Της Μαρίνας Οικονομίδου
«Η πιο εύκολη μέθοδος στο να αποτυπωθεί κάτι σε επίπεδο επικοινωνίας, είναι με το να διηγηθείς ιστορίες. Ο κόσμος θυμάται ιστορίες για μέρες, βδομάδες, ακόμη και μήνες αφότου τις ακούσουν. Αν αυτές οι ιστορίες αποτυπώνουν τους κύριους άξονες και μηνύματα που θέλει να περάσει ο ομιλητής, τότε το μήνυμα θα ‘μείνει’ και στη συνείδηση του ακροατηρίου» λέει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Βρετανός, γνωστός σύμβουλος σε θέματα Επικοινωνίας και Δημόσιας Ομιλίας, Dave Yewman. Υπογραμμίζει τη σημασία των επικοινωνιακών δεξιοτήτων ανάμεσα στα χαρακτηριστικά ενός ικανού ηγέτη και ξεκαθαρίζει πως ο δημόσιος λόγος δεν είναι απαραίτητα ένα έμφυτο ταλέντο αλλά κάτι που μπορεί να βελτιωθεί δραστικά με την εξάσκηση. Μιλάει για τον κίνδυνο χειραγώγησης από δημαγωγούς και το πώς θα πρέπει να ενισχυθεί η κριτική σκέψη, ενώ θεωρεί πρότυπο δημόσιου λόγου την περίπτωση Μπαράκ Ομπάμα, το 2004.
–Θεωρείται πως ένας καλός ηγέτης πρέπει να έχει απαραιτήτως και επικοινωνιακό χάρισμα. Μπορεί ωστόσο ένας δεινός ρήτορας να είναι παράλληλα και καλός ηγέτης;
–Μία ικανή ηγεσία απαιτεί 100% επικοινωνιακή δεξιότητα. Οι καλοί ηγέτες πρέπει να είναι και καλοί ομιλητές, διαφορετικά θα δυσκολευτούν να περάσουν αποτελεσματικά το μήνυμά τους –μία νέα στρατηγική ή ένα νέο προϊόν– στην ομάδα τους ή στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας τους. Προφανώς και χρειάζονται πολλά για να θεωρηθεί κάποιος ικανός ηγέτης, πολύ περισσότερα από το επικοινωνιακό χάρισμα, όπως άλλωστε χρειάζονται πολύ περισσότερα σε ένα αυτοκίνητο από το να έχει απλώς λάστιχα. Ωστόσο, ένας ηγέτης χωρίς επικοινωνιακές δεξιότητες μοιάζει με ένα αυτοκίνητο που δεν έχει λάστιχα. Συχνά οι ηγέτες είναι μηχανικοί, ερευνητές, επιστήμονες, προέρχονται δηλαδή από κλάδους όπου τα δεδομένα, τα λεπτομερή στοιχεία και τα γεγονότα είναι πρωταρχικής σημασίας. Από τη στιγμή, όμως, που θα αναλάβουν μία ηγετική θέση, τότε χρειάζεται να επικοινωνούν επιτυχώς με την ομάδα τους. Δεν είναι πλέον αστέρες που παίζουν για τον εαυτό τους αποκλειστικά, αλλά οι προπονητές –αν μιλήσουμε με όρους αθλητισμού– που θα πρέπει να ηγούνται και να σκέφτονται όλη την ομάδα. Είναι λοιπόν δύσκολη η μετάβαση και η αποτελεσματική επικοινωνία είναι κάτι που μπορεί να τους βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία.
–Λέγεται πάντως πως αρχικά ο Γκάντι δεν ήταν καλός ρήτορας αλλά καλός ακροατής. Είναι ο δημόσιος λόγος ένα έμφυτο ταλέντο ή μπορεί να γίνει καλός κάποιος με την εξάσκηση;
–Ο δημόσιος λόγος είναι κάτι που ενισχύεται και βελτιώνεται με την εξάσκηση. Επικρατεί η εντύπωση, όταν παρακολουθούμε για παράδειγμα μία παρουσίαση ή μία ομιλία, ότι δεν υπάρχει πίσω από αυτό καμία προσπάθεια ή δυσκολία. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι για παράδειγμα όπως στην περίπτωση του Μέσι που παίζει ποδόσφαιρο και σκεφτόμαστε αυτόματα πόσο καλός και ταλαντούχος είναι. Αυτό που δεν υπολογίζουμε είναι πόσες πολλές ώρες ξοδεύει στο να προπονείται. Τον βλέπουμε απλώς να παίζει ένα παιχνίδι 90 λεπτών και θεωρούμε πως αυτό είναι όλο. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση ενός καλού ομιλητή. Χρειάζεται πολλές ώρες εξάσκησης για να περάσει το μήνυμα ότι μπορεί να λέει ιστορίες και να τις επικοινωνεί ανεπιτήδευτα. Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα, ωστόσο, στον δημόσιο λόγο είναι ότι πρέπει να κάνεις πολλή εξάσκηση για να φανεί ότι σου βγαίνει αβίαστα και εντελώς φυσικά.
Κλίντον Vs Μπους
–Πώς μπορεί ένα πολιτικό πρόσωπο να χρησιμοποιήσει τον δημόσιο λόγο επιτυχώς για να περάσει τις προτάσεις του και τις ιδέες του σε ένα ευρύτερο κοινό, περιλαμβανομένων και όσων δεν συμμερίζονται τις πολιτικές θέσεις και αρχές του;
–Το storytelling έχει να κάνει με το πώς οι ψηφοφόροι κάνουν τις επιλογές τους, αλλά πολλοί πολιτικοί δεν διηγούνται στην ουσία μία ιστορία. Το 1992 για παράδειγμα, ο επικεφαλής της καμπάνιας του Μπιλ Κλίντον, James Carvielle, κατέγραψε τρία σημεία στον πίνακα του γραφείου του. «Αλλαγή vs μία από τα ίδια». «Είναι η οικονομία, ηλίθιε». «Και μην ξεχνάς τον τομέα της υγείας». Αυτοί ήταν οι άξονες στους οποίους κινήθηκε ο Κλίντον και κέρδισε τον εν ενεργεία Αμερικανό Πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, ο οποίος το 1991 είχε 89% αποδοχή, αμέσως μετά τον Πόλεμο στον Κόλπο. Όμως ο Κλίντον έλεγε συνεχώς μία καλύτερη ιστορία, περιλαμβάνοντας στην ιστορία του ένα από αυτά τα τρία πιο πάνω θέματα. Στην πολιτική οι πιο επικοινωνιακοί πολιτικοί κερδίζουν, ιδιαίτερα αν θέλουν να προσελκύσουν ένα ευρύτερο ακροατήριο. Τη δεκαετία του ’90 στις ΗΠΑ, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Μάριο Κουόμο παρομοίαζε την προεκλογική καμπάνια με την ποίηση και τη διακυβέρνηση με τον πεζό λόγο. Αυτό που ήθελε να πει είναι ότι όταν κάνεις προεκλογικό η ιστορία σου πρέπει να απογειωθεί, το όραμά σου πρέπει να είναι πειστικό. Όταν κερδίζεις ωστόσο, είσαι αντιμέτωπος με πραγματικά γεγονότα που απαιτούν λεπτομέρεια και είναι πιο καθημερινά. Το storytelling μπορεί να είναι ποίηση, αν το κάνεις σωστά.
–Έχετε πει πως τίποτα δεν μένει καλύτερα στη μνήμη ή τη συνείδηση του ακροατηρίου από μία καλή ιστορία. Πώς μπορεί το storytelling στις ομιλίες να επηρεάσει το κοινό;
–Ο καθηγητής του Princeton Uri Hasson κατέληξε μέσω της νευρολογικής έρευνας που έκανε ότι όταν οι ομιλητές διηγούνται ιστορίες, στην ουσία επιδρούν θετικά στον εγκέφαλο του ακροατηρίου, δεδομένου ότι το ακροατήριο μπορεί να ταυτιστεί με την ιστορία που ακούει. Ο Hasson το ονομάζει «brain coupling» και είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς μπορεί να επιδράσει μία απλή διήγηση μιας ιστορίας στη συνείδηση του ακροατηρίου. Στελέχη και πολιτικοί αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να αποκτήσουν συναισθηματική σύνδεση με τους ψηφοφόρους, ωστόσο δεν έχουν ιδέα πώς να το κάνουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το επιτυχημένο storytelling μπορεί να επηρεάσει δραστικά το πώς σκέφτονται οι ψηφοφόροι.
Στο βιβλίο «Made to Stick» οι συγγραφείς Chip και Dan Heath ερευνούν τι «μένει» σε ό,τι έχει να κάνει με επικοινωνία, είτε αυτό αφορά ομιλίες, διαφημίσεις, είτε αφορά ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων κ.λπ. Κατέληξαν ότι η πιο εύκολη μέθοδος στο να αποτυπωθεί κάτι σε επίπεδο επικοινωνίας, είναι με το να διηγηθείς ιστορίες. Ο κόσμος θυμάται ιστορίες για μέρες, βδομάδες, ακόμη και μήνες αφότου τις ακούσει. Αν αυτές οι ιστορίες αποτυπώνουν τους κύριους άξονες και μηνύματα που θέλει να περάσει ο ομιλητής, τότε το μήνυμα θα «μείνει» και στη συνείδηση του ακροατηρίου.
–Πώς μπορεί όμως ένας ομιλητής να χρησιμοποιήσει την τεχνική του storytelling για να περάσει σύνθετες ή δύσκολες ιδέες με εύκολο τρόπο στο κοινό;
–Πριν από μερικά χρόνια, ένας πελάτης μου που ειδικεύεται στον τομέα της τεχνολογίας και της καινοτομίας είχε μόλις εννέα λεπτά να μιλήσει για την τεχνητή νοημοσύνη σε ένα εκπαιδευτικό συνέδριο. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μας, μου ανέφερε ένα δοκιμαστικό project στις Φιλιππίνες που πήγε αρκετά καλά. Πιο συγκεκριμένα, ο οργανισμός στον οποίο εργαζόταν είχε εξοπλίσει τις σχολικές τάξεις στη Μανίλα με γιγαντοθόνες και τεχνολογία που είχε να κάνει με τεχνητή νοημοσύνη. Ομάδες παιδιών μπορούσαν να διδαχθούν μαθηματικά από cartoon avatars.
Η τεχνητή νοημοσύνη ήταν αρκετά έξυπνη για να αντιληφθεί ποια από τις 16 διαλέκτους της περιοχής χρησιμοποιούσε το κάθε παιδί, να διαβάσει τη γλώσσα του σώματός του και να στείλει την απάντηση. Η απάντηση μεταφερόταν στο κάθε παιδί από ένα cartoon από την οθόνη. Τα παιδιά, λοιπόν, είχαν την αίσθηση ότι απλώς ψυχαγωγούνταν, αλλά παράλληλα μάθαιναν μαθηματικά από ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης. Ο πελάτης μου είπε την ιστορία μέσα σε μόλις 9 λεπτά και χρησιμοποίησε φωτογραφίες από μικρά παιδιά που φορούσαν ακουστικά και μιλούσαν σε cartoon που βρίσκονταν στις οθόνες. Με αυτόν τον τρόπο αποσαφήνισε σε λίγα λεπτά τι ακριβώς είναι η τεχνητή νοημοσύνη σε ένα ακροατήριο εκπαιδευτικών και ανέδειξε τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας χωρίς να χρειαστεί να μπει στα περίπλοκα ζητήματα που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη. Η πραγματικότητα είναι πως τα μικτά ακροατήρια δεν ενδιαφέρονται για περίπλοκες λεπτομέρειες, θέλουν να μάθουν τα πλεονεκτήματα και οι ιστορίες είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αποτυπωθεί το για ποιο λόγο η τεχνολογία είναι αναγκαία. Σκεφτείτε το storytelling ως το trailer μιας ταινίας που το βλέπεις προτού αποφασίσεις αν θα την δεις ολόκληρη ή όχι. Το trailer πρέπει να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου ούτως ώστε να ακούσουν στη συνέχεια και τα πιο σύνθετα ζητήματα.
–Υπάρχει ωστόσο το πρόβλημα πως η έμφαση στην εικόνα κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας συμβάλλει στη διάδοση της παραπληροφόρησης και στην απουσία κριτικής σκέψης ανάμεσα στο κοινό…
–Η αλήθεια είναι πως αυτό είναι κάτι που με ανησυχεί έντονα. Οι δημαγωγοί έχουν αντιληφθεί ότι ένας εντυπωσιακός λόγος μπορεί εύκολα να περιλάβει και στοιχεία παραπληροφόρησης ή παραπλάνησης. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, ωστόσο τα καλά νέα είναι πως τα ακροατήρια αντιλαμβάνονται τις πλείστες φορές τους μη αυθεντικούς ομιλητές, και ως πρώην δημοσιογράφος είμαι πολύ ικανοποιημένος από τον τρόπο που λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση τα ανεξάρτητα μέσα, τα οποία κάνουν επαλήθευση πληροφοριών ή εκθέτουν την παραπληροφόρηση. Σε μία περίοδο ωστόσο που υπάρχουν τα χειραγωγούμενα Μέσα τα οποία παραπλανούν μία μερίδα των πολιτών μέσα από τα social media σε συνδυασμό με την ενίσχυση των ψευδών βίντεο και της τεχνητής νοημοσύνης, θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια ενίσχυσης της κριτικής σκέψης από το κοινό, καθώς η προσπάθεια τού να ξεχωρίσεις το γεγονός από τη μυθοπλασία θα γίνει όλο και δυσκολότερη.
–Για σας υπάρχει ένα πρότυπο δημόσιου λόγου;
–Ο Μπαράκ Ομπάμα τον Ιούλιο του 2004 ήταν ένας εν πολλοίς άγνωστος γερουσιαστής από το Ιλινόι, όταν έκανε την ομιλία του στο Συνέδριο των Δημοκρατικών στη Βοστόνη. Κανείς δεν τον γνώριζε πριν από την ομιλία, αλλά μέσα σε 16 λεπτά κατάφερε να προκαλέσει αίσθηση στο κοινό λόγω της σύντομης και γεμάτης μηνύματα ομιλίας του. Κύριο μήνυμα και αφήγημα ήταν η τόλμη του να ελπίζεις, περιλαμβάνοντας τη δική του προσωπική ιστορία, ότι ακόμη και εκείνος, ένα μικροκαμωμένο παιδί, με παράξενο όνομα, είχε την πίστη και την ελπίδα πως η Αμερική έχει μία καλή θέση γι’ αυτόν. Η ομιλία του Ομπάμα εκείνη τη νύχτα ήταν πολύ καλά δουλεμένη και κατάφερε να στείλει επιτυχώς το μήνυμα. Στα καλύτερά του, ο δημόσιος λόγος μπορεί να εμπνεύσει πολύ κόσμο. Προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν εκατοντάδες καλοί ομιλητές, μεταξύ των οποίων οι Reshma Suajani, Ken Robinson, Julian Treasure and Chimamanda Adichie.