Δήμητρα Τριανταφύλλου
«Αυτό που βλέπουμε στη Βαλένθια είναι ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της κλιματικής κρίσης» λέει στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Ευθύμης Λέκκας, τονίζοντας ακόμα πως «οι ακραίες καταστροφές μεγάλης έκτασης, οι οποίες σημειώνονται με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα, είναι η κλιματική κρίση σε πλήρη εξέλιξη».
Εδώ και μερικές ημέρες, ο έμπειρος γεωλόγος βρίσκεται με την ομάδα των μεταπτυχιακών φοιτητών του προγράμματος «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος Καταστροφών και Κρίσεων» του ΕΚΠΑ, στη Βαλένθια. Στόχος τους, να πραγματοποιήσουν μια αυτοψία και να δουν από κοντά τη διαχείριση μίας κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Ενα «εντελώς ακραίο φαινόμενο»
Μιλώντας καταρχάς για την ταυτότητα της ισπανικής κακοκαιρίας η οποία στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 213 ανθρώπους, ο κ. Λέκκας εξηγεί πως η Βαλένθια βρέχεται από τη Μεσόγειο. Μάλιστα στην ανοιχτή πλευρά της, δεν είναι ένα πιο κλειστό σύστημα όπως η Ελλάδα. Οι υψηλές θερμοκρασίες στην ατμόσφαιρα και στη θάλασσα οδηγούν σε εξάτμιση της θάλασσας και σε πρόκληση υδρατμών. Οταν αυτοί «συναντούν» μία ψυχρή λίμνη στην τροπόσφαιρα, όπως συνέβη στην πρόσφατη κακοκαιρία, προκαλούνται έντονες βροχοπτώσεις και χαλάζι. «Η Βαλένθια λόγω θέσης έχει “δει” ξανά έντονες κακοκαιρίες, αλλά όχι κάτι τόσο ραγδαίο και ακραίο», λέει ο καθηγητής.
Ο ίδιος ξεκαθαρίζει πάντως πως «οπουδήποτε κι αν συνέβαινε μια τέτοια κακοκαιρία, σε μια προηγμένη χώρα, τα ίδια αποτελέσματα θα είχαμε. Αν είχε συμβεί ο Daniel στη Βαλένθια, το ίδιο θα είχε προκαλέσει που προκάλεσε στη Θεσσαλία. Η ραγδαιότητα αυτών των φαινομένων δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Οι περιοχές είναι που αλλάζουν κάθε φορά».
Ο μηχανισμός της πλημμύρας
Οσον αφορά στον μηχανισμό ο οποίος οδήγησε στο να βυθιστούν στη λάσπη η βιομηχανική ζώνη και οι παράκτιες περιοχές της Βαλένθια, ο κ. Λέκκας σημειώνει πως η τοπογραφία της περιοχής έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως συνέβη και με τη Θεσσαλία και τον Daniel. Το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά που ένα ακραίο φαινόμενο κάνει την εμφάνιση του: βρίσκει τα κενά και τον τρόπο να «εκμεταλλεύεται» τα αδύναμα σημεία μιας περιοχής.
Περιγράφοντας το τοπίο ο ίδιος λέει: «Φανταστείτε την πληγείσα περιοχή σαν τη θεσσαλική πεδιάδα χωρίς το Πήλιο και τον Κίσσαμο. Είναι όπως η λεκάνη της Θεσσαλίας αλλά χωρίς τα βουνά στην παραλιακή περιοχή. Στη Θεσσαλία τα νερά αποστραγγίζει κατά βάση ο Πηνειός, εδώ αυτή τη δουλειά κάνουν τρία τέσσερα ποτάμια τα οποία καταλήγουν στη Βαλένθια».
Αντίθετα με την αρχική θεώρηση πως η κύρια λεκάνη που προκάλεσε τη μεγάλη πλημμύρα ήταν αυτή του ποταμού Τούριας, ο κ. Λέκκας σημειώνει πως δεν είναι αυτός που «έπνιξε» τη Βαλένθια, αν και έδωσε και αυτός πλημμυρικό φαινόμενο.
«Είναι ο ποταμός Ράμπλα ντελ Πόγιο, ένας μικρότερος, παρακείμενος στον Τούριας, ο οποίος αποστράγγιζε μια έκταση 10-20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, μια μικρή λεκάνη απορροής, σε αντίθεση με τον Τούριας που αποστράγγιζε 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το νερό εισήλθε σε αυτόν πολύ απότομα, ενώ όταν έχουμε μεγάλη λεκάνη απορροής το νερό διοχετεύεται πιο αργά. Την ίδια στιγμή, αυτό το γεγονός συνδυάστηκε με την κακή επιλογή πολλών πολιτών, ακριβώς λόγω έλλειψης ενημέρωσης, να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν με τα αυτοκίνητά τους για να γλιτώσουν. Αυτή είναι η χειρότερη επιλογή που μπορεί να κάνει κάποιος σε μια πλημμύρα. Το αμάξι είναι το πρώτο που παρασύρεται».
Τελικά ο Ράμπλα Ντελ Πόγιο φούσκωσε και όταν ξεκίνησε να κατεβαίνει ορμητικά προς τη βιομηχανική περιοχή της Βαλένθια «έπεσε» και φράκαρε μαζί με τα πολλά φερτά του υλικά πάνω σε δύο γέφυρες, τέσσερα περίπου χιλιόμετρα πριν από τη θάλασσα. Επνιξε αρχικά τη βιομηχανική ζώνη με τέτοια ορμητικότητα, που μεγάλες και βαριές νταλίκες μετακινήθηκαν και έπεσαν πάνω στους τοίχους των βιομηχανικών κτιρίων.
«Αυτό είναι εγκληματικό. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Να αφήνουμε δηλαδή το παλιό γεφύρι και λίγα μέτρα παρακάτω να φτιάχνουμε ένα νέο. Δημιουργείς με αυτόν τον τρόπο ένα εμπόδιο στο… τετράγωνο, για τα φερτά υλικά να περάσουν από κάτω. Σε μια έντονη βροχόπτωση φουσκώνει το νερό στην πρώτη γέφυρα όπου βρίσκει εμπόδιο και μετά φουσκώνει και στην επόμενη».
Τι πρέπει να αλλάξει
Αυτό που ο κ. Λέκκας ξεχωρίζει ως το μεγάλο μειονέκτημα στη διαχείριση της κακοκαιρίας στην Ισπανία είναι η καθυστερημένη ενημέρωση και πληροφόρηση. «Τέσσερις μέρες μετά και ακόμα οι Ισπανοί δεν έχουν αντιληφθεί τι έχει συμβεί», σημειώνει ο καθηγητής, εξηγώντας πως οι ισπανικές αρχές για πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας αλλά και μετά τη λήξη της, έχασαν πλήρως τη γενική εικόνα της κατάστασης, μη μπορώντας καν να υπολογίσουν τους αγνοούμενους. «Η κακή καταμέτρηση –νεκρών, αγνοούμενων, μεγέθους καταστροφής– είναι κάτι που είχαμε δει να συμβαίνει και στον περυσινό σεισμό στην Τουρκία. Μόλις πέφτουν τα δίκτυα λόγω κακοκαιρίας πέφτει… μαύρο», λέει χαρακτηριστικά.
Οσο για το επίπεδο της προετοιμασίας του κρατικού μηχανισμού, «αυτό ήταν πολύ ανεπαρκές. Παρότι οι υποδομές και τα έργα των Ισπανών είναι πιο καλά σχεδιασμένα από τα δικά μας, ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης του φαινομένου ήταν κακός. Πλέον κάποιες υποδομές θέλουν τροποποιήσεις, κάποιες άλλες θέλουν εκ νέου χτίσιμο. Η φιλοσοφία πάντως και της πολιτικής προστασίας και της δημιουργίας υποδομών απαιτεί αλλαγή. Η επόμενη μέρα για την Ισπανία είναι μια μεγάλη πρόκληση».
Σε αυτό το σημείο, ο κ. Λέκκας αναφέρει πως νευραλγικό ρόλο στο μεγάλο χάος που προσπαθεί να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή η Βαλένθια, έπαιξε το γεγονός ότι δεν εστάλησαν προειδοποιητικά μηνύματα στους πολίτες. Οταν αυτό έγινε, ήταν πια αργά, παρότι η πρόγνωση του φαινομένου ήταν αρκετά καλή.
«Η Πολιτική Προστασία στην Ισπανία ήταν απούσα. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, στο κομμάτι της διαχείρισης κρίσεων και της προετοιμασίας για αυτές, ειδικά σε ό,τι αφορά την προειδοποίηση των πολιτών, έχουμε διανύσει πολύ δρόμο και είμαστε πολύ πιο μπροστά από πολλές προηγμένες χώρες», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Οσον αφορά στις υποδομές, ο κ. Λέκκας αναφέρει πως είναι λάθος η κατηγορία ότι τα έργα των Ισπανών είναι πια ξεπερασμένα. «Απλώς οι αντιλήψεις εκείνης της εποχής δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη σημερινή κατάσταση» εξηγεί, υπογραμμίζοντας πως «πολλές φορές, υλοποιούμε νέα έργα και παρότι είναι πιο σωστά κατασκευαστικά σε σχέση με το παρελθόν η ανθεκτικότητά τους είναι μικρότερη. Παλιά γεφύρια στέκονται στη θέση τους ενώ νέες γέφυρες καταρρέουν στις καταστροφές. Πολλές φορές στα νέα έργα δεν υπάρχει έλεγχος».
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγεί ο καθηγητής, ό,τι αντίληψη υπήρχε στο παρελθόν για την αντιμετώπιση των κακοκαιριών το «ακυρώνει» τώρα η φύση με εμφατικό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σκέψη που είχαν στη Βαλένθια τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπου για να αντιμετωπίσουν το φούσκωμα του ποταμού Τούριας μέσα στην πόλη, τον παρέκαμψαν, εγκιβωτίζοντάς τον και βγάζοντάς τον στην περίμετρο της πόλης. «Τελικά πλημμύρισε ξανά. Γιατί εκεί που ήξερε να πηγαίνει το νερό, θα ξαναπάει».