ΚΥΠΕ
Για το άσχημο και διχαστικό κλίμα την εποχή του πραξικοπήματος και της εισβολής, μίλησε ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών Χαράλαμπος Θεοπέμπτου.
Στην ομιλία του κατά την ειδική συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων για τις μαύρες επετείους του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, ο Πρόεδρος των Οικολόγων είπε αρχικά πως η πρώτη φορά στη ζωή του που αντιλήφθηκε το μεγάλο διχασμό της κυπριακής κοινωνίας σε Μακαριακούς και δεξιούς ή Γριβικούς, ήταν το 1971. «Ήταν τα χρόνια που δρούσε η ΕΟΚΑ Β, ήταν η εποχή των μαθητικών διαδηλώσεων ήταν η εποχή του μεγάλου διχασμού, ήταν τα χρόνια που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Το κλίμα εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ άσχημο», είπε.
Σημείωσε πως μέσα στην τάξη είχαν και καθηγητές που με έντεχνο τρόπο τους μιλούσαν και φανάτιζαν μαθητές εναντίον του Μακαρίου, ενώ όταν έβγαιναν οι μαθητές έξω για διαδήλωση υπέρ του Μακαρίου, υπήρχαν άτομα που περίμεναν έξω μαζί με άλλους μαθητές που τους βοηθούσαν να γράφουν τα ονόματα των μαθητών που έβγαιναν έξω για διαδήλωση, υποστηρίζοντας τον Μακάριο.
Ο κ. Θεοπέμπτου είπε ότι κατά την κατάταξη στο στρατό οι δεξιοί έπαιρναν αξιώματα και βασάνιζαν τους υπόλοιπους, ενώ αναφέρθηκε ανάμεσα σε άλλα σε εμπειρίες του στον στρατό όταν μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, απαγορευόταν να περπατούν και έπρεπε όλα να γίνονται με τροχάδην. Τα βάσανα ήταν πολλά, είπε, και πρόσθεσε πως τους έβαζαν για παράδειγμα μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού να φορούν τα παλτά του στρατού και να τρέχουν γύρο από το γήπεδο μέσα στη ζέστη.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, είπε πως τα σήματα της ελληνικής χούντας ήταν παντού και στους θαλάμους είχαν φωτογραφίες των ηγετών της χούντας που έπρεπε να μάθουν τα ονόματα τους και να τους αναγνωρίζουν. «Στους ατέλειωτους βηματισμούς φωνάζαμε το συνθήματα υπέρ της χούντας και τα ονόματα των χουντικών συνταγματαρχών και απορούσα και δεν καταλάβαινα γιατί ο έξω κόσμος επέτρεπε όλα αυτά να συμβαίνουν στους 18χρονους», είπε και πρόσθεσε ότι εκείνη ήταν η εποχή που η ΕΟΚΑ Β έκανε επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς και έκλεβε όπλα από στρατόπεδα.
«Αυτή ήταν η κατάσταση πριν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, ένας λαός διχασμένος, φανατισμένος, ένας λαός που πήρε τον κατήφορο προς την καταστροφή», είπε, και ανέφερε πως η αποστροφή του κόσμου προς τους στρατιώτες αλλά και ο φόβος από την ανάμιξη του στρατού στο πραξικόπημα, συνέχισε και τις μέρες μετά την εισβολή.
Ο κ. Θεοπέμπτου είπε πως εκείνη την εποχή ένιωθε ένα απίστευτο πόνο αλλά και θυμό για όλα αυτά, γιατί δεν καταλάβαινε τότε, ότι στο μυαλό τους συνδύαζαν το στρατό με το πραξικόπημα. «Όπου κινούμαστε βλέπαμε συνεχώς πρόσφυγες, ολόκληρες οικογένειες σε αυτοκίνητα κόσμο σαστισμένο και τρομοκρατημένο, γονείς παιδιά και ηλικιωμένους χαμένους. Ορισμένοι μας διηγούνταν τραγικές ιστορίες», είπε, ενώ υπογράμμισε πως τότε ένιωσε για πρώτη φορά και την συμπόνια, την αλληλεγγύη του κόσμου προς τους πρόσφυγες. «Τότε κάτι άλλαξε μέσα μου γιατί έβλεπα από κοντά το μεγαλείο του λαού μας», τόνισε.
Όπως περιέγραψε, οι πολίτες πρόσφεραν απλόχερα στέγαση, φαγητό και βοήθεια σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που έφυγαν από την εμπόλεμη ζώνη με ότι μπόρεσαν να αρπάξουν πριν φύγουν.
«Έγινε πραξικόπημα, μετά η εισβολή των τούρκων χάσαμε τον τόπο μας και ξεριζώθηκαν 200000 άνθρωποι και δεν τιμωρήθηκε κανένας για όλα αυτά», είπε και έκλεισε την ομιλία του περιγράφοντας μια εικόνα που έμεινε βαθιά ριζωμένη στο μυαλό του που την έβλεπε χρόνια στο όνειρο του.
«Σε ένα χωριό είδαμε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, τυλιγμένη με μαύρη μαντήλα να κάθεται μόνη στα σκαλιά έξω από ένα σπίτι, να κλαίει σιωπηλά και να έχει ένα παράξενο ύφος. Όταν την πλησιάσαμε και τη ρωτήσαμε αν είναι καλά και αν θέλει βοήθεια μας κοίταξε και μας είπε: Εβιάσαν με», κατέληξε.