REUTERS, THE NEW YORK TIMES
Η επανεκκίνηση της Κίνας και της οικονομίας της, η αποκλιμάκωση των τιμών του αερίου στην Ευρώπη και του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, καθώς και η καλή κατάσταση της αμερικανικής αγοράς εργασίας τείνουν να απομακρύνουν τον κίνδυνο της παγκόσμιας ύφεσης. Οπως επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα των New York Times με τον ενδεικτικό τίτλο «Ποια ύφεση;», η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, η Fed, αύξησε επιθετικά τα επιτόκια, αλλά αντί για την ύφεση που περιμέναμε να προκαλέσει, μάλλον η οικονομία δείχνει να τα πηγαίνει πολύ καλά. Στις ΗΠΑ οι επιχειρήσεις δημιούργησαν μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας μόνο μέσα στον Ιανουάριο, η αγορά στέγης δείχνει σημάδια σταθεροποίησης ή ακόμη και ανόδου, και πολλοί οικονομολόγοι της Wall Street αρχίζουν να υποβαθμίζουν το ενδεχόμενο ύφεσης μέσα στο τρέχον έτος. Και η ανεργία στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 3,4% καταγράφοντας τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τουλάχιστον 53 ετών, ενώ παράλληλα στη διάρκεια του περασμένου έτους οι προσλήψεις ήταν τόσο πολυάριθμες ώστε προβλημάτιζαν τον πρόεδρο της Fed, Ζερόμ Πάουελ.
Οι αγορές ομολόγων εξακολουθούν να κατατείνουν σε επικείμενη ύφεση, με τις αποδόσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους ΗΠΑ και Γερμανίας να κινούνται ανοδικά.
Οπως επισημαίνει βέβαια η αμερικανική εφημερίδα, δεν είναι όλα τα στοιχεία ρόδινα. Ο τομέας της μεταποίησης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και οι καταναλωτικές δαπάνες φαίνονται ασταθείς, δικαιολογώντας, έτσι, μερίδα οικονομολόγων και αναλυτών που εξακολουθούν να προβλέπουν ύφεση. Είναι, πάντως, πολύ χαμηλότεροι οι τόνοι τους. Ο όμιλος Citi, για παράδειγμα, δίνει πιθανότητα 30% να σημειωθεί παγκόσμια ύφεση, αλλά είναι σαφώς πιο αισιόδοξος σε σύγκριση με το περασμένο έτος όταν έδινε πιθανότητα 50%. Το Reuters επισημαίνει παράλληλα ότι πολλές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, κατά κύριο λόγο τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ όπως οι Meta, IBM, Amazon, Yahoo και πολλές άλλες, προχωρούν σε χιλιάδες απολύσεις. Οπως τονίζει, όμως, ο Ρόνι Γουόκερ, οικονομολόγος της Goldman Sachs, αυτές οι απολύσεις αφορούν κυρίως τους τεχνολογικούς κολοσσούς που στη διάρκεια της πανδημίας είχαν προσλάβει ασυνήθιστα υψηλά νούμερα υπαλλήλων. Ο ίδιος υπογραμμίζει, άλλωστε, πως οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεν αντιπροσωπεύουν την ευρύτερη οικονομία.
Την ίδια στιγμή, οι αγορές ομολόγων εξακολουθούν να κατατείνουν σε επικείμενη ύφεση. Οι αποδόσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους τόσο των ΗΠΑ όσο και της Γερμανίας, αλλά και κάποιων άλλων οικονομιών, κινούνται ανοδικά υπερβαίνοντας συχνά τις αποδόσεις του μακροπρόθεσμου χρέους. Και αυτό ιστορικά αποτελεί ένδειξη ότι η αγορά προεξοφλεί επερχόμενη ύφεση. Στο μεταξύ, οι διαπραγματευτές ομολόγων προβλέπουν πως η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια μέχρι να φτάσουν στο 5% με 5,25% και στη συνέχεια θα αποφασίσει μια μείωσή τους προς τα τέλη του έτους. Από τις αρχές του περασμένου χρόνου και μέχρι προ ολίγων ημερών η Fed έχει αυξήσει τα επιτόκια του δολαρίου από τα σχεδόν μηδενικά επίπεδα στο 4,5%, καταγράφοντας την πλέον επιθετική στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει μεταφραστεί αυτομάτως σε υψηλότερες δόσεις για την αγορά αυτοκινήτων και για την αποπληρωμή στεγαστικών δανείων, και προς στιγμήν φάνηκε όντως να επιβραδύνει την αμερικανική οικονομία. Από τον Δεκέμβριο όμως, οπότε φάνηκε η πρόθεσή της να προχωρήσει με ηπιότερους ρυθμούς στην περιοριστική πολιτική, οι αγορές χαλάρωσαν ξανά. Ηδη τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ έχουν υποχωρήσει ελαφρώς. Οι αιτήσεις για στεγαστικά δάνεια ανακάμπτουν, έστω κι αν βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Οι πωλήσεις νέων κατοικιών βρίσκονται περίπου στα ίδια επίπεδα στα οποία βρίσκονταν προ πανδημίας. Οι πωλήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων είχαν μειωθεί, αλλά τώρα τείνουν να ανακάμψουν. Κι ενώ οι λιανικές πωλήσεις και οι δαπάνες των αμερικανικών νοικοκυριών έχουν μειωθεί, πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως παρεισφρέουν στην αγορά νέες δυνάμεις ικανές να τονώσουν την καταναλωτική ζήτηση μέσα στο τρέχον έτος.
Εν ολίγοις, έπειτα από ένα και πλέον έτος υψηλού πληθωρισμού που διάβρωσε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι αυξήσεις των μισθών αρχίζουν να υπερκαλύπτουν τις αυξήσεις των τιμών. Και δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να προσλαμβάνουν, οι Αμερικανοί έχουν χρήματα και σίγουρα θα τα ξοδέψουν. Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία εγγύηση πως όλοι αυτοί οι παράγοντες θα εξισορροπήσουν τον αντίκτυπο από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Τα εισοδηματικά χαμηλά στρώματα έχουν ήδη δαπανήσει τις αποταμιεύσεις τους πολύ πιο γρήγορα από τις κοινωνικές τάξεις υψηλότερου εισοδήματος και δεν έχουν πλέον το περιθώριο να δαπανήσουν περισσότερα. Μιλώντας στους ΝΥΤ, η Νέλα Ρίτσαρντσον, οικονομολόγος στην εταιρεία δεδομένων ADP, εκφράζει τη διαφωνία της με την εντύπωση πως η αμερικανική οικονομία επιταχύνεται ξανά και υπενθυμίζει πως «μπορεί θαυμάσια μια οικονομία να έχει ισχυρή αγορά εργασίας και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης». Για τη Fed, πάντως, το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο χρειάζεται να αυξήσει τα επιτόκια ώστε να διασφαλίσει πως τόσο ο πληθωρισμός όσο και η οικονομία κι η ανάπτυξή της θα επιστρέψουν σε ένα βιώσιμο επίπεδο.