
ΚΥΠΕ
Την έντονη απογοήτευση του από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αλυκή Ακρωτηρίου, με την αύξηση των ποσοτήτων γλυκού νερού και την παράνομη απόρριψη λυμάτων, εξέφρασε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Περιβάλλοντος, Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, ο οποίος προειδοποίησε πως, αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα, «σιγά σιγά θα χάσουμε τον υδροβιότοπο Ακρωτηρίου».
Από την πλευρά του ο Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος, Θεόδουλος Μεσημέρης αναφέρθηκε σε διαπίστωση για παράνομη απόρριψη αποβλήτων για την οποία έχει εκδοθεί πρόστιμο ύψους €20.000 και μίλησε για πλάνο τεσσάρων πυλώνων δράσεως το οποίο έχει καθοριστεί.
Ο Πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής επισκέφθηκαν, το πρωί της Τετάρτης, τη λίμνη Μακριά που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της αλυκής Ακρωτηρίου και ακολούθως παρακάθισαν σε ευρεία σύσκεψη, στο Περιβαλλοντικό Κέντρο Ακρωτηρίου, με εκπροσώπους αρμόδιων κυβερνητικών τμημάτων, του ΕΟΑ Λεμεσού, των δημοτικών Αρχών, των Βρετανικών Βάσεων καθώς και Περιβαλλοντικών Οργανώσεων.
Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του ο κ.Θεοπέμπτου, «είναι φανερό ότι πάρα πολλοί ήξεραν τις πηγές της ρύπανσης, τα προβλήματα με τα νερά της βροχής, το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις πώς καταλήγουν λύματα μέσα στην αλυκή, το γεγονός ότι γέμισε η αλυκή καλάμια και δεν μένει χώρος για τα πουλιά».
Σημείωσε ακόμη το γεγονός, όπως αναφέρθηκε και στη σύσκεψη, ότι λόγω της υποβάθμισης του υδροβιότοπου, ο αριθμός των φλαμίνγκο που καταγράφηκαν το τελευταίο διάστημα δεν ξεπερνά τα 100, σε σύγκριση με μερικές χιλιάδες τα προηγούμενα χρόνια.
«Είμαι επίσης πάρα πολύ απογοητευμένος για το γεγονός ότι οι υπηρεσίες έβλεπαν όλη αυτή τη ζημιά να συμβαίνει, να περνούν τα χρόνια και να μην κάνει κανένας τίποτα», ανέφερε και πρόσθεσε πως «δόθηκαν και άδειες για να γίνουν διάφορες αναπτύξεις, χωρίς να γίνουν σωστές μελέτες, ώστε να λάβουμε προληπτικά μέτρα για να μην έχουμε αυτά τα προβλήματα».
Φοβούμαι πάρα πολύ, συνέχισε, «ότι και με τις αναπτύξεις που έχουν αδειοδοτηθεί δίπλα, σιγά σιγά θα χάσουμε τον υδροβιότοπο Ακρωτηρίου, με λίγα λόγια δεν θα έχουμε αλυκή».
Ερωτηθείς για το τι θα μπορούσε να γίνει, ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Περιβάλλοντος ανέφερε πως οι αρμόδιοι πρέπει να εντοπίσουν τις πηγές της ρύπανσης, «να πάρουμε νομικά μέτρα εναντίον οποιουδήποτε συνεχίζει να ρυπαίνει, πρέπει να καθίσουν διάφορες υπηρεσίες, ν’ αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του, να βρουν λύσεις και να τις εφαρμόσουν με ένα χρονοδιάγραμμα που θα ξέρουμε για να μπορούμε να τους παρακολουθούμε».
Η Επιτροπή, σημείωσε, δεν επισκέπτεται σήμερα τυχαία την περιοχή, γιατί όπως είπε «μας είχαν δώσει υποσχέσεις για την αλυκή, μας είπαν ότι έκαναν μελέτες και έργα και κανένας δεν έκανε τίποτα».
Από την πλευρά του, ο Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος, Θεόδουλος Μεσημέρης αποκάλυψε πως «έχει διαπιστωθεί μια παράνομη απόρριψη αποβλήτων και στο πλαίσιο εφαρμογής και επιβολής της σχετικής νομοθεσίας έγινε η έκδοση σχετικού εξώδικου (20 χιλιάδων ευρώ) το οποίο είναι προς επιβολή».
Ερωτηθείς αν εντοπίστηκε η πηγή της γενικότερης ρύπανσης της περιοχής, είπε πως η ρύπανση αφορά έναν «συνδυασμό ανεξέλεγκτης ροής όμβριων υδάτων και ταυτόχρονα, παράνομες απορρίψεις υγρών αποβλήτων», υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει άμεσα να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες αποκατάστασης για να επιστρέψει η αλυκή στην προτέρα κατάσταση της.
Συγκεκριμένα, συνέχισε, έχει καθοριστεί πλάνο τεσσάρων πυλώνων δράσεως, με τον πρώτο να αφορά τα όμβρια ύδατα και μελέτη που ξεκίνησε από τον ΕΟΑ Λεμεσού, «μέσα από την οποίαν θα καταδειχθούν οι τυχόν πρόσθετες υποδομές που πρέπει να γίνουν, αλλά ταυτόχρονα θα γίνει ένας προβληματισμός κατά πόσο θα πρέπει να αλλάξει το υφιστάμενο μοντέλο ανάπτυξης και να μπουν περισσότεροι περιορισμοί για τυχόν νέες αναπτύξεις και πρόσθετοι όροι στις υφιστάμενες μεγάλες αναπτύξεις».
Ο δεύτερος πυλώνας, πρόσθεσε, αφορά στην παράνομη απόρριψη λυμάτων και ήδη έχει ζητηθεί από τον ΕΟΑ Λεμεσού να δρομολογήσει άμεσα σύνδεση όλων των υποστατικών της περιοχής με το αποχετευτικό, «έτσι ώστε να αποφύγουμε ενδεχόμενο ρύπανσης του υδροφορέα και της αλυκής από τις παράνομες αποθέσεις σε απορροφητικούς λάκκους». «Έχουμε ενημερωθεί ότι έχουν ξεκινήσει οι συνδέσεις και των τελευταίων υποστατικών, ειδικότερα των μεγάλων και αυτό είναι ένα ευχάριστο νέο για περιορισμό του ενδεχομένου ρύπανσης από τα λύματα των δραστηριοτήτων της περιοχής», συμπλήρωσε.
Όσον αφορά στον τρίτο πυλώνα, είπε ο κ. Μεσημέρης, αυτός αφορά στην εφαρμογή και επιβολή νομοθεσίας στις υφιστάμενες δραστηριότητες και υπέδειξε ότι «κλιμάκιο επιθεωρητών του Τμήματος Περιβάλλοντος, σε συνεργασία με τις ΒΒ, επιθεωρούν όλες τις αναπτύξεις για να διαπιστώσουν συμμόρφωση με τους όρους των αδειών και να πατάξουν την παράνομη δραστηριότητα».
Ο τέταρτος πυλώνας, πρόσθεσε, αφορά στην παρακολούθηση των περιβαλλοντικών παραμέτρων της αλυκής, όπου, σε συνεργασία με τις ΒΒ, «έχουμε καθορίσει ένα σχέδιο παρακολούθησης, έτσι ώστε να μπορούμε να επεμβαίνουμε σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επίπτωση στους περιβαλλοντικούς δείκτες».
«Θεωρώ ότι με τις σωστές ενέργειες και ειδικότερα με τη μελέτη που γίνεται για τα όμβρια ύδατα, θα βρεθούν οι λύσεις για να μπορέσει να γίνει αποκατάσταση», τόνισε ο Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος.
Για κακοδιαχείριση και αδιαφορία στο Βατί, κάνει λόγο ο Θεοπέμπτου
Η κοινοβουλευτική Επιτροπή Περιβάλλοντος επισκέφθηκε εξάλλου το Σταθμό Επεξεργασίας Λυμάτων στο Βατί, όπου ενημερώθηκε για το φαινόμενο ρύπανσης του γειτονικού φράγματος των Πολεμιδιών, από την παράνομη απόρριψη υγρών αποβλήτων, από βυτιοφόρα, όταν το περιεχόμενο τους δεν μπορεί να παραληφθεί από το σταθμό.
Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής «θεωρώ ότι το Βατί είναι από τις περιοχές της Κύπρου που μπορεί να έρθει κάποιος να δει τι γίνεται όταν έχεις κακοδιαχείριση και αδιαφορία. Έχουμε έναν τεράστιο σκυβαλότοπο που έπρεπε να γίνει αποκατάσταση και δεν έγινε, με αποτέλεσμα, όταν βρέχει να απορροφούνται τα νερά από τα σκουπίδια και όλα αυτά τα ζουμιά να κατεβαίνουν στο φράγμα Πολεμιδιών».
Την ίδια ώρα, συνέχισε, «έχουμε έναν ποταμό που πετά ο κόσμος ό,τι φανταστείτε υπό μορφή υγρών λυμάτων, είτε είναι μηχανικά, είτε οικιακά, είτε βόθροι και οτιδήποτε» και σημείωσε ότι κανένας δεν μπορεί να ελέγξει που παραδίδονται τα υγρά απόβληματα βιομηχανικών μονάδων, όταν δεν μπορεί να τα παραλάβει ο σταθμός.
«Αν είχαμε επιθεωρήσεις, αν κάναμε τη σωστή ενημέρωση, αν κάναμε και τις υποδομές - και δεν είναι μόνο στη Λεμεσό, είναι παντού σε όλη την Κύπρο το πρόβλημα - θα μπορούσαμε να φροντίσουμε τον τόπο μας», είπε ο κ.Θεοπέμπτου.
Σε πλήρη διάταξη οι μηχανισμοί επιθεώρησης, λέει ο Θ. Μεσημέρης
Εξάλλου, όπως εξήγησε ο Διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος «οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν παράνομες απορρίψεις υγρών βιομηχανικών και οικιακών αποβλήτων, από βυτιοφόρα, στην ευρύτερη περιοχή του Βατί».
Τόνισε, παράλληλα, ότι το φαινόμενο μπορεί να περιοριστεί και «ήδη έχουμε τους μηχανισμούς επιθεώρησης σε πλήρη διάταξη», ενώ υπέδειξε πως «θα είμαστε αμείλικτοι και πρόθεση μας είναι να στείλουμε σοβαρά μηνύματα σε όσους έχουν πρόθεση να συνεχίσουν τις παράνομες απορρίψεις, επιβάλλοντας τη μέγιστη εξώδικη ρύθμιση που προβλέπεται από τη νομοθεσία, η οποία είναι 20 χιλιάδες ευρώ για τον καθένα που ρυπαίνει το περιβάλλον».
Σε ερώτηση για τα μέτρα που λαμβάνει το Τμήμα του, ο κ. Μεσημέρης είπε πως υπάρχει ένα δίκτυο παρακολούθησης της παράνομης απόρριψης , εκφράζοντας τη βεβαιότητα του ότι «θα γίνει αισθητή η παρουσία μας σε σημείο που θα είναι αποτρεπτική». Παράλληλα, ανέφερε ότι, λόγω ακριβώς των μέτρων που λαμβάνονται τις τελευταίες μέρες «οι πληροφορίες είναι πως έχει περιοριστεί το μέγεθος του προβλήματος».
Κληθείς να σχολιάσει κατά πόσο θα έπρεπε το κράτος να επιβάλει στις βιομηχανίες να λειτουργούν δικό τους βιολογικό σταθμό, δήλωσε πως «εξετάζεται το ισοζύγιο μάζας της επαρχίας Λεμεσού, δηλαδή τι είναι οι παραγόμενες ποσότητες από τις βιομηχανίες και ποιά η διαθέσιμη χωρητικότητα των μονάδων που μπορούν να τα διαχειριστούν, έτσι ώστε, εκεί που φανεί ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επεξεργασίας, θα αναθεωρήσουμε τους όρους αδειοδότησης συγκεκριμένων μονάδων, είτε για να μειώσουν τον όγκο των αποβλήτων τους, είτε για να διαμορφώσουν τους δικούς τους χώρους διαχείρισης».