ΚΥΠΕ
Για το άνοιγμα των σχολείων, που είναι πολύ σημαντικό γιατί τα παιδιά έχουν υποφέρει δυσανάλογα από τον εγκλεισμό τους στο σπίτι, είναι πολύ βασικό «να ακολουθηθεί πραγματικά μια προσεχτική προσέγγιση», δήλωσε η Ανώτερη Λειτουργός της Ομάδας Διαχείρισης Κρουσμάτων, του Προγράμματος Έκτακτης Ανάγκης του ΠΟΥ Ευρώπης Δρ. Κέιτι Σμόλγουντ, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο ΠΟΥ θα εκδώσει καθοδήγηση ειδικά για τα σχολεία τις επόμενες ημέρες.
Η κ. Σμόλγουντ απαντούσε σε ερώτηση του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων για τις συστάσεις του ΠΟΥ για το άνοιγμα των σχολείων, ιδιαίτερα αναφορικά με τις μικρές ηλικίες. «Καθώς οι χώρες αρχίζουν να χαλαρώνουν κάποια από τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί, ιδιαίτερα αυτά που ήταν πιο περιοριστικά, έχουμε ορισμένες γενικές συστάσεις για όλες τις χώρες αυτές», ανέφερε. Στο ερώτημα πότε θα πρέπει οι χώρες να αρχίσουν να το πράττουν αυτό, είπε, είναι «σίγουρα όταν έχουν μια πολύ καλή εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης στη χώρα».
Ότι, πρόσθεσε, «κατανοούν πού βρίσκεται ο ιός, πώς εξαπλώνεται και ότι μπορούν πραγματικά να ταυτοποιήσουν όλα τα ύποπτα κρούσματα. Να τα εξετάσουν, να τα απομονώσουν και έπειτα να συνεχίσουν με οποιεσδήποτε επαφές τους. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία που πρέπει να είναι ολοκληρωμένη αυτή την περίοδο». Αλλά επίσης, συνέχισε η κ. Σμόλγουντ, «να κατανοούν τους σχετικούς κινδύνους που θα υπάρξουν, καθώς συγκεκριμένα μέτρα αίρονται ή άλλα αλλάζουν». «Σε ό,τι αφορά τα σχολεία, ο ΠΟΥ θα εκδώσει καθοδήγηση ειδικά για τα σχολεία τις επόμενες ημέρες», είπε.
Η εμπειρογνώμονας του ΠΟΥ, σημείωσε επίσης ότι αναφορικά με παιδιά «τα οποία είναι πολύ μικρά και μπορεί να μην καταλαβαίνουν τις δυσκολίες στη διατήρηση απόστασης και στην εφαρμογή κάποιων από τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης τα οποία, όλοι εμείς ως ενήλικες γνωρίζουμε καλά, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί». Σύμφωνα με τη δήλωσή της, «το κλείσιμο των σχολείων υπήρξε ένα βασικό χαρακτηριστικό σε πολλές χώρες που έχουν εφαρμόσει ευρεία κοινωνικά μέτρα», προσθέτοντας ότι τα στοιχεία από αυτό είναι κάπως ανομοιογενή και μπορεί να είναι διαφορετικά για διάφορες χώρες».
«Για το πώς θα ανοίξουν ξανά τα σχολεία και πώς θα πάνε τα παιδιά πίσω στο σχολείο – που είναι πολύ σημαντικό γιατί τα παιδιά έχουν υποφέρει δυσανάλογα από την παραμονή τους στο σπίτι – είναι πολύ σημαντικό να ακολουθηθεί πραγματικά μια προσεχτική προσέγγιση», τόνισε. «Να μπορεί να γίνει κατανοητό πώς μπορούν τα παιδιά και οι διαδικασίες της επαναλειτουργίας να τύχουν διαχείρισης, η δυνατότητα υλοποίησης τους», είπε. Καθώς τα σχολεία ανοίγουν ξανά, πρόσθεσε, να επιτραπεί ένα παράθυρο δύο εβδομάδων, της περιόδου επώασης που έχουμε, να παρακολουθείται πολύ προσεχτικά έτσι ώστε το κάθε βήμα στην επαναλειτουργία των σχολείων ή η λήψη άλλων μέτρων να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων για να εντοπιστούν αλλαγές στην επιδημιολογία λόγω αυτής της αλλαγής.
Αυτό, σημείωσε η ίδια, «ισχύει για τα σχολεία κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τις επιχειρήσεις και οποιεσδήποτε άλλες χαλαρώσεις μέτρων». Απαντώντας σε ερώτηση του Πολωνικού Πρακτορείου Ειδήσεων για τη μεταδοτικότητα των παιδιών και πόσο επηρεάζονται από την ασθένεια, η κ. Σμόλγουντ ανέφερε ότι «γνωρίζουμε τη γερμανική έρευνα και αρκετές άλλες έρευνες που έχουν δημοσιευθεί, περιλαμβανομένων και των δικών μας ερευνών που βασίζονται σε στοιχεία που έχουμε λάβει και τις αποστολές μας σε χώρες όπως η Κίνα και η Ιταλία όπου μελετήθηκε ο ρόλος των παιδιών».
«Τα στοιχεία ακόμα συγκεντρώνονται και έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε για το ρόλο των παιδιών στη μετάδοση της ασθένειας», είπε.
Σίγουρα, πρόσθεσε, «εντός του περιβάλλοντος του νοικοκυριού φαίνεται να υπάρχει ένας ρόλος αλλά δεν φαίνεται ότι τα παιδιά έχουν σημαντικό ρόλο ως κινητήρια δύναμη για την εξάπλωση της COVID-19».
Τα παιδιά αρρωσταίνουν λιγότερο, και όταν αρρωσταίνουν, βλέπουμε λιγότερο σοβαρά συμπτώματα και λιγότερους θανάτους σε παιδιά, είπε, προσθέτοντας ότι «έχουν σημειωθεί πολύ λίγοι θάνατοι παιδιών και όταν σημειώνονται είναι σπάνιοι».
Ωστόσο, συνέχισε η κ. Σμόλγουν, «τα παιδιά έχουν χάσει πολλά κατά τη διάρκεια της COVID-19 και νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχει επηρεαστεί η ευημερία των παιδιών».
«Το να κρατάμε τα παιδιά στο σπίτι για μεγάλες χρονικές περιόδους είναι πολύ δύσκολο και χάνουν από τις κοινωνικές τους συναναστροφές, καθώς και από την εκπαίδευση που θα είχαν σε αντίθετη περίπτωση», είπε.
Ιδιαίτερα, σημείωσε, τα παιδιά που μπορεί να ζουν σε ευάλωτο περιβάλλον και να εκτίθενται στη βία όπως άλλοι ενήλικες και παιδιά που ζουν σε πιο φτωχό περιβάλλον και μπορεί να μην έχουν πρόσβαση στο ίδιο επίπεδο υπηρεσιών, στη συνέχιση εκπαιδευτικών υπηρεσιών όπως έχουν άλλα παιδιά.
«Σε ό,τι αφορά την ασθένεια, αυτή είναι πιο ήπια αλλά τα παιδιά επηρεάζονται και με άλλους τρόπους», ανέφερε.