαστικό συριστικό θόρυβο να απειλεί την ησυχία της νύχτας. Ο θόρυβος γιγαντώνεται, πολλαπλασιάζεται, γεννάει τρόμο και απελπισία, ώσπου ο τοίχος καταρρέει, το σπίτι δέχεται επίθεση, ακούω σειρήνες, αδιάκοπα, ακόμη και όταν πλέον είμαι θαμμένος κάτω από έναν ασχημάτιστο σωρό, το τσιμέντο τρυπάει το σώμα και τον εγκέφαλό μου. Μα είναι Πάσχα, δε θα έπρεπε να είμαι εδώ, τι δουλειά έχω στον μέσον αυτής της καταστροφής, θέλω να είμαι ένα μικρό παιδί που περιμένει το καλοκαίρι, ένα λουλούδι που περιμένει να ανθίσει, μα αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, δεν είναι τελικά και τόσο παράξενο, όταν μπλέκεις με ανθρώπους όλα είναι πιθανά, γιατί οι άνθρωποι έχουν αδύναμη μνήμη, περιμένουν μόνο το θαύμα, χωρίς να το πιστέψουν, ελπίζουν στην καλή τους τύχη χωρίς να την προκαλέσουν, προσδοκούν την Ανάσταση, χωρίς να σταυρωθούν.

Ο κ. Δημήτρης Σωτάκης είναι συγγραφέας. Το νέο του βιβλίο με τίτλο «Μισή καρδιά» κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Κέδρος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Να βρεθώ με ανθρώπους αγαπημένους

Το Πάσχα μού δημιουργούσε από παιδί πολύ ανάμεικτα συναισθήματα, από τη μία ευφορία, αφού μου έδινε την ευκαιρία να βρεθώ με ανθρώπους αγαπημένους, από την άλλη, πάντα μια μελαγχολία, μη με ρωτήσετε γιατί, ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση. Η πανδημία άλλαξε, αναγκαστικά, τις πασχαλινές μου συνήθειες, έμεινα στην Αθήνα τα προηγούμενα δύο χρόνια, περνώντας τις γιορτινές ημέρες αρκετά μοναχικά, με κάποιες λίγες συναντήσεις με φίλους, κι αυτές με μεγάλη επιφύλαξη και φόβο μην κολλήσω τον περίφημο κορωνοϊό.

Φέτος που τα πράγματα έχουν κάπως βελτιωθεί, θα μπορούσα να πάω στη γενέτειρά μου, στη Θεσσαλονίκη, να πάω να γιορτάσω με την οικογένειά μου και τους συμπατριώτες φίλους μου, όμως οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις δεν το επιτρέπουν. Και μου στοιχίζει πολύ, συνειδητοποιώ τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, μου έχουν λείψει τόσο οι αγαπημένοι μου άνθρωποι. Και δεν πειράζει, ας με έπιανε και η γνωστή πασχαλινή μελαγχολία, θέλω τόσο να τους δω. Θέλω να πνίξω στα φιλιά και στις αγκαλιές τους ανθρώπους που αγαπώ, δεν αντέχω άλλο να φοβάμαι να αγγίζω τους άλλους, να αντιμετωπίζω ανθρώπους αγαπημένους μου ως υποψήφιους μεταδότες του κορωνοϊού. Αυτόν τον φόβο για τους άλλους που μου έχει προκαλέσει η πανδημία, δεν τον αντέχω πια, θέλω να τον ξεριζώσω από μέσα μου, θέλω να σφίξω στην αγκαλιά μου, μέχρι ασφυξίας, όλους τους ανθρώπους που αγαπώ.

Ο κ. Γιάννης Μόσχος είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Πάσχα  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X