ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπό τη νέα σύνθεσή του, απέρριψε την Τρίτη Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά του τροποποιητικού Νόμου, που ψήφισε η Βουλή, για θέματα που αφορούν τις τουρκοκυπριακές περιουσίες και τις αρμοδιότητες του «Κηδεμόνα».
Συγκεκριμένα ο υπό Αναφορά Νόμος, τροποποιεί το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του βασικού Νόμου, με την προσθήκη, πριν την πρώτη επιφύλαξη, της νέας επιφύλαξης ότι, προτού παραχωρηθεί οποιαδήποτε άδεια χρήσης τουρκοκυπριακής ακίνητης περιουσίας σε δικαιούχους για σκοπούς στέγασης ή επαγγελματικής χρήσης, ο Κηδεμόνας για λόγους ασφαλείας μεριμνά για την ετοιμασία σχετικής μελέτης για τη στατική επάρκεια του ακινήτου.
Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκε από την εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, είχε ως κεντρικό σημείο αναφοράς την εισήγηση ότι η πιο πάνω προσθήκη επιφέρει αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού και, κατά συνέπεια, παραβιάζεται το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος.
Τίθεται ότι η ετοιμασία μελέτης για τη στατική επάρκεια ακινήτων «….. συνεπάγεται αύξηση δαπανών ή/και εργατοώρων προσωπικού που δεν διαθέτει ο Κηδεμόνας με αποτέλεσμα, τούτο, να ανατεθεί στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός το οποίο δεν προβλέπεται στον κρατικό προϋπολογισμό».
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας επιχειρηματολόγησε, επιπρόσθετα, ότι εντοπίζεται ασυμβατότητα του υπό Αναφορά Νόμου με τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, καθότι περιέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας και λειτουργίας, «… εφόσον η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών, η καταλληλότητά τους, ποιες από αυτές παραχωρούνται σε δικαιούχους, αποτελεί κατ’ εξοχή ζήτημα το οποίο θα πρέπει να ρυθμιστεί από την Εκτελεστική Εξουσία …».
Ο Δικηγόρος για τη Βουλή Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, ανέφερε από την πλευρά του ότι η υπό εξέταση Αναφορά είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Υπέβαλε πως όχι μόνο δεν αυξάνεται άμεσα ο προϋπολογισμός, αλλά ούτε και διαφαίνεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι η επίμαχη διάταξη έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε αύξησή του.
Η οποιαδήποτε δαπάνη για μελέτη στατικής επάρκειας, εισηγήθηκε, αφορά τον διαχειριστή της περιουσίας, ήτοι τον Κηδεμόνα και θα την επωμισθεί το Ταμείο Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Πρόσθεσε ότι η Βουλή ενήργησε αποκλειστικά εντός των συνταγματικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων της, στα πλαίσια της δικής της «… επί παντός θέματος εξουσίας για ψήφιση και/ή τροποποίηση, ως εν προκειμένω με βάση την συγκεκριμένη Νομοθεσία».
Το Δικαστήριο αφού κατέγραψε νομολογιακές αρχές που προηγήθηκαν για το θέμα, κατέληξε ότι δεν επήλθε κατά του Νόμου επιβάρυνση του προϋπολογισμού και ούτε υπήρξε παραβίαση της Διάκρισης των εξουσιών γιατί η υπό αναφορά τροποποίηση εμπίπτει στα πλαίσια του νομοθετικού έργου – εξουσίας της Βουλής.
Στη χθεσινή ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως «με τον υπό Αναφορά Νόμο τροποποιείται ο βασικός Νόμος με την προσθήκη νέας επιφύλαξης, μέσω της οποίας επιφορτίζεται ο Κηδεμόνας, για λόγους ασφαλείας, να μεριμνά για την ετοιμασία σχετικής μελέτης ως προς τη στατική επάρκεια τουρκοκυπριακής ακίνητης περιουσίας, προτού παραχωρηθεί οποιαδήποτε άδεια χρήσης της».
«Είναι το κατάλληλο στάδιο να υπομνησθεί ότι η ψήφιση του βασικού Νόμου προέκυψε ως αδήριτη ανάγκη για λήψη των αναγκαίων μέτρων από την Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, προς το σκοπό διαχείρισης και προστασίας των τουρκοκυπριακών περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν, για όσο χρόνο αυτό ήταν απαραίτητο», προστίθεται.
Ακόμη αναφέρεται πως «σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναγκαία για να ανταπεξέλθει το κράτος στις ανάγκες που δημιουργήθηκαν και εξυπηρετούσαν το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Επιβεβαιώθηκε επίσης η συνταγματικότητα του Νόμου και πως οι νομοθετικές πρόνοιες εδικαιολογούντο με βάση την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης».
Το Δικαστήριο σημειώνει πως «η Βουλή των Αντιπροσώπων, ενεργώντας εντός των αρμοδιοτήτων της, περιέβαλε, μέσα από τις πρόνοιες του βασικού Νόμου, τον Κηδεμόνα με σειρά εξουσιών, προκειμένου να ανταπεξέλθει στο ρόλο που του ανατέθηκε ως διαχειριστής των τουρκοκυπριακών περιουσιών».
«Καθόρισε, Άρθρο 5, ότι κατά τη διαχείριση των εν λόγω περιουσιών θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας αυτής, προέβλεψε, Άρθρο 6, για την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών και τη διάθεσή τους κατά τον επωφελέστερο για την περιουσία τρόπο. Περιβάλλεται επίσης με την αρμοδιότητα φροντίδας, βελτίωσης και ανάπτυξης της περιουσίας και, γενικά, διενέργειας οποιασδήποτε πράξης που ενδεχόμενα ή κατ' ανάγκη συνεπάγεται η διαχείριση», προσθέτει.
«Ταυτόσημης εμβέλειας είναι και η υπό συζήτηση προσθήκη, o τρόπος επιτήρησης και εφαρμογής της οποίας επαφίεται στον Κηδεμόνα. Συναφώς, η υπό αναφορά διάταξη εμπίπτει στα πλαίσια του νομοθετικού έργου της Βουλής των Αντιπροσώπων και δεν εντοπίζεται παρέμβαση, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στις αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας», αναφέρει.
«Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν είναι αντίθετος ούτε και ασύμφωνος προς τις πρόνοιες του Άρθρου 80.2 κατ, κατά προέκταση, του Άρθρου 179 του Συντάγματος. Ούτε και καταστρατηγεί τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών», επισημαίνει ο Δικαστήριο.