ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η κλιματική κρίση δεν καταλαβαίνει από κρίσεις

Δραματική προειδοποίηση του ΟΗΕ για τις εκπομπές ρύπων και την ανάγκη άμεσης διεθνούς και συντονισμένης δράσης

Kathimerini.gr

Της Ευριδίκης Μπερσή

Αν η υπέρβαση της οικονομικής και της ενεργειακής κρίσης, καθώς και ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία δεν ήταν αρκετές ως προκλήσεις για τη σημερινή Ευρώπη, ήρθε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών να θυμίσει ότι η κλιματική καταστροφή επιταχύνεται. Το χειρότερο είναι ότι τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η νέα έκθεση του ΟΗΕ θεωρούνται υπεραισιόδοξα, καθώς πολλές μετρήσεις δείχνουν ότι τα κράτη διοχετεύουν ακόμη περισσότερους ρύπους στην ατμόσφαιρα από αυτό που δηλώνουν στον ΟΗΕ.

Αντί των 44,2 δισ. τόνων CO2 που υποτίθεται ότι εξέπεμψε η ανθρωπότητα το 2019, ο πραγματικός όγκος είναι μεγαλύτερος κατά 8,8 έως 13,3 δισ. τόνους.

Στις 7 Νοεμβρίου ξεκινάει στο Σαρμ-ελ-Σέιχ της Αιγύπτου μία ακόμη διεθνής διάσκεψη για το κλίμα (COP 27), με στόχο να αρχίσει επιτέλους η παγκόσμια και συντονισμένη κούρσα μείωσης των ρύπων κατά 45% έως το 2030. Μόνο μια τόσο δραστική μείωση ρύπων μπορεί να βοηθήσει ώστε το θερμόμετρο, που ανεβαίνει εδώ και δεκαετίες, να σταματήσει στον +1,5 βαθμό, κατά μέσο όρο, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Η ελπίδα είναι ότι οι ανατροφοδοτούμενες διεργασίες (π.χ. η άνοδος θερμοκρασίας που οδηγεί σε λιώσιμο πάγων, που οδηγεί σε νέα άνοδο) δεν έχουν ήδη θέσει το παγκόσμιο κλίμα σε μια τροχιά αποσταθεροποίησης χωρίς επιστροφή.

Η έκθεση της γραμματείας του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, που παρουσιάστηκε, συνοψίζει τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει ως τώρα οι κυβερνήσεις. Το συμπέρασμα: οι δεσμεύσεις, ακόμη και αν τηρηθούν στο ακέραιο, θα οδηγήσουν σε αύξηση ρύπων κατά 10,6% έως το 2030, αντί της επιθυμητής μείωσης κατά 45%. Αυτό αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας ότι υπάρχει μία οριακή βελτίωση σε σχέση με πέρυσι, όταν προβλεπόταν αύξηση ρύπων 13%, καθώς κάποιες χώρες ανέλαβαν κάπως αυστηρότερες δεσμεύσεις.

Οι ενστάσεις στα στοιχεία αυτά είναι τουλάχιστον δύο. Πρώτον, παραμένει τελείως άδηλο με ποιο τρόπο η τωρινή κρίση θα επηρεάσει τις δεσμεύσεις. Για την ώρα βρίσκονται σε εξέλιξη αντικρουόμενες διεργασίες – από τη μια τα κράτη επανέρχονται σε ρυπογόνες μορφές ενέργειας, όπως ο ορυκτός άνθρακας και επεκτείνουν τις υποδομές αερίου, ενώ από την άλλη επιταχύνεται η υιοθέτηση μέτρων ενεργειακής μετάβασης, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή αποδοτικότητα του κτιριακού τομέα.

Αναξιόπιστα στοιχεία

Η δεύτερη και πιο σοβαρή ένσταση έχει να κάνει με την αξιοπιστία των στοιχείων που δίνουν οι κυβερνήσεις. Μια επισταμένη έρευνα από την εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» στα τέλη της περυσινής χρονιάς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ρύποι που δεν δηλώνονται ισοδυναμούν –στην καλύτερη περίπτωση– με τους ρύπους των Ηνωμένων Πολιτειών και στη χειρότερη περίπτωση με τους ρύπους της Κίνας.

Με λίγα λόγια, αντί των 44,2 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα, που υποτίθεται ότι εξέπεμψε η ανθρωπότητα το 2019, ο πραγματικός όγκος ρύπων είναι μεγαλύτερος κατά 8,8 έως 13,3 δισεκατομμύρια τόνους. Τις μεγαλύτερες ευκαιρίες δημιουργικής λογιστικής παρέχουν οι χρήσεις γης, καθώς πολλές χώρες παραφουσκώνουν τη συνεισφορά των δασών στη συγκράτηση διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, πολλές πετρελαιοπαραγωγές χώρες παρέχουν πλασματικά στοιχεία, υποτιμώντας τις εκπομπές μεθανίου που συνδέονται με τις εξορύξεις, εκπομπές οι οποίες όμως είναι πλέον ανιχνεύσιμες μέσω δορυφόρου. Τέλος, εκτός των δεσμεύσεων αλλά εντός της ατμόσφαιρας της Γης παραμένουν οι ρύποι από τις αεροπορικές μεταφορές και τη ναυτιλία, οι οποίοι δεν εμφανίζονται στους «κλιματικούς λογαριασμούς» κανενός κράτους.

Πολλοί πολίτες που υποτιμούν την κλιματική κρίση ή που προτιμούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με αισιοδοξία, ευελπιστούν ότι μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος στους υπολογισμούς των επιστημόνων και η κατάσταση να μην είναι τόσο κρίσιμη όσο οι ίδιοι οι επιστήμονες δηλώνουν. Ομως το πιθανότερο είναι ότι το λάθος έχει γίνει προς την κατεύθυνση του υπερβολικού εφησυχασμού, καθώς ο ΟΗΕ έχει περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλει στα κράτη ενιαίο τρόπο υπολογισμού των στοιχείων.

Επιστήμονες δηλώνουν χαρακτηριστικά ότι το να προσπαθούμε να χαράξουμε πορεία μείωσης ρύπων χωρίς να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τις πραγματικές εκπομπές είναι σαν να προσπαθούμε να ξεκινήσουμε δίαιτα χωρίς να ζυγιστούμε. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η ζυγαριά δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα στο αδυνάτισμα, το σημαντικότερο είναι η απόφαση και η αλλαγή συνηθειών.

«Συνταγή», το λιγότερο κρέας
GUARDIAN, POLITICO

Η κατανάλωση κρέατος στον ανεπτυγμένο κόσμο πρέπει να μειωθεί και να περιοριστεί σε ποσότητα ίση με δύο μπιφτέκια την εβδομάδα κατ’ άτομο, το πολύ. Το μέτρο δεν συνταγογραφείται από καρδιολόγους αλλά από ειδικούς στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και θεωρείται απαραίτητο εξαιτίας της συμβολής της κτηνοτροφίας στην αύξηση των ρύπων. Η αποψίλωση δασών για την καλλιέργεια ζωοτροφών, οι εκπομπές μεθανίου από το πεπτικό σύστημα των μηρυκαστικών και οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου από την κατάχρηση αζωτούχων λιπασμάτων για την παραγωγή ζωοτροφών (τόσο το μεθάνιο όσο και τα οξείδια του αζώτου εγκλωβίζουν τη θερμότητα του ηλίου συμβάλλοντας στην άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας) συνθέτουν το νήμα που συνδέει την κατανάλωση κρέατος με την κλιματική κρίση.

Συστάσεις

Αυτή είναι μία από τις 40 παραμέτρους που συμβάλλουν στην κλιματική κρίση, σύμφωνα με την έκθεση State of Climate Action 2022 που θα παρουσιαστεί στη σύνοδο του Σαρμ ελ Σέιχ στις 7 Νοεμβρίου. Αλλες συστάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση: Η αποψίλωση των δασών πρέπει να περιοριστεί δραστικά, όχι μόνο για την προστασία της βιοποικιλότητας αλλά και για την προστασία του κλίματος. Η εγκατάλειψη του ορυκτού άνθρακα πρέπει να προχωρήσει με εξαπλάσια ταχύτητα από τη σημερινή, ενώ η υιοθέτηση πράσινων μεθόδων παραγωγής από βαριές βιομηχανίες, όπως η χαλυβουργία και η τσιμεντοβιομηχανία, πρέπει επίσης να επιταχυνθεί. Τα άλματα που γίνονται στην υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην ηλεκτροκίνηση των μετακινήσεων πρέπει να συνεχιστούν, ενώ οι μετακινήσεις με Ι.Χ. αυτοκίνητα, ανεξαρτήτως αν είναι ηλεκτρικά ή όχι, πρέπει να περιοριστούν. Ιδιαίτερα ως προς την ηλιακή ενέργεια, η έκθεση σημειώνει με ικανοποίηση ότι η χρήση της αυξήθηκε κατά 50% μέσα σε μόλις δύο χρόνια, από το 2019 έως το 2021, ενώ αναμένεται νέα αύξηση φέτος. Η χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς για τις μετακινήσεις πρέπει να αυξηθεί με εξαπλάσιους ρυθμούς από τους σημερινούς, ενώ η καύση φυσικού αερίου και πετρελαίου πρέπει να μειωθεί δραστικά.

«Αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η αύξηση της χρήσης ορυκτού αερίου για την παραγωγή ενέργειας την ώρα που υπάρχουν πιο υγιείς εναλλακτικές λύσεις χαμηλού κόστους», είπε στην εφημερίδα Guardian ο διευθυντής της οργάνωσης Climate Analytics, Μπιλ Χερ. «Βλέπουμε ότι το να βασιζόμαστε στα ορυκτά καύσιμα δεν βλάπτει μόνο το κλίμα, αλλά ενέχει και σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια και την οικονομία».

Εν τω μεταξύ, στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε χθες τους νέους κανόνες για την ποιότητα του αέρα, με στόχο τόσο την προστασία της υγείας των Ευρωπαίων πολιτών όσο και τον περιορισμό των ρύπων που βλάπτουν το κλίμα. Οι οργανώσεις που ασχολούνται με το ζήτημα της ποιότητας του αέρα χαρακτήρισαν την πρόταση απογοητευτική.

Στο έλεος των ορυκτών καυσίμων
LANCET, ΑΠΕ

Λίγες ημέρες πριν από την κρίσιμη σύνοδο του ΟΗΕ στην Αίγυπτο, έτερη έκθεση, που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet, υπογραμμίζει πως η συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα επιτείνει τις συνέπειες στη δημόσια υγεία, που «νοσεί» ήδη από τις πολλαπλές κρίσεις: την πανδημία, τον πόλεμο, την ακρίβεια και την κλιματική αλλαγή. Η έβδομη κατά σειράν ετήσια έκθεση με την ονομασία «Η υγεία στο έλεος των ορυκτών καυσίμων» της ομάδας «Αντίστροφη μέτρηση για την Υγεία και την Κλιματική Αλλαγή» (Lancet Countdown) από 99 ειδικούς 51 φορέων, μεταξύ άλλων από τον ΠΟΥ και κορυφαία πανεπιστήμια με επικεφαλής τη δρα Μαρίνα Ρομανέλο από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL), προειδοποιεί ότι ο συνεχιζόμενος εθισμός της ανθρωπότητας από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα (που οφείλεται και στις συνεχιζόμενες κρατικές επιδοτήσεις σε εταιρείες σε αυτούς τους τομείς) αυξάνει, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο για λοιμώδεις νόσους, ασθένειες σχετικές με τη θερμοκρασία, διατροφική ανασφάλεια-πείνα, αυξημένη ρύπανση του αέρα, ενεργειακή φτώχεια κ.ά.

Οι θάνατοι οι σχετιζόμενοι με τις ακραίες καιρικές συνθήκες έχουν αυξηθεί κατά 68% την περίοδο 2017-2021 έναντι της περιόδου 2000-2004, επιδεινώνοντας διάφορες καρδιαγγειακές και αναπνευστικές παθήσεις. Η μελέτη εκτιμά ειδικότερα ότι η έκθεση στη ρύπανση του αέρα συνέβαλε σε 4,7 εκατ. θανάτους το 2020, από τους οποίους 1,3 εκατ. (το 35%) σχετίζονταν άμεσα με την καύση ορυκτών καυσίμων.

Η έκθεση τονίζει, πάντως, ότι «παρά τις προκλήσεις, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως η άμεση ανάληψη δράσης μπορεί ακόμη να σώσει εκατομμύρια ζωές, με μια ταχεία μετατόπιση προς την καθαρή ενέργεια και την αποτελεσματικότερη εξοικονόμησή της». Οπως επισημαίνεται όμως, «τα ορυκτά συνεχίζουν να έχουν προτεραιότητα έναντι των λύσεων καθαρής ενέργειας, τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις εταιρείες, εις βάρος της υγείας». Τα περισσότερα κράτη συνεχίζουν να επιδοτούν συνολικά με εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια τα ορυκτά καύσιμα, σε μερικές περιπτώσεις χωρών μάλιστα με ποσά που ξεπερνούν τον συνολικό ετήσιο εθνικό προϋπολογισμό τους για την υγεία. Επίσης σχεδόν 470 δισ. ώρες εργασίας υπολογίζεται ότι χάθηκαν το 2021 (κατά 40% αυξημένες σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990) εξαιτίας των ακραίων θερμοκρασιών, μια απώλεια εισοδήματος που πλήττει κυρίως τους φτωχότερους. Ακόμη περίπου 30% περισσότερη έκταση του πλανήτη πλήττεται πλέον από ακραίες ξηρασίες σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1950. Την περίοδο 2012-2021, τα βρέφη κάτω των 12 μηνών βίωσαν κατά μέσον όρο 72 εκατ. περισσότερους καύσωνες τον χρόνο συγκριτικά με την περίοδο 1985-2005.

Αλλες συνέπειες αφορούν την ολοένα μεγαλύτερη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στις μεταδοτικές ασθένειες. Για παράδειγμα, η περίοδος μεταδοτικότητας της ελονοσίας έχει γίνει 32% μεγαλύτερη κατά την τελευταία δεκαετία στην Αμερική και κατά 15% στην Αφρική, σε σχέση με τη δεκαετία του 1950, ενώ η πιθανότητα μετάδοσης του δάγκειου πυρετού έχει πια αυξηθεί κατά 12% την ίδια περίοδο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Περιβάλλον: Τελευταία Ενημέρωση