Του Πάρη Δημητριάδη
Η αμφίεση, η σάτιρα και η χρήση μασκών για θρησκευτικούς, πολιτικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αντιθέτως παρατηρείται σε όλους σχεδόν τους μεγάλους πολιτισμούς της ανθρωπότητας από αρχαιοτάτων χρόνων. Πιστεύεται πως ιερείς σε αρχαίους ναούς μεταμφιέζονταν σε ζώα ή πουλιά για να προκαλέσουν δέος στους πιστούς και το ίδιο έπρατταν αρχηγοί αρχέγονων φυλών για να προκαλέσουν φόβο στους υπηκόους τους.
Σύμφωνα με την πολυετή και μοναδική στο είδος της έρευνα για την ιστορία του καρναβαλιού στην Κύπρο που έχει ο πραγματοποιήσει ο Στέλιος Γεωργιάδης και έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο «Καρναβάλι Λεμεσού, Μια μαγική ιστορία» μελετώντας την παγκόσμια ιστορία καθίσταται σαφές ότι η κάθε χρονική περίοδος προίκισε το καρναβάλι με τα δικά της εικαστικά, πολιτικά αλλά και σατιρικά στοιχεία.
Άλλοτε, σημειώνεται ενδεικτικά, το Καρναβάλι ήταν η γιορτή των φτωχών, άλλοτε γιορτή των πλουσίων και σήμερα έχει μετεξελιχθεί στη μεγαλύτερη λαϊκή διασκέδαση που απευθύνεται σε όλους, ανεξαρτήτως ταξικής, φυλετικής ή άλλης προέλευσης.
Παρότι οι ρίζες του καρναβαλιού της Κύπρου ανάγονται στη διονυσιακή αρχαιότητα, καθοριστική περίοδος για την ανάπτυξη του καρναβαλιού στο νησί μας θεωρούνται τα μεσαιωνικά χρόνια και ειδικότερα η Φραγκοκρατία και η Ενετοκρατία, αφού τόσο οι Φράγκοι όσο και οι Βενετοί γιόρταζαν από τότε το καρναβάλι.
Με τον διαχωρισμό της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική και την απαρχή της βυζαντινής εποχής, η Κύπρος όπως είναι γνωστό έγινε μέρος του Βυζαντίου και σε κείμενα του Αγίου Νεοφύτου του Έγκλειστου εντοπίζονται για πρώτη φορά αναφορές στα γλέντια της Καθαράς Δευτέρας στην εξοχή, που φαίνεται πως ήταν παραδοσιακό έθιμο του νησιού από εκείνη την εποχή. Σύμφωνα πάντοτε με την έρευνα του Στέλιου Γεωργιάδη, αποσπάσματα της οποίας αναδημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Δήμου Λεμεσού, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας οι ευγενείς της Κύπρου, ορισμένες μέρες του χρόνου και κυρίως τις μέρες του Καρναβαλιού, οργανώνουν λαμπερές γιορτές με παιχνίδια και χορούς καθώς και λαμπρά πλουσιοπάροχα γεύματα.
Η Τσικνοπέμπτη επίσης χρονολογείται ως γιορτή, αφού κατά την οθωμανική περίοδο, οι άνθρωποι στην Κύπρο συγκεντρώνονταν κάθε Τσικνοπέμπτη για γλέντι σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και έτρωγαν λουκάνικα, ξεροτήανα, δάχτυλα και πουρέκια. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της βραδιάς λάμβαναν χώρα αμφιέσεις και γινόταν απαγγελία τσιατιστών.
Παρά το γεγονός ότι επισήμως οι Οθωμανοί δεν γιόρταζαν τις Απόκριες, τα έθιμα διατηρήθηκαν στην Κύπρο και πραγματοποιούνταν τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη της Σαρακοστής, σύμφωνα με το θρησκευτικό ημερολόγιο. Τότε υπήρχε η λεγόμενη εβδομάδα της αγάπης όπου “μέρωναν ούλοι” και γίνονταν προξενιά, χαρτώματα και γλέντια, η Εβδομάδα της Απόκριας όπου καταναλώνονταν ποσότητες κρέατος και η εβδομάδα της Σήκωσης όπου γινόχταν η κατανάλωση των τελευταίων “μυλλωμένων” τροφών.
Αρκετά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1898 δημιουργείται στη Λεμεσό το πρώτο κομιτάτο του Καρναβαλιού. Σύμφωνα δημοσίευμα στην εφημερίδα αλήθεια της 18ης Φεβρουαρίου του 1898 το κομιτάτο «απεφάσισε να βραβεύσει τον καλύτερο μασκαρά με το ποσό των 20 χρυσών φράγκων». Μέσα από τις δράσεις του το κομιτάτο ενθάρρυνε κι άλλους κατοίκους της πόλης να αρχίζουν να μεταμφιέζονται.
Στις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζουν να διοργανώνονται στη Λεμεσό ευρωπαϊκού τύπου χοροί ενώ τη δεκαετία του 1920 πραγματοποιούνται οι πρώτες παρελάσεις που γίνονται πομπές με πλούσιο θέαμα. Το άρμα του βασιλιά εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1936 όπου σύμφωνα με την εφημερίδα Παρατηρητής «Υπολογίζεται ότι προσήλθαν εκ των άλλων πόλεων πέραν των 700 ατόμων, οι οποίοι θ’ άφηκαν εις την Λεμεσόν ποσόν 1500 λιρών.
Αναφορικά με τις καντάδες και τους κανταδόρους, που είναι τραγούδια με μελωδικό ιταλικό ήχο και συνοδεύονται από μαντολίνα και κιθάρες πιστεύεται ότι έφτασαν στην Κύπρο από τα Επτάνησα και την Αθήνα.
Οι κανταδόροι, αναφέρει ο Στέλιος Γεωργιάδης, στην αρχή ήταν αυθόρμητες ομάδες ρομαντικών τραγουδιστών που απολάμβαναν να τραγουδούν στις ταβέρνες και στα δρομάκια της μικρής τότε Λεμεσού. Με τον καιρό εντάχθηκαν στις επίσημες εκδηλώσεις του Δήμου. Ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι σημαντικοί πυρήνες για τις ομάδες κανταδόρων υπήρξαν τα ανδρικά κουρεία.