Kathimerini.gr
Της Τασούλας Καραϊσκάκη
«Είναι πιθανόν ότι υπήρξαν πολλοί Ομηροι, όχι μόνο ένας. Η δημιουργία των ομηρικών επών ήταν αποτέλεσμα διαδικασιών που κράτησαν αιώνες, από την αρχική προφορική σύνθεση αναρίθμητων ρευστών ποιημάτων μέχρι την τελική σταθεροποίησή τους και τη μετατροπή τους σε γραπτό κείμενο», είπε και προκάλεσε έναν μικρό σεισμό. Ο λόγος για τον ακαδημαϊκό, καθηγητή Αρχαιολογίας και κάτοχο της Διακεκριμένης Εδρας Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, στο Σεντ Λιούις των ΗΠΑ, Μιχάλη Κοσμόπουλο.
Κατά την υποδοχή του ως τακτικού μέλους στην Ακαδημία Αθηνών την περασμένη Τρίτη, στην ομιλία του «Μύθοι, μνήμη και μνημεία: Αρχαιολογία και η γένεση των ομηρικών επών» κατέληξε στο εξής: «Δεν υπάρχει κανένα επιβεβαιωμένο στοιχείο για τον Ομηρο ως ιστορική προσωπικότητα. Είναι πιθανόν ότι ο Ομηρος εκπροσωπεί πολλούς μεγαλοφυείς ποιητές, που έζησαν πριν από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, σε μια εποχή χωρίς γραπτές πηγές, χαμένη στα βάθη της ελληνικής πρωτοϊστορίας».
Το κρατίδιο της Ικλαινας
Ο λαμπρός αρχαιολόγος, με το τεράστιο ερευνητικό, ανασκαφικό, συγγραφικό, πανεπιστημιακό και κοινωνικό έργο, τα τελευταία χρόνια διευθύνει την ανασκαφή στην Πύλο, η οποία έφερε στο φως το μυκηναϊκό κρατίδιο της Ικλαινας, με τα κυκλώπεια κτίρια, τα τεράστια οικοδομήματα και την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Μετά την προσφώνηση του προέδρου της Ακαδημίας Σταμάτη Κριμιζή και την αναλυτική παρουσίαση της επιστημονικής πορείας του από τον αντιπρόεδρο της Ακαδημίας Μιχάλη Τιβέριο, ο κ. Κοσμόπουλος μίλησε για τη σχέση αρχαιολογίας, κοινωνικής μνήμης και επικής ποίησης –αποτελεί το θέμα το νέου του βιβλίου που εκδίδεται στις ΗΠΑ– φωτίζοντας τις διεργασίες μέσω των οποίων ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα αποκτούν επικές διαστάσεις και περνούν στη σφαίρα του μύθου. Και εξήγαγε εντυπωσιακά νοήματα. Οπως ότι το τοπίο της Ελλάδας ήταν και είναι ένα «ιστορημένο τοπίο» γεμάτο μνημεία που παραμένουν πάντα ορατά και λειτουργούν ως τόποι μνήμης, γύρω από τους οποίους δημιουργούνται παραδόσεις μπολιασμένες με μυθολογικά στοιχεία.
Εξαίροντας το έργο των διακεκριμένων ομηριστών της Ακαδημίας Νικολάου Κονομή και Αντωνίου Ρεγκάκου, ο κ. Κοσμόπουλος τόνισε ότι η έρευνά του προσεγγίζει τα κείμενα από την πλευρά της αρχαιολογίας, η οποία προσθέτει ένα ακόμη κομμάτι στο σημαντικό θέμα της σύνθεσης των ομηρικών επών. Επανέλαβε ότι, κατά την επικρατούσα άποψη, τα ομηρικά έπη διαμορφώθηκαν στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (περ. 1100-700 π.Χ.), όταν δεν υπήρχε ακόμη γραφή, αντλώντας υλικό από την προϋπάρχουσα μυκηναϊκή επική ποίηση. Περιείχαν ιστορικά στοιχεία από πολλούς αιώνες, τα οποία διατηρήθηκαν μέσω των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος, των τόπων μνήμης των ερειπίων και των κειμηλίων. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ορισμένα από τα μυκηναϊκά ερείπια εξελίχθηκαν σε τέτοιους τόπους μνήμης. Ο κ. Κοσμόπουλος ανέφερε το παράδειγμα της Ικλαινας, η οποία καταστράφηκε το 1200 π.Χ., όμως η μνήμη της επέζησε για αιώνες και αναφέρεται στην Ιλιάδα.
Ηρωικό περιεχόμενο
Αρχαιολογικά ευρήματα, αναπαραστάσεις, τοιχογραφίες κ.ά., που μελέτησε ο ίδιος, αποκαλύπτουν τον τρόπο που περνούσε η παράδοση από γενιά σε γενιά: με την απαγγελία ποιημάτων με μουσική υπόκρουση. «Πολλά από αυτά τα ποιήματα, που αναβίωναν ιστορίες από το παρελθόν, είχαν ηρωικό περιεχόμενο. Η ιστορία του Τρωικού Πολέμου μοιάζει να είναι η ανάμνηση ενός ή περισσοτέρων πολεμικών συγκρούσεων που ενδεχομένως έγιναν γύρω στα τέλη της Μυκηναϊκής Εποχής (1600-1100 π.Χ.). Δηλαδή πριν από τη διαμόρφωση των ομηρικών επών υπήρχε ένα αποθετήριο ηρωικών παραδόσεων που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τόπους μνήμης σε διάφορα μέρη της Ελλάδας».
Αναφερόμενος στο έργο ειδικών ομηριστών, ο κ. Κοσμόπουλος είπε ότι η προφορική σύνθεση της επικής ποίησης γινόταν κατά την απαγγελία. «Ο ποιητής δεν απομνημόνευε ένα ποίημα ώστε να το απαγγείλει απαράλλακτο μετά σε διάφορα ακροατήρια. Ξεκινούσε με την ιστορία που ενδιέφερε όλους, π.χ. τον Τρωικό Πόλεμο ή την Αργοναυτική Εκστρατεία, και οπλισμένος με τη μνήμη τυπικών σκηνών και επεισοδίων και χρησιμοποιώντας τυπικές φράσεις συνέθετε κάθε φορά, ανάλογα με το ακροατήριο, νέες παραλλαγές ποιημάτων». Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ποιητές δημιουργούσαν αναρίθμητες ρευστές ποιητικές συνθέσεις, οι οποίες σταδιακά σταθεροποιήθηκαν και ομογενοποιήθηκαν, όταν στα τέλη της περιόδου και στην Αρχαϊκή Εποχή (περ. 700-500 π.Χ.) ραψωδικοί αγώνες εντάχθηκαν στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Για τους αγώνες αυτούς οι ρευστές ποιητικές συνθέσεις άρχισαν να σταθεροποιούνται ακολουθώντας κάποιους κοινούς κανόνες. Αυτή η διαδικασία σταθεροποίησης κορυφώθηκε με τη μετατροπή τους σε γραπτά κείμενα.
Το αρχέτυπο
«Είναι πιθανόν ότι μία από τις πιο γνωστές συντεχνίες ραψωδών στην Αρχαϊκή Εποχή, οι Ομηρίδες, προκειμένου να προσδώσουν κύρος στα ποιήματά τους, δημιούργησαν το αρχέτυπο ενός μεγαλοφυούς ποιητή-προγόνου τους, του Ομήρου. Δηλαδή ίσως ο Ομηρος εκπροσωπούσε μια μεγάλη ποιητική παράδοση, μεγαλοφυών ποιητών, την οποία ενστερνίστηκαν οι Ομηρίδες». Είναι δύσκολο, συνέχισε, να δεχθούμε την ιδέα ότι δεν υπήρξε μόνο ένας Ομηρος. «Ομως, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Πόσους μεγάλους φιλοσόφους χάρισε ο ελληνικός πολιτισμός στην ανθρωπότητα; Εναν; Οχι, βέβαια – έχουμε έναν Σωκράτη, έναν Πλάτωνα, έναν Αριστοτέλη, έναν Ηράκλειτο… Πόσους μεγάλους τραγωδούς; Μόνο έναν; Οχι, έχουμε τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη… Πόσους ιστοριογράφους; Τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο. Το ίδιο ισχύει και για τους φυσικούς επιστήμονες, τους μηχανικούς, τους μαθηματικούς, τους γιατρούς. Κατά ποια, λοιπόν, λογική ο ελληνικός πολιτισμός χάρισε στην ανθρωπότητα μόνο έναν ποιητή; Τα στοιχεία που έχουμε φαίνεται να συγκλίνουν στο ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ήταν καρπός μακρών διαδικασιών σύνθεσης όχι μόνο από έναν, αλλά από περισσότερους Ομήρους».