ΛΙΝΤΙΑ ΝΤΕΠΙΛΙΣ / THE NEW YORK TIMES
Η ένδεια παιδικών σταθμών και γηροκομείων υποχρεώνει πολλές γυναίκες στις ΗΠΑ να αναδιοργανώσουν την επαγγελματική ζωή τους ή να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας σε στιγμή κατά την οποία οι επιχειρήσεις αναζητούν εναγωνίως προσωπικό.
Η φυγή εργαζομένων από τον τομέα της περίθαλψης ηλικιωμένων και βρεφών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η διακοπή λειτουργίας σχολικών μονάδων εξαιτίας συρροής κρουσμάτων οδήγησαν πολλές οικογένειες να αναζητήσουν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις. Παρότι πολλοί άνδρες έχουν αναλάβει καθήκοντα βρεφοκόμων ή συνοδών ηλικιωμένων συγγενών τους, οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν τις γυναίκες στη συντριπτική τους πλειονότητα, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας στην Ουάσιγκτον. Παρά τις προκλήσεις αυτές, όμως, οι γυναίκες έχουν επανέλθει στους χώρους εργασίας.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η επάνοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία κρύβει παγίδες. Η μελέτη του υπουργείου έδειξε ότι ανύπαντρες γυναίκες με μικρά παιδιά, οι οποίες δεν διαθέτουν πανεπιστημιακό πτυχίο, επανέρχονται στην αγορά εργασίας με πιο αργούς ρυθμούς από άλλες κατηγορίες εργαζομένων, καθώς η έλλειψη εργαζομένων οικιακής φροντίδας πλήττει κατά προτεραιότητα τις γυναίκες αυτές. Αύξηση παρουσιάζει η αυτοαπασχόληση μεταξύ μητέρων, αποδεικνύοντας ότι πολλές γυναίκες ανακαλύπτουν τρόπους να εξισορροπήσουν τις οικογενειακές υποχρεώσεις με τις εργασιακές απαιτήσεις. Σε δημοσκόπηση του Φεβρουαρίου, 39% των γυναικών με παιδιά κάτω των πέντε ετών δήλωσαν ότι εγκατέλειψαν τη δουλειά τους ή περιόρισαν τα ωράριά τους μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Το ποσοστό αυτό ήταν 33% το 2020. Περισσότερες από 90% των γυναικών είπαν ότι η απόφασή τους αυτή ελήφθη οικειοθελώς και όχι εξαιτίας απόλυσης ή διοικητικής απόφασης του εργοδότη τους. Πέρυσι, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 65%.
Χωρίς επιλογές
Οικονομολόγοι αποδίδουν εδώ και χρόνια τα σχετικά χαμηλά ποσοστά γυναικείας απασχόλησης στην έλλειψη επιλογών για στη φύλαξη παιδιών. Ο Καναδάς και τμήματα της Ευρώπης, με τους κρατικούς παιδικούς σταθμούς και τις γενναιόδωρες γονικές άδειες, εμφανίζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης. «Μέχρι το 1995, οι ΗΠΑ ηγούνταν στη συμμετοχή γυναικών στην αγορά εργασίας. Σήμερα, όλες οι χώρες τις οποίες θεωρούσαμε οπισθοδρομικές σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, έχουν ξεπεράσει τις ΗΠΑ», λέει η οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Κλόντια Γκόλντινγκ. Οι περικοπές έχουν επιπτώσεις και στην εθνική οικονομία της χώρας. Οι εργοδότες δεν έχουν έτσι άμεση πρόσβαση σε κρίσιμο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα κατά την οποία υπάρχουν δύο άδειες θέσεις εργασίας για κάθε άνεργο.
Ανάλογο πρόβλημα εντοπίζεται και στην κατ’ οίκον βοήθεια ηλικιωμένων. Στοιχεία της υπηρεσίας δημόσιας υγείας των ΗΠΑ δείχνουν ότι 31% των οίκων ευγηρίας αναφέρουν ελλείψεις προσωπικού, γεγονός που τους εμποδίζει να φιλοξενούν περισσότερους ενοίκους. Πολλές οικογένειες επιλέγουν τώρα να φροντίζουν στο σπίτι τους ηλικιωμένους συγγενείς τους, ενώ πολλοί εργαζόμενοι σε γηροκομεία προτίμησαν να αναζητήσουν εργασία σε νοσοκομεία και υγειονομικές μονάδες, όπου οι αμοιβές είναι υψηλότερες και οι πιθανότητες επαγγελματικής ανέλιξης μεγαλύτερες.