Kathimerini.gr
Με μεγάλη προσοχή και συγκεκριμένη μελέτη πρέπει να γίνει η διαχείριση των καμένων δασικών εκτάσεων.
«Δεν είναι όλες οι δασικές ή δασογενείς εκτάσεις στην ίδια κατάσταση. Δεν έχουν το ίδιο ιστορικό φωτιάς. Υπάρχουν εκείνες που είχαν καεί πολλαπλές φορές και άλλες που έχουν καεί αραιότερα, γιατί δυστυχώς όλη η βορειοανατολική Αττική έχει υποστεί επανειλημμένα τη δράση της φωτιάς. Υπάρχουν τα ψηλά ώριμα δάση. Υπάρχουν οι περιοχές που έχουν ξανακαεί αλλά έχουν αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Δεν μπορεί να υπάρχει μια ενιαία αντιμετώπιση, απαιτείται λεπτομερειακός έλεγχος με καταγραφή της ιστορίας και των χρήσεων γης κάθε περιοχής», λέει μιλώντας στην «Κ» η Μαργαρίτα Αριανούτσου, ομότιμη καθηγήτρια Οικολογίας στο τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ.
Σημείο αναφοράς η ανάλογη πυρκαγιά το 2009 στη βορειοανατολική Αττική.
«Οταν η προηγούμενη πυρκαγιά ήταν 15 χρόνια πριν ή περισσότερα, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα», λέει η Μαργαρίτα Αριανούτσου, ομότιμη καθηγήτρια Οικολογίας.
«Στις περιπτώσεις που η χρονική απόσταση από την προηγούμενη πυρκαγιά είναι 15 χρόνια και πάνω, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, καθώς τα δάση της χαλεπίου πεύκης που φύονται στην Αττική έχουν τη δυνατότητα φυσικής αναγέννησης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Βεβαίως, πρέπει να παρεμποδιστεί κάθε άλλη χρήση, πέραν της δασικής, στις περιοχές που θα πρέπει να κηρυχθούν εντός διμήνου αναδασωτέες. Το μόνο που πρέπει να γίνει είναι, έπειτα από μελέτη, να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των εδαφών, ενάντια στις πλημμύρες κ.λπ.», συμπληρώνει η καθηγήτρια Οικολογίας.
Οπως μας εξηγεί, τα 15 χρόνια θεωρείται ο ελάχιστος επαρκής χρόνος για να αναπτυχθούν ώριμα άτομα χαλεπίου πεύκης, τα οποία μπορούν να δώσουν το πλήθος των σπόρων και να υπάρξει φυσική αναγέννηση των δασών του συγκεκριμένου είδους. «Τα μικρά πευκάκια σχηματίζουν τα πρώτα τους κουκουνάρια στα 6-8 χρόνια. Στα 15 τους έτη έχουν πλέον αναπτυχθεί ώριμα άτομα που φέρουν πλήθος κουκουναριών και σπόρων. Οσο περισσότερα χρόνια έχουν περάσει από την προηγούμενη πυρκαγιά τόσο το καλύτερο. Είμαστε αισιόδοξοι πως η 15ετία θα είναι αρκετή», αναφέρει η κ. Αριανούτσου.
Η εκτίμηση αυτή είναι πολύ σημαντική για την περιοχή που κάηκε, καθώς μεγάλο μέρος της είχε καεί το 2009, δηλαδή πριν από 15 χρόνια. «Χρειάζεται συγκεκριμένη μελέτη. Εάν υπάρχουν περιοχές που έχουν καεί πριν από πέντε χρόνια, για παράδειγμα, ή έχει καεί πολλαπλές φορές –όπως έχει συμβεί στην Πεντέλη– τότε εξαντλείται το βιοτικό δυναμικό των δέντρων και είναι πρακτικά αδύνατη η φυσική αναγέννηση όλων των φυτικών ειδών και κυρίως της πεύκης. Χρειάζεται ενίσχυση και πάλι όμως με σχεδιασμό».
Η κ. Αριανούτσου υπογραμμίζει πως «δεν πρέπει να γίνουν βιαστικές ενέργειες, αναδασώσεις χωρίς μελέτες. Να μη βάλουμε πλατύφυλλα και βραδύκαυστα δέντρα, αντικαθιστώντας τα πεύκα, όπως ακούμε από ορισμένες πλευρές. Τα είδη αυτά θέλουν ψυχρότερο κλίμα και περισσότερο νερό. Πού θα τα βρούμε; Οντως καίγονται πιο δύσκολα, αλλά θα τα “κάψει” νωρίτερα η ζέστη και η ξηρασία».
«Δεν αλλάζουμε τη βλάστηση. Η φύση έχει αναπτύξει, μέσω της εξελικτικής διαδικασίας, τα είδη που “σηκώνει” η κάθε περιοχή. Δεν μπορούμε να φυτέψουμε ξενικά είδη, όπως π.χ. ακακίες ή φραγκοσυκιές ή είδη που έχουν απαιτήσεις από άλλες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, όπως οι βελανιδιές. Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση», τονίζει η κ. Αριανούτσου, σημειώνοντας πως και η τεχνική των όποιων ενεργειών χρειάζεται προσοχή. «Μη δούμε κορμοδέματα σε επίπεδα μέρη ή τσιμεντένιες παρεμβάσεις».
Αναγκαία στον σχεδιασμό αποκατάστασης είναι η επιδίωξη να πετύχουμε δάση πλούσια, με όσο το δυνατόν περισσότερες οικοσυστημικές υπηρεσίες. «Ενα δάσος αποτελείται από πολλά είδη, ψηλά δέντρα, θάμνους, ποώδη φυτά, έχει πολλούς “ορόφους”. Με αυτό τον τρόπο συμβάλλει πιο αποτελεσματικά στον κύκλο του νερού, αλλά και στη συγκράτηση διοξειδίου του άνθρακα και στην απελευθέρωση οξυγόνου. Ολα αυτά είναι πολύ σημαντικά, ειδικά στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Αρα, στόχος μας πρέπει να είναι δάση με πολύπλοκη δομή».
Σύμφωνα με τη λεπτομερή αποτίμηση των καμένων εκτάσεων της πυρκαγιάς στη βορειοανατολική Αττική στις 11-12 Αυγούστου από την επιχειρησιακή μονάδα Beyond του Ινστιτούτου Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης του Αστεροσκοπείου Αθηνών, κάηκαν συνολικά 99.480 στρέμματα μεικτής δασικής και περιαστικής δασικής έκτασης, από τα οποία το 39% της επιφάνειας είναι μεταβατικές δασώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις, το 26% σκληρόφυλλη βλάστηση, το 19,5% εκτάσεις με αραιή βλάστηση και διάσπαρτη δόμηση, το 12% γεωργικές εκτάσεις και το 3,5% ασυνεχής αστική δόμηση. Σύμφωνα με την επιχειρησιακή μονάδα, η πυρκαγιά αυτή είναι η δεύτερη δυσμενέστερη περίπτωση πυρκαγιάς σε καμένη έκταση που έχει εκδηλωθεί στον νομό Αττικής μετά την πυρκαγιά που συνέβη το 2009 στην ίδια περιοχή.
Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι η διαπίστωση πως οι καμένες εκτάσεις των δύο πυρκαγιών (2009 και 2024) παρουσιάζουν αλληλοεπικάλυψη κατά περίπου 60%, γεγονός που κάνει έκδηλη την επιβάρυνση του οικοσυστήματος στην περιοχή. Η πυρκαγιά του 2009 αναπτύχθηκε με πολύ παρόμοιο τρόπο και έκαψε 130.540 στρέμματα δασικής και περιαστικής έκτασης.