Της Μαρίνας Οικονομίδου
Τον Νοέμβριο που πέρασε και κατά τη διάρκεια του πολυσυζητημένου καταστατικού συνεδρίου, ο γ.γ. του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου εξηγούσε πως στόχος των επικείμενων εκλογών είναι να γίνει το ΑΚΕΛ πρώτο στην καρδιά των συντρόφων. Ήταν βεβαίως μία δήλωση με διπλή ανάγνωση καθώς έστελνε το μήνυμα πως είτε η ηγεσία επεδίωκε να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του κόμματος, είτε ότι κύριος στόχος του Στέφανου Στεφάνου είναι πλέον η πρωτιά. Μόνο που μόλις πριν από μία εβδομάδα, το κόμμα που άλλαζε το καταστατικό του για να ανοιχθεί στην ευρύτερη κοινωνία, που φιλοδοξούσε να αυξήσει τα ποσοστά του και που εμμέσως υποσχόταν στα μέλη του την πρωτιά, απέστελλε επιστολή διαμαρτυρίας στο ΡΙΚ καθώς το κρατικό κανάλι παρέλειψε να καλύψει την παρουσίαση των υποψηφίων του. Ήταν εκδικητική κίνηση του ΡΙΚ απέναντι στην αντιπολίτευση, η προσωπική κόντρα του Γιαννάκη Νικολάου με το ΑΚΕΛ ή η γενικότερη αδιαφορία για όσα εκτυλίσσονται στο κόμμα; Κάποιοι επεσήμαναν με νόημα ότι μία τέτοια παράλειψη δεν θα συνέβαινε ποτέ στον ΔΗΣΥ, ενισχύοντας την απορία αν το ΑΚΕΛ θα τύχαινε της ίδιας μεταχείρισης αν προηγουμένως είχε εμπεδωθεί πως το κόμμα της Αριστεράς, όχι μόνο διεκδικεί την πρωτιά αλλά πολύ πιθανόν να βρεθεί στην εξουσία στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Παρά τις αρχικές έμμεσες αναφορές περί πρωτιάς, πλέον το ΑΚΕΛ περιορίζει τη ρητορική του και τη στόχευσή του στα εξής:
- Να αυξήσει το ιστορικά χαμηλό ποσοστό που κατέγραψε στις βουλευτικές του 2021.
- Να διατηρήσει τις δύο έδρες στην Ευρωβουλή.
- Να καταγράψει νίκες στους παραδοσιακά δικούς του δήμους.
- Να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την Ακροδεξιά στην Κύπρο και διεθνώς.
Η τέλεια καταιγίδα
Η αλήθεια είναι πως το ΑΚΕΛ για χρόνια κατέβαινε στη μάχη ασθμαίνοντας, με δεδομένη τη δεύτερη θέση και με εμφανή ανησυχία για τα ποσοστά που θα κατέγραφε. Ένα κόμμα απομονωμένο από συνεργασίες, με εσωστρέφεια, με ακαμψία στις εσωτερικές του λειτουργίες και ένα κόμμα που έδινε την αίσθηση ότι οι πολιτικές εξελίξεις το ξεπέρασαν. Όλο αυτό, σε συνδυασμό και με την αίσθηση που εμπεδώθηκε σε μερίδα της κοινωνίας και αξιοποιήθηκε πλήρως από τον ΔΗΣΥ, ότι το ΑΚΕΛ δεν μπορεί να κυβερνήσει –μετά τη διακυβέρνηση Χριστόφια– οδηγούσε σε μείωση ποσοστών αλλά και ενίσχυε τη χαμηλή αυτοπεποίθηση των στελεχών μπροστά στη μάχη. Αυτή τη φορά, τα προβλήματα του ΑΚΕΛ είτε έχουν επιλυθεί μερικώς, είτε έχουν επισκιαστεί από τα πολύ σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι κομματικοί χώροι και η κυβέρνηση. Ο ΔΗΣΥ όχι μόνο δεν έχει ακόμη συνέλθει από την ήττα των προεδρικών εκλογών, αλλά η εσωστρέφεια εντείνεται, οι πολιτικές τοποθετήσεις υπαναχωρούν έναντι των δημοσίων σχέσεων και ο κίνδυνος διάσπασης είναι υπαρκτός. Το ΔΗΚΟ κινδυνεύει να χάσει την τρίτη θέση στην κομματική σκακιέρα, ενώ στην ΕΔΕΚ έχει εμπεδωθεί σιωπηρώς πως την έδρα στην Ευρωβουλή θα τη χάσει από το ΕΛΑΜ. Η κυβέρνηση Νίκου Χριστοδουλίδη, η οποία είχε εκλεγεί με υψηλές προσδοκίες, φθείρεται μέρα με τη μέρα, με αποτέλεσμα να εντείνεται και η εσωστρέφεια εντός των συνεργαζόμενων μερών. Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό συνεπώς, το έδαφος θα αναμενόταν να είναι εντελώς πρόσφορο για το ΑΚΕΛ. Όχι μόνο για να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά των υπόλοιπων αλλά και να βγει μπροστά με προτάσεις, θέσεις, δυνατούς υποψηφίους και σίγουρα με τον αέρα του νικητή. Το ερώτημα είναι γιατί, ενώ οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ βρίσκονται σε μία μάχη για την πρώτη θέση, το ΑΚΕΛ παρουσιάζεται εξαφανισμένο από την πολιτική ατζέντα και το κομματικό ενδιαφέρον. Αυτό βεβαίως οφείλεται σε διάφορους παράγοντες:
- Το κόμμα της Αριστεράς έχει στρατηγικά επιλέξει να κρατήσει χαμηλούς τόνους στην αντιπαράθεση ΔΗΣΥ-ΕΛΑΜ.
- Υπάρχει συγκεχυμένο πολιτικό αφήγημα.
- Οι ευρωεκλογές δεν ήταν ποτέ εύκολη μάχη συσπείρωσης για το ΑΚΕΛ. Στους μεγάλους δήμους δεν υποστηρίζονται υποψήφιοι που να προέρχονται από το ΑΚΕΛ πλην της Λάρνακας.
- Δεν διαφαίνεται στρατηγικό πλάνο με ορίζοντα το 2028.
Την εβδομάδα που πέρασε, ο ΔΗΣΥ είχε να διαχειριστεί μία εμφύλια διαμάχη, καθώς ο παραιτηθείς αντιπρόεδρός του Μάριος Πελεκάνος παραιτείτο από το κόμμα και προσχωρούσε στο ψηφοδέλτιο του ΕΛΑΜ. Η πρώτη αντίδραση στελεχών και κυρίως του αναπληρωτή προέδρου Ευθύμιου Δίπλαρου ήταν να προειδοποιήσει τα μέλη ότι τυχόν ψήφος στο ΕΛΑΜ ενισχύει το ΑΚΕΛ και τελικώς αποδυναμώνεται ο ΔΗΣΥ ως το «κόμμα της σταθερότητας». Ήταν ένα αφήγημα που κούρασε και εν πολλοίς ξεχείλωσε την τελευταία δεκαετία από τον ΔΗΣΥ όμως ομολογουμένως –βάσει της κάλπης– είχε μέχρι σήμερα αντίκτυπο στους δεξιούς ψηφοφόρους. Η αντίδραση του ΑΚΕΛ μπροστά σε αυτό τον εμφύλιο κομματικό σπαραγμό αλλά και μπροστά στην παρουσίασή του ως το κακό που επωφελείται από τις διαρροές του ΔΗΣΥ ήταν η απόλυτη σιωπή. Μία σιωπή, ωστόσο, που ήταν πλήρως συνειδητή, καθώς αντιλαμβάνονται πλήρως στο ΑΚΕΛ πως τόσο στο πολιτικό σκηνικό διεθνώς όσο και στην Κύπρο, η ψήφος έχει μετακινηθεί δεξιότερα και ο αριστερός χώρος συνεχώς υποχωρεί. Αν το ΑΚΕΛ συνεπώς μπορέσει αφενός να ενισχύσει τα ποσοστά του και αφετέρου να διεκδικήσει και την πρωτιά, θα πρέπει να μη στείλει το μήνυμα της έπαρσης για τη νίκη και κυρίως ότι επιχαίρει γύρω από τη διάσπαση της Δεξιάς. Ήταν η ίδια στρατηγική που ακολουθήθηκε και στις προεδρικές εκλογές, όταν το κόμμα της Αριστεράς παρακολουθούσε αμέτοχο τους δύο υποψηφίους του ΔΗΣΥ να αλληλοσπαράζονται και να αφήνουν στο απυρόβλητο τον Ανδρέα Μαυρογιάννη. Μία τακτική που έδωσε τον χρόνο στον Ανδρέα Μαυρογιάννη να ενδυναμωθεί και τελικώς να διεκδικήσει με αξιώσεις την Προεδρία της Δημοκρατίας. Αυτή η στρατηγική βεβαίως αποτελεί και έμμεση παραδοχή του κόμματος πως δεν έχει πείσει για τις πολιτικές του, δεν κεφαλαιοποιεί δηλαδή τη φθορά των άλλων, αλλά περιορίζεται στο να επωφεληθεί –ενδεχομένως και πρόσκαιρα– από τις συγκυρίες του κυπριακού πολιτικού σκηνικού σήμερα.
Υποψηφιότητες
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν οι επιλογές του σε αυτή τη διπλή εκλογική μάχη είναι τέτοιες που θα αποδειχτούν νικητήριες, αλλά και που θα στείλουν συγκεκριμένα πολιτικά μηνύματα. Στις ευρωεκλογές κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται. Για παράδειγμα, ενώ το 2019 το κόμμα της Αριστεράς είχε πρωτοπορήσει με τη συμπερίληψη του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ και έστελνε συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα επανένωσης, αυτή τη φορά πέραν της ίσης εκπροσώπησης υποψηφιοτήτων από τα δύο φύλα, δεν υπάρχει καμία σημαντική σημειολογία στις επιλογές του κόμματος. Ούτε για το Κυπριακό, ούτε για το άνοιγμά του στην κοινωνία ή την οικονομία. Ήδη παρακολουθεί με ενδιαφέρον το κόμμα της Αριστεράς τον τρόπο με τον οποίο κινείται το νεοσύστατο Volt, το οποίο τόσο με τις θέσεις του στο κυπριακό όσο και με την παρουσία Μακάριου Δρουσιώτη –ως το αντίπαλο δέος της διακυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη– μπορεί να αποτελέσει επιλογή για ψηφοφόρους του ΑΚΕΛ. Αυτό σε συνδυασμό με την επιλογή της Άννας Θεολόγου έχουν ήδη δημιουργήσει συζητήσεις. Σε ό,τι αφορά την κα Θεολόγου εγείρονται ερωτήματα για το κατά πόσο είναι μία συμμαχία καιροσκοπική, με δεδομένο τις διαφορετικές θέσεις των δύο πλευρών στο Κυπριακό, αλλά και της γνωστής πλέον μεταπήδησής της σε άλλους κομματικούς χώρους. Κλείνει παράλληλα και την πόρτα σε ψηφοφόρους της φιλελεύθερης πτέρυγας του ΔΗΣΥ που στήριξαν τον Ανδρέα Μαυρογιάννη. Στο ΑΚΕΛ βεβαίως υποστηρίζουν πως οι θέσεις του κόμματος μαζί της στην οικονομία συγκλίνουν πλήρως και πως η εν λόγω συνεργασία θα φέρει κοντά μία σημαντική μερίδα ψηφοφόρων από την ευρύτερη κοινωνία.
Όσο όμως κι αν ο στόχος στις ευρωεκλογές είναι η συσπείρωση του κόμματος και η διεύρυνσή του σε μία ευρύτερη μερίδα της κοινωνίας που θα ενισχύσει τα ποσοστά του κόμματος, οι στοχεύσεις των δημοτικών εκλογών αλλάζουν. Στο ΑΚΕΛ επισημαίνουν πως κύριος στόχος είναι να κερδηθούν δήμοι και οι συνεργασίες που έγιναν να έχουν αποτύπωμα στον χρόνο.
Συμμαχίες και συγκυρίες
Σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν το κόμμα της Αριστεράς διεκδικούσε και την πρωτιά των εκλογικών μαχών με δικά του στελέχη στους μεγάλους δήμους, σήμερα πλην του Ανδρέα Βύρα που είναι κομματικό στέλεχος, στους μεγάλους δήμους επιλέγηκαν πρόσωπα που ανήκουν στην Κεντροδεξιά, όπως ο Ανδρέας Αρμεύτης στη Λεμεσό και ο Χαράλαμπος Προύντζος στη Λευκωσία. Η μία ανάγνωση θέλει το κόμμα να παρουσιάζει ατολμία να διεκδικήσει με δικούς του υποψήφιους ακόμα και σε δήμους που παραδοσιακά ήταν δικοί του, η δεύτερη ανάγνωση θέλει τις εν λόγω επιλογές να εμπίπτουν στην προσπάθεια διεύρυνσης του κόμματος στην κοινωνία και στην προσπάθεια συμμαχιών με στόχο το 2028. Πρόσωπα που θα μείνουν κοντά στο κόμμα ανεξαιρέτως αν εκλεγούν ή όχι και που πιθανόν να αποτελούν ακόμα και επιλογές για το 2028. Το ερώτημα είναι αν πέραν των προσωπικοτήτων οι συμμαχίες έχουν βάθος χρόνου και με τα κόμματα. Το ΑΚΕΛ κατάφερε να προχωρήσει σε σημαντικές συμμαχίες με τον Ενδιάμεσο, παρά την αρχική πρόθεση και παραίνεση του προέδρου της Δημοκρατίας να απομονωθεί το ΑΚΕΛ και να επιτευχθεί μία ευρεία συνεργασία με τον ΔΗΣΥ που θα λειάνει το έδαφος για να μπει στη συγκυβέρνηση. Κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό –και εξαιτίας των κακών χειρισμών του ΔΗΣΥ αλλά και εξαιτίας της σοβαρής προσπάθειας που έγινε από τον Στέφανο Στεφάνου. Αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι αν οι συμμαχίες που έγιναν στις δημοτικές εκλογές έχουν προεκτάσεις για το 2028. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν επιτυγχάνετο η τριμερής επί Τάσσου Παπαδόπουλου και Δημήτρη Χριστόφια, σφραγίζοντας τη συμμαχία ΑΚΕΛ με Ενδιάμεσο, σήμερα οι συμμαχίες των δημοτικών εκλογών δεν αποτελούν προϊόν μιας μακρόπνοης στρατηγικής για το 2028 αλλά είναι καθαρά συγκυριακές.
Η δυστοκία των διπλών εκλογών
Η αλήθεια είναι πως το πολιτικό σύστημα θεωρούσε πως θα επωφεληθεί από τη διεξαγωγή διπλών εκλογών και πως αυτό θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη συσπείρωση. Όσα όμως εκτυλίσσονται δίνουν την αίσθηση πως υπάρχει εμφανής δυστοκία στη δημιουργία πολιτικού αφηγήματος και διακυβεύματος. Και αυτό δεν αφορά αποκλειστικά το ΑΚΕΛ, αλλά όλα τα κόμματα. Μία εκλογική μάχη, όπως οι δημοτικές εκλογές, που βασίζεται στην προσωπική ψήφο και την ανάγκη συμμαχιών έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις ευρωεκλογές, όπου τα κόμματα καταγράφουν στην ουσία τη δύναμή τους και βάσει αυτών θα κριθούν. Ενώ για παράδειγμα ο Στέφανος Στεφάνου επιχειρεί να ανοίξει μέτωπο αντεπίθεσης με την κυβέρνηση και τα συνεργαζόμενα με αυτήν κόμματα, ούτως ώστε να συσπειρώσει το ακροατήριό του, την ίδια στιγμή υποψήφιοι σε δήμους, που βασίζουν την εκλογή τους στη συνεργασία με τον Ενδιάμεσο, κάνουν εκκλήσεις να πέσουν οι τόνοι για να μην αποτελέσουν την παράπλευρη απώλεια σε αυτή τη διαμάχη.
Ο Στέφανος στον κόσμο της εικόνας
Το κατά πόσο θα μπορέσει το κόμμα να χαράξει τη δική του πολιτική χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα του και παράλληλα να βγει κερδισμένο από τις επικείμενες εκλογές είναι το μεγάλο στοίχημα. Το σίγουρο είναι πως η πολιτική της εικόνας, από την οποία έχουν επωφεληθεί οι δύο κύριοι πολιτικοί αντίπαλοι του Στέφανου Στεφάνου, ο Νίκος Χριστοδουλίδης και η Αννίτα Δημητρίου, δεν έχει περάσει απαρατήρητη στην Εζεκία Παπαϊωάννου. Η απουσία πρωτοκλασάτων στελεχών, η συνειδητή επιλογή κεντροδεξιών υποψηφιοτήτων και οι χαμηλοί τόνοι που ακολούθησε μέχρι σήμερα τόσο ο ίδιος ο γ.γ. του ΑΚΕΛ όσο και το ίδιο το κόμμα, δίνουν την αίσθηση πως εντός του ΑΚΕΛ έχει εμπεδωθεί πως η κοινωνία αποστρέφεται την έντονη ιδεολογικοπολιτική σφραγίδα και αποζητάει περισσότερο την εικόνα. Ο κίνδυνος που θα πρέπει να αποφύγει ωστόσο το ίδιο το κόμμα όσο και ο Στέφανος Στεφάνου, ο οποίος παρουσιάζει και ο ίδιος ψηλά ποσοστά αποδοχής, είναι να μην αποτελούν τις παράπλευρες απώλειες της πολιτικής της εικόνας. Σε όλη αυτή την προσπάθεια δηλαδή του ανοίγματός του να μη χάσει το πολιτικό του αποτύπωμα, συγχύζοντας εν τέλει το εκλογικό του ακροατήριο. Ήδη μετά από μία μακρά περίοδο κοιλιάς, το ΑΚΕΛ μπήκε δυναμικά στην αντιπαράθεση για τα μέτρα εναντίον της ακρίβειας που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Αναμένεται να διαφανεί αν οι τόνοι θα συνεχίσουν να είναι υψηλοί ή αν αποτελούσε πυροτέχνημα και θα επιστρέψει στην πορεία στους χαμηλούς τόνους.