Kathimerini.gr
Άρης Αλεξανδρής
Για να απαντηθεί το ερώτημα, αν το 2023 μπορούμε να αναμένουμε την είσοδο περισσότερων ελληνικών παραγωγών στο Netflix, είναι χρήσιμο να απαντηθούν πρώτα μερικά άλλα, πιο θεμελιώδη ερωτήματα: για ποιον λόγο μέχρι σήμερα και παρά τις παγκοσμιοποιημένες μεθόδους θέασης τηλεοπτικών προγραμμάτων, η ελληνική τηλεόραση παραμένει υπόθεση αμιγώς ενδοσυνοριακή; Εκτός από το δαιμόνιο πνεύμα και τις διασυνδέσεις του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, τι ήταν αυτό που έκανε την πλατφόρμα να επενδύσει στο «Maestro»; Mε ποιο κριτήριο η πλατφόρμα επιλέγει να αγοράσει τα δικαιώματα μιας ελληνικής σειράς; Μια σωστή ανάλυση των δεδομένων που έχουμε, ίσως μας επιτρέψει μια σχετικά εύστοχη ματιά στο μέλλον και στα δεδομένα που δεν υπάρχουν ακόμη.
Tι ήταν αυτό που έκανε την πλατφόρμα να επενδύσει στο «Maestro»; Mε ποιο κριτήριο αγοράζει τα δικαιώματα μιας ελληνικής σειράς;
Για την ελληνική τηλεόραση ισχύει ό,τι ισχύει και για την ελληνική λογοτεχνία: ο λόγος που η διάδοσή της είναι περιορισμένη έχει να κάνει με δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι το οικονομικό και τεχνικό υπόβαθρο της παραγωγής της. Σε μια διεθνή αγορά υψηλού ανταγωνισμού, το μάτι των θεατών εκπαιδεύεται στις κορυφαίες προδιαγραφές και προοδευτικά αρνείται να συμβιβαστεί με οτιδήποτε λιγότερο. Μια φτωχική παραγωγή (όπως είναι οι περισσότερες ελληνικές συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές ή αμερικανικές) δεν έχει πολλές πιθανότητες να κεντρίσει την προσοχή ενός κοινού, που έχει μάθει να αναζητάει πρωτότυπα σενάρια, να απολαμβάνει κινηματογραφικού τύπου σκηνοθεσία, να εντυπωσιάζεται με ασύλληπτα εφέ και να συγκινείται με ραφιναρισμένες ερμηνείες (στις ελληνικές σειρές οι ηθοποιοί έχουν συχνά μόνο μια λήψη στη διάθεσή τους). Οπως ένα βιβλίο που έχει γραφτεί στο πόδι δεν μπορεί να συγκριθεί με το βιβλίο ενός συγγραφέα που αμείβεται όσο χρειάζεται ώστε να παίρνει τον χρόνο του, να κάνει έρευνα και να δίνει τον καλύτερό του εαυτό, έτσι και μια σειρά γυρισμένη όπως όπως σε ένα στούντιο από κακοπληρωμένους σκηνοθέτες, με κακοπληρωμένους ηθοποιούς, δεν μπορεί να προτιμηθεί έναντι μιας άλλης που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Η σοβαρότητα ορίζει το σύνολο και φαίνεται στο αποτέλεσμα· παράλληλα, κάνει και κάτι άλλο: μαγνητίζει και τους έχοντες και τους μη έχοντες αυστηρό κριτήριο· στο τέλος κατακτά όλα τα κοινά. Δεν είναι ανάγκη να έχει κανείς διδακτορικό στη θεωρία κινηματογράφου για να αναγνωρίσει ένα θέαμα αξιώσεων και να εθιστεί σε αυτό.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με το στοιχείο της εντοπιότητας και την πρόσληψή του από το κοινό του εξωτερικού. Το αν θα επιλέξει ένας Αγγλος, Γάλλος, Αμερικανός κ.λπ. να δει μια ελληνική σειρά εξαρτάται από την εικόνα που έχει για τους Ελληνες και την Ελλάδα: πώς μας βλέπουν εκείνοι στους οποίους επιθυμούμε να πουλήσουμε ένα δημιουργικό προϊόν; Ως προνεωτερικά τσολιαδάκια; Ως ψηφίδες γραφικών τοπίων; Ως λιμασμένους παρίες που περιφέρονται σε καταστραμμένες πόλεις με απλωμένο χέρι; Υπάρχουν πολλές απόψεις για το ποια είναι η κρατούσα ελληνική εικόνα στο εξωτερικό, αλλά με ευκολία παρατηρεί κανείς ότι οι περισσότερες συμφωνούν σε μια εικόνα εξωτισμού· κάποιες φορές καλός, κάποιες άλλες κακός, ο ελληνικός εξωτισμός τείνει προς τα άκρα σε κάθε του εκδοχή και εμποδίζει τη γένεση μιας εμπορικά προτιμότερης κατάστασης, δηλαδή του χρυσού μέσου όρου. Από έναν ασυνήθιστο λαό μειωμένων δυνατοτήτων, που δεν εμπνέει οικειότητα, ποιος θέλει να ακούσει μια ιστορία; Πόσο δική του θα ένιωθε την ιστορία αυτή; Γιατί να μην ακούσει την ιστορία καλύτερα από κάποιον με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί; Από κάποιον που θα του μιλήσει για τη ζωή στην κυριολεκτική και μεταφορική γλώσσα που κατανοεί; Εμείς μπορεί να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε ένα πολύ ποιοτικό θέαμα σε κάποιον μη Ελληνα, αλλά αν αυτός δεν μας θεωρεί αρκετά θελκτικούς και αξιόπιστους, δεν θα μας χαρίσει τον χρόνο και την προσοχή του.
Το «Maestro» επελέγη από το Netflix επειδή πληροί το κριτήριο της τεχνικά ποιοτικής παραγωγής, ενώ παράλληλα προσφέρει αναγνωρίσιμη εικόνα της Ελλάδας (ή ενός στερεότυπου, στο οποίο, για πολλούς εκτός Ελλάδας, η Ελλάδα εξαντλείται): θάλασσα, γραφικότητα, νησιωτική αύρα, όμορφη φύση, ωραία σπίτια. Δεν ξέρουμε αν η σειρά θα πάει καλά (μπορεί και να πάει). Δεν ξέρουμε αν όσοι τη δουν θα τη δουν με γνήσιο ενδιαφέρον ή με τον τρόπο που βλέπει κανείς ένα καθησυχαστικό τουριστικό σποτ (η όμορφη Ελλάδα είναι εκεί, θα είναι πάντα εκεί και θα μας περιμένει). Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι δεν είναι το έξυπνο σενάριο και η μαγευτική πλοκή που εξασφάλισαν στην ακριβή δημιουργία του Παπακαλιάτη την είσοδο στο Netflix. Είναι περισσότερο το ότι αποτελεί ένα φωτογενές, καλογυαλισμένο, μοντέρνο δείγμα αυτού που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ελληνικό· μία πειστική τεκμηρίωση «συμπεριληπτικότητας» που ικανοποιεί τη στρατηγική ανάγκη του Netflix να απλώσει τα πλοκάμια του σε όλες τις πιθανές χώρες, δίνοντας στο κοινό του ό,τι από αυτές τις χώρες μπορεί να του φανεί γνώριμο, καταληπτό, σχετικό με την εμπειρία του. Ενα δράμα σε ένα ελκυστικό ελληνικό νησί «πουλάει» περισσότερο το ελκυστικό νησί παρά το ίδιο το δράμα.
Με αυτό το σκεπτικό, ναι, υπάρχει περίπτωση να δούμε κι άλλες ελληνικές σειρές (ή ταινίες) στο Netflix, ο δρόμος δεν φαίνεται απαγορευτικά δύσκολος. Για την ακρίβεια, η μέθοδος μοιάζει πλέον ξεκάθαρη: ένας συνδυασμός υψηλού μπάτζετ και στοιχείων της διεθνούς φυσιογνωμίας της Ελλάδας μπορεί να αποδώσει καρπούς εξωστρέφειας. Τι αποτελεί όμως στοιχείο της ελληνικής φυσιογνωμίας σε διεθνές επίπεδο; Ψήγματα ελληνικού φολκλόρ, το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, το ελληνικό τοπίο, η οικονομική κρίση, η κοινωνική αναταραχή και η πολιτική αστάθεια (άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια ή πετάνε μολότοφ στο Σύνταγμα), ο μουσακάς, τα μπουζούκια, οι τριχωτοί άνδρες με κοιλιές, οι ευτράπελοι Ελληνοαμερικανοί με τα περίεργα έθιμα είναι κάποιες από τις οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες το διεθνές κοινό έχει μάθει να αναγνωρίζει τον ελληνικό παράγοντα. Ακούγονται ειρωνικές και υποτιμητικές, αλλά είναι πραγματικές. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα απαιτούσε και διαφορετική προσέγγιση ως προς το αφηγηματικό υλικό και την οπτικοποίησή του από τη δική μας πλευρά. Σε σχέση με το τελευταίο, έχουμε μαύρα μεσάνυχτα και ελάχιστη προθυμία να αλλάξουμε.
Μια ματιά στο σύγχρονο τηλεοπτικό σκηνικό είναι ενδεικτική της εγχώριας ομφαλοσκοπικής καθήλωσης: η Ελλάδα του ’50 και του ’60, η Ελλάδα του τοπικισμού και της βεντέτας, η Ελλάδα του παπά και της ενορίας, η Ελλάδα του ’80, η Ελλάδα της κλειστής κοινωνίας και του πνιγηρού μικροαστισμού. Το πρόβλημα δεν είναι, βέβαια, η αναδρομική τάση των σειρών, άλλωστε το Netflix αγαπάει το ρετρό· το πρόβλημα –πάντα σε ό,τι έχει να κάνει με τις πιθανότητες εξαγωγής μιας ελληνικής σειράς– είναι ότι το δικό μας ρετρό δεν αφορά κανέναν άλλο πλην ημών. Ιστορικά, η Ελλάδα δεν έχει παρά ελάχιστες ταυτοτικές συμπτώσεις με τις χώρες των οποίων την τηλεοπτική παραγωγή θαυμάζει – δεν είναι λοιπόν ιδιαίτερα πιθανό να θελήσει κάποιος ξένος να παρακολουθήσει μια σειρά με φόντο τη χούντα, το ελληνικό cult ή το μικρό, υπανάπτυκτο χωριό. Το ρετρό ακουμπάει στη νοσταλγία: κανείς, όμως, δεν νοσταλγεί κάτι με το οποίο δεν είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένος.
«Μαύρο ρόδο»
H εξαγωγιμότητα της ελληνικής τηλεόρασης, πέρα από το μπάτζετ, που αποτελεί πια στοιχειώδη προϋπόθεση, θα εξαρτηθεί από τις νέες ιστορίες που θα αποφασίσει να πει. Πρέπει να σκεφτούμε έξυπνα και ρεαλιστικά: το μεγάλο προσόν της εποχής είναι η ευέλικτη διαπολιτισμική σύνδεση που, χάρη στο Ιντερνετ και τις ψηφιακές τεχνολογίες, αγνοεί σύνορα, αποστάσεις και γλωσσικά εμπόδια και δημιουργεί αυτόματα κοινές εμπειρίες μεταξύ εντελώς άσχετων ανθρώπων. Ζούμε σε μια περίοδο που οι άσχετοι άνθρωποι γίνονται σχετικοί μέσα από μια εφαρμογή, ένα τραγούδι, ένα meme. Πρόκειται για μοναδική ευκαιρία. Μια τηλεόραση πιο κοντά στο δυτικό πρότυπο δεν είναι μια τηλεόραση μιμητική, αλλά ένας μηχανισμός που λαμβάνει υπόψη τον τρόπο που μιλούν και φέρονται οι άνθρωποι σήμερα, τις κοινές τους αναφορές, όλα όσα τους ενώνουν χωρίς να τους εξομοιώνουν.
Με λίγα λόγια:
· Χρειαζόμαστε περισσότερες ιστορίες για το αστικό βίωμα, για την τρέλα, τα άγχη και την κατάσταση του μητροπολιτικού ανθρώπου, για τα στοιχεία της καθημερινότητας που γεφυρώνουν την Αθήνα με το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη (ακρίβεια, ταξικότητα, εξεύρεση σπιτιού και εργασίας, ρευστές ανθρώπινες σχέσεις).
· Χρειαζόμαστε ηθοποιούς πρόθυμους να απαλλαγούν (προσωρινά έστω) από το περιοριστικό βάρος της υπερθεατρικότητάς τους και να ανοιχτούν στον ρεαλισμό της οθόνης (με άλλο ύφος, άλλη άρθρωση, άλλη διάθεση).
· Χρειαζόμαστε σκηνοθέτες που παραδειγματίζονται χωρίς να αντιγράφουν· που είναι σε θέση να κατανοήσουν την τηλεοπτική συνθήκη, τους όρους. τις δυνατότητες και τα όριά της.
· Χρειαζόμαστε μια ελληνική απεικόνιση της παγκόσμιας αλήθειας: να βρούμε τη φωνή μας σε έναν διάλογο που ηχεί και πέρα από το μικρό μας δωμάτιο.
Το Netflix δεν πρέπει να λογίζεται ως αυτοσκοπός – η πλατφόρμα άλλωστε φιλοξενεί και μεγάλο αριθμό παραγωγών χαμηλού επιπέδου. Θα μπορούσε να λειτουργήσει, όμως, ως κίνητρο αυτοδιόρθωσης. Η ελληνική τηλεόραση δεν χρειάζεται να παραμείνει αιχμάλωτη των αρνητικών της συνδηλώσεων· μπορεί και καλύτερα.