ΚΥΠΕ
H οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στη Νομική Υπηρεσία του μεγέθους που έχει εξαγγείλει η Κυβέρνηση, θα πρέπει να προσεγγιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα και να τύχει ενδελεχούς και προσεκτικής μελέτης, όχι μόνο από το αρμόδιο Υπουργείο και τη Νομική Υπηρεσία, αλλά και από άλλους επιφανείς συνταγματολόγους, δήλωσε την Πέμπτη ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Γιώργος Σαββίδης, σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, στο πλαίσιο του Cyprus Forum 2024, που διεξήχθη στο Παλαιό Δημαρχείο Λευκωσίας.
Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως, Δημήτρης Δημητρίου, η επίτιμη Πρόεδρος της Επιτροπής της Βενετίας, Χάνα Σουτσόκα και η υπεύθυνη πολιτικής στη Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης, στη Μονάδα Κράτους Δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χριστίνα Καρακώστα. Τη συζήτηση συντόνισε ο δικηγόρος Χριστόφορος Χριστοφή.
Ο κ. Σαββίδης στην εισαγωγική του τοποθέτηση εξήγησε τις αρμοδιότητες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όπως αυτές πηγάζουν από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας σημειώνοντας ότι «ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα είναι κομβικός στην άσκηση των τριών εξουσιών του κράτους και εν πολλοίς διαμορφώθηκε λόγω και του δικοινοτικού χαρακτήρα του Συντάγματος».
Αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση που προωθεί η Κυβέρνηση για τη Νομική Υπηρεσία, ο κ. Σαββίδης είπε ότι πολύ πρόσφατα δόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης μια δέσμη προκαταρκτικών νομοσχεδίων σε σχέση με προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που αφορούν στον διαχωρισμό των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, στη δημιουργία ενός νέου θεσμού του Γενικού Δημόσιου Κατήγορου και στον δικαστικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των κριτηρίων για προώθηση ή αναστολή ποινικής δίωξης.
«Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε δεχθεί συστάσεις τόσο από την Επιτροπή Greco, όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των εκθέσεων για το κράτος δικαίου για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των εισαγγελικών εξουσιών», είπε ο κ. Σαββίδης υπενθυμίζοντας ότι η σημερινή Κυβέρνηση την άνοιξη του 2023 ενέκρινε και απέστειλε στη Βουλή νομοσχέδιο για την αυτονόμηση της Νομικής Υπηρεσίας γεγονός το οποίο η Επιτροπή Greco επιδοκίμασε, αναβαθμίζοντας τη συμμόρφωση της Κύπρου με την συγκεκριμένη σύσταση σε «μερικώς υλοποιηθείσα». Δήλωσε ακόμη ότι το υπό αναφορά νομοσχέδιο δεν έχει ακόμη εξεταστεί κατ’ άρθρον από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Μιλώντας για το θέμα του διαχωρισμού των εξουσιών, ο κ. Σαββίδης είπε ότι αυτό είναι κάτι που έχει απασχολήσει τη Νομική Υπηρεσία και έχουν μελετηθεί διάφορα συστήματα άλλων χωρών του κοινοδικαίου σε σχέση με το καθεστώς, εξουσίες, τρόπο διορισμού του Γενικού Εισαγγελέα και του Διευθυντή Δημόσιας Εισαγγελίας (Director of Public Prosecution) ή αντίστοιχου όπως είναι η Ιρλανδία, η Μάλτα, η Αγγλία, η Αυστραλία και ο Καναδάς.
Ο κ. Σαββίδης σημείωσε ότι η μεταρρύθμιση που προωθεί η Κυβέρνηση, η οποία μεταξύ άλλων, προϋποθέτει τροποποίηση πολύ σημαντικών άρθρων του Συντάγματος είναι δύσκολη, πολυδιάστατη και βαρύνουσας σημασίας, προσθέτοντας ότι εξαιρετικής σημασίας είναι και η τεκμηρίωση της εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης, όσον αφορά την τροποποίηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, αλλά ακόμη και η εξέταση της επίδρασης που θα έχει μια τέτοια τροποποίηση και σε θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούν τον δικοινοτικό χαρακτήρα του Συντάγματος.
Συνεπώς, συνέχισε ο κ. Σαββίδης, η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του μεγέθους που έχει εξαγγείλει η Κυβέρνηση θα πρέπει να προσεγγιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα και να τύχει ενδελεχούς και προσεκτικής μελέτης, όχι μόνο από το αρμόδιο Υπουργείο και τη Νομική Υπηρεσία, αλλά και από άλλους επιφανείς συνταγματολόγους στο πλαίσιο μιας διευρυμένης δεξαμενής σκέψης. Ο κ. Σαββίδης ξεκαθάρισε στην τοποθέτησή του ότι δεν τοποθετείται για το εάν είναι υπέρ ή εναντίον επί της ουσίας για την προτεινόμενη μεταρρύθμιση.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης επεσήμανε ότι ο νομικός σύμβουλος του κράτους θα πρέπει να έχει πλήρη ανεξαρτησία και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εξαρτάται από την Κυβέρνηση σημειώνοντας ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στη Νομική Υπηρεσία όπου δίνονται συμβουλές στο κράτος που είναι αντίθετες με αυτές που θέλει η εκτελεστική εξουσία.
Παράλληλα, αναφερόμενος στο ζήτημα των “Checks and balances” ο κ. Σαββίδης είπε ότι το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την Κυβέρνηση το 1963 δεν επηρέασε καθόλου τους ελέγχους και τις ισορροπίες (“Checks and balances”) που αφορούν τον Γενικό Εισαγγελέα, εξηγώντας ότι αν μελετήσει κανείς το Σύνταγμα θα αντιληφθεί ότι για τις υποθέσεις των Τουρκοκυπρίων, το μόνο πρόσωπο που τις χειριζόταν ήταν ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που ήταν Τουρκοκύπριος και για τους Ελληνοκύπριους, ήταν ο Ελληνοκύπριος Γενικός Εισαγγελέας.
Τοποθετούμενος σε σχόλια σε σχέση με τη συνταγματική εξουσία του εκάστοτε Γενικού Εισαγγελέα να εκκινεί ή να διακόπτει ποινική διαδικασία και στη θέση που προβάλλεται από ορισμένους ότι πρέπει να υπάρχει δικαστικός και όχι ιεραρχικός έλεγχος των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα, ο κ. Σαββίδης είπε πως κατά την άποψή του η εισαγωγή ενός ιεραρχικού ελέγχου των αποφάσεων «όπως σκοπεύαμε να κάνουμε και όπως έχουμε ήδη μεταφέρει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πιστεύω ότι είναι καλύτερη πρακτική από τον δικαστικό έλεγχο. Πρώτον, διότι θα υπάρχει μια διευρυμένη ομάδα ανθρώπων που θα ασχολείται με τον έλεγχο, δεύτερον, θα είναι έλεγχος επί της ουσίας και τρίτον, δεν θα χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου το Σύνταγμα». Ο κ. Σαββίδης αναφέρθηκε και στον ήδη βαρυφορτωμένο όγκο εργασιών που διεξέρχονται καθημερινώς τα δικαστήρια.
Ο κ. Δημητρίου είπε από πλευράς του ότι επί της αρχής συμφωνεί με την Κυβέρνηση για την ανάγκη μεταρρύθμισης του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και τον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά και για την ανάγκη μεταρρύθμισης του θεσμού του Γενικού Ελεγκτή, υπενθυμίζοντας ότι αυτό ήταν κάτι που προεκλογικά δεσμεύτηκαν οι πλείστοι των υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές.
Πρόσθεσε ότι οι εκθέσεις για το κράτος δικαίου για το 2023 και ειδικότερα η τελευταία του 2024 κάνει ρητή αναφορά για την αναγκαιότητα διαχωρισμού των εξουσιών και την αναγκαιότητα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων είτε του Γενικού Εισαγγελέα είτε του Δημόσιου Κατήγορου.
Σημείωσε ακόμη ότι δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ή να μην ληφθεί υπόψη το δίκαιο της ανάγκης και να τεθεί σε κίνδυνο η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά αν υπάρχει η πολιτική βούληση για μεταρρύθμιση στη Νομική Υπηρεσία θα πρέπει να γίνει με τους νομικά ορθούς τρόπους. Εξέφρασε την άποψη ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών θα κερδηθεί με περισσότερη ειλικρίνεια σε ό,τι γίνεται.
Η κ. Σουτσόκα ανέφερε από πλευράς της ότι η Επιτροπή της Βενετίας εξακολουθεί να είναι της γνώμης ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο, μοναδικό μοντέλο για το εισαγγελικό σύστημα στις διάφορες χώρες, αλλά θα πρέπει να διατηρούν ορισμένους κανόνες. Πρόσθεσε ότι η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνει την ανάγκη για ανεξαρτησία και αυτονομία των εισαγγελικών αρχών.
Σημείωσε ακόμη ότι η Επιτροπή της Βενετίας και στις γνωμοδοτήσεις τις σημειώνει τη διαφορά μεταξύ της ανεξαρτησίας των δικαστών και του δικαστικού σώματος και της ανεξαρτησίας της εισαγγελίας, επειδή δεν είναι στο ίδιο επίπεδο.
Η κ. Καρακώστα αναφερόμενη στην έκθεση για το κράτος δικαίου είπε ότι πρόκειται για ένα προληπτικό εργαλείο που θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σκοπό τον εντοπισμό προβλημάτων σε πρώιμο στάδιο που αφορούν το κράτος δικαίου.
Πρόσθεσε ότι αυτό που ζητείται στην έκθεση του 2024 για το κράτος δικαίου στην Κύπρο από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η αποτελεσματική θεραπεία («effective remedy») και όχι μόνο επανεξέταση των πτυχών για το κράτος δικαίου.