Του Βασίλη Νέδου
Πριν λίγες ημέρες ένα drone έπεφτε πάνω στο Κρεμλίνο, σε ένα περιστατικό από το οποίο αποστασιοποιούνται και τα δύο εμπόλεμα μέρη, Ρωσία και Ουκρανία.
Στη τρέχουσα προεκλογική περίοδο στη γειτονική Τουρκία τα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη (ΜΕΑ-UAV) της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας (που ανασυγκροτήθηκε υπό τον γαμπρό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν) έχουν περίπου παρουσιαστεί ως πανάκεια για όλες τις ανάγκες των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ).
Σε διάφορες φάσεις της ελληνοτουρκικής κρίσης των τελευταίων ετών, (ιδιαίτερα από το 2020-21 και έπειτα) τα TB-2 (Bayraktar) και τα ANKA-S των ΤΕΔ αξιοποιήθηκαν προκειμένου να ασκήσουν πίεση προς τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με τρόπο πιο οικονομικό και ακίνδυνο, καθώς ένα UAV έχει 12-36 ώρες αυτονομίας με χαμηλότερες καταναλώσεις καυσίμων μιας και δεν είναι αεριωθούμενο, δίχως την κόπωση και το κόστος που απαιτείται για την εκπαίδευση ενός χειριστή.
Τα τουρκικά αλλά και τα ιρανικά UAV χρησιμοποιήθηκαν σε μια σειρά από πρόσφατες συγκρούσεις (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Αιθιοπία) και έχουν χαρακτηριστεί ως ένα όπλο το οποίο μπορεί να αλλάξει τη ροή ενός πολέμου.
Δεν συμφωνούν όλοι με αυτή τη διαπίστωση και στον ακαδημαϊκό κόσμο, τουλάχιστον αυτό το κομμάτι του που είναι συνδεδεμένο με τις τελευταίες εξελίξεις στη μελέτη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Πριν από περίπου ένα χρόνο με ένα μακροσκελές επιστημονικό άρθρο τους στο περιοδικό International Security (vol. 46, no 4, σελ. 130-171) του ΜΙΤ οι ερευνητές Antonio Calcara, Andrea Gilli, Mauro Gilli, Raffaele Marchetti και Ivan Zaccagnini επιχειρηματολόγησαν υπέρ της θέσης ότι τα UAV δεν έχουν αλλάξει τα δεδομένα στον πόλεμο (“Why drones have not revolutionized war”).
Σε αντίθεση προς τις γενικά διαδεδομένες αντιλήψεις περί drones, που σε σημαντικό βαθμό είναι επηρεασμένες από τη δημοσιότητα που συγκεντρώνουν τα ΜΕΑ, οι ερευνητές κατέληξαν ότι τα UAV δεν μπορεί να γυρίσουν τις ισορροπίες ενός πολέμου υπέρ του επιτιθέμενου. Και εξέτασαν τρεις συγκρούσεις στις οποίες ΜΕΑ χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση και δη στη Συρία, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Σε γενικές γραμμές οι συγγραφείς συμπέραναν ότι πρώτον, τα drones δεν βοήθησαν τους επιτιθέμενους. Πράγματι, μια προσεκτικότερη εξέταση της σύγκρουσης, για παράδειγμα, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, δείχνει ότι οι Αρμένιοι δεν έχασαν από τους Αζέρους λόγω των UAV, αλλά διότι οι δεύτεροι τα προηγούμενα είκοσι χρόνια είχαν επενδύσει σημαντικούς πόρους σε σύγχρονα συμβατικά οπλικά συστήματα.
Σε αντίθεση με τους Αρμένιους που πολέμησαν με βάση ύστερο Σοβιετικό οπλισμό. Επίσης τα UAV δεν φαίνεται ότι γεφυρώνουν τη διαφορά ανάμεσα σε ισχυρά και αδύναμα κράτη. Και, τρίτον, δεν οδήγησαν στην εξάλειψη της εκ του σύνεγγυς μάχης.
Επιπλέον εκτιμάται ότι τα drones μπορεί να είναι αποτελεσματικά μόνο όταν είναι ενταγμένα σε ευρύτερα σχήματα με συμβατικά οπλικά συστήματα, για παράδειγμα σε συνδυασμό με μαχητικά αεροσκάφη και αεροπλάνα που παρέχουν επιχειρησιακή εικόνα, ραντάρ και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, πυροβολικό και πεζικό.
Θεωρούν, επίσης, ότι η ανάπτυξη συστημάτων αεράμυνας και ηλεκτρονικού πολέμου από τοπικές ή μεγάλες δυνάμεις μπορούν πιθανώς να υποβαθμίσουν ή και να πάψουν ολοκληρωτικά μια επιθετική ενέργεια που στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στα στρατιωτικά drones της σημερινής τεχνολογίας. Κοινώς, δίχως υπεροπλία στον συμβατικό τομέα, τα drones δεν μπορεί παρά να δώσουν προσωρινό και εύκολα αναστρέψιμο πλεονέκτημα.
Ερωτηματικά και συζητήσεις όπως αυτές περνούν κατά κανόνα «κάτω από τα ραντάρ» του δημόσιου διαλόγου ο οποίος πολύ συχνά διεξάγεται μέσα από τον «βομβαρδισμό» της κοινής γνώμης με ειδήσεις για την τουρκική αμυντική βιομηχανία και την ανάπτυξή της τα τελευταία χρόνια.
Η συζήτηση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο τον αμυντικό σχεδιασμό της Ελλάδας σε αυτά τα τελευταία χρόνια. Αθόρυβα, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου τοποθετήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι σύστημα αντιμετώπισης των τουρκικών UAV, ενώ γίνονται προσπάθειες να αποκτήσει και η Ελλάδα δικά της συστήματα (Ισραηλινά HEROΝ στη Σκύρο και, μελλοντικά, Αμερικανικά MQ-9 στη Λάρισα).
Κυρίως, όμως, οι προσπάθειες στοχεύουν στην ενίσχυση της παρωχημένης σε σημαντικό βαθμό αεράμυνας, η οποία αποτελείται από πεπαλαιωμένα ρωσικής ή ανατολικοευρωπαϊκής τεχνολογίας συστήματα (TOR-M1, OSA-AK, S-300). Την αεράμυνα συμπληρώνουν τα συστήματα HAWK, ASRAD και, βεβαίως, MANPADS τύπου Stinger. Από τα συστήματα τα οποία απαιτούνται για την αντιμετώπιση απειλών, όπως αυτή που πηγάζει από τα UAV, η Ελλάδα έχει κάποιες δυνατότητες Ηλεκτρονικού Πολέμου (EW). Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δυνατότητες οι οποίες χρήζουν περαιτέρω ανάπτυξης και αυτό διότι σε αυτό τον τομέα, πράγματι η Τουρκία έχει ενισχυθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό.