Kathimerini.gr
Νέα σελίδα γυρίζει η φαρμακοβιομηχανία Famar καθώς άλλαξε εκ νέου χέρια, 4 χρόνια από την ημέρα που περιήλθε στον έλεγχο του κυπριακού fund ECM Partners και αρκετά χρόνια μετά την ταραχώδη οικονομική της πορεία. Εχοντας επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης, με τα Ebitda (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) του ομίλου να κινούνται κοντά στα 31 εκατ., η Famar περιήλθε στον έλεγχο του private equity MidEuropa με έδρα στο Λονδίνο, το οποίο απέκτησε πολύ υψηλό πλειοψηφικό ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία, με τους υφιστάμενους επενδυτές, ήτοι το κυπριακό ECM αλλά και το έτερο Metric Capital Partners, να διατηρούν ένα χαμηλό μειοψηφικό ποσοστό. Το τελευταίο private equity μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας το 2021 μέσα από την εξαγορά του μεριδίου άλλου private equity, κατέχοντας μέχρι προσφάτως μειοψηφικό ποσοστό (45%). To υπόλοιπο κατείχε το ECM (55%).
Το MidEuropa διαχειρίζεται κεφάλαια άνω των 6 δισ. ευρώ και επενδύει μεταξύ 50-300 εκατ. αναζητώντας ευκαιρίες στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης σε κλάδους όπως αυτός της τεχνολογίας, της υγείας, των υπηρεσιών και των καταναλωτικών αγαθών. Κατά τη διάρκεια της 25ετούς πορείας του, έχει ολοκληρώσει 45 επενδύσεις σε 18 χώρες, ενώ παράλληλα έχει αποεπενδύσει από 30 εταιρείες που βρίσκονταν στο χαρτοφυλάκιό της. Πάντως, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν πως το deal φέρεται να κινείται πιο κάτω από μισό δισ. ευρώ, ενώ στόχος της επένδυσης αυτής είναι η περαιτέρω ανάπτυξη της Famar. Oι σχετικές υπογραφές «έπεσαν» την περασμένη Παρασκευή, γεγονός που σηματοδότησε και τη νέα αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Famar.
Η φαρμακοβιομηχανία σήμερα διατηρεί έξι μονάδες παραγωγής σε τρεις χώρες, δύο κέντρα έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και ένα μεγάλο κέντρο logistics στη Θήβα.
Να σημειωθεί πως η Famar σήμερα διατηρεί έξι μονάδες παραγωγής, ήτοι τέσσερις στην Ελλάδα, μία στην Ιταλία και άλλη μία στην Ισπανία, δύο κέντρα Ερευνας και Ανάπτυξης σε Ισπανία και Ελλάδα καθώς και ένα μεγάλο κέντρο logistics στη Θήβα, έκτασης 30.000 τ.μ. Οπως έχει αναφέρει στέλεχος της Famar στην «Κ», οι μέτοχοι που ανέλαβαν από το 2020 τη χρηματοοικονομική αναδιοργάνωση του ομίλου, χορήγησαν στον όμιλο 30 εκατ. ως ένεση ρευστότητας, λέγοντας πως η κερδοφορία του την τριετία 2020-2023 αυξήθηκε κατά 30%. Λίγο πριν ξεκινήσει η διαδικασία πώλησης του ομίλου Famar είχαν διακινηθεί σενάρια για την απόσχιση του ομίλου από τις δραστηριότητες logistics και την ξεχωριστή πώληση του κέντρου διανομής που διατηρεί στη Θήβα. Τελικά αυτό δεν προχώρησε, καθώς η ECM έβαλε πωλητήριο σε όλο τον όμιλο συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον περίπου 20 υποψήφιων αγοραστών.
Κατά την πώληση της Famar, διαδικασία που έτρεχε η Jefferies, ανακοινώθηκαν επιπλέον επενδύσεις στο συγκεκριμένο κέντρο διανομής. H φαρμακοβιομηχανία προχωράει σε επενδύσεις για την αύξηση της αποθηκευτικής δυναμικής του κέντρου διανομής στη Θήβα, το οποίο τώρα έχει έκταση 30.000 τ.μ., αναπτύσσοντας τρεις νέες αποθηκευτικές μονάδες (modules) που θα προσθέσουν 6.000 τ.μ., δημιουργώντας επιπλέον 7.500 παλετοθέσεις. Το κέντρο διανομής στη Θήβα είναι το μεγαλύτερο κέντρο διανομής αμιγώς φαρμακευτικών προϊόντων, καλύπτοντας πάνω από το 60% της ελληνικής αγοράς. Από εκεί διανέμονται πάνω από 5.000 κωδικοί φαρμάκου σε περισσότερα από 2.500 σημεία (νοσοκομεία, φαρμακεία) στην Ελλάδα, ενώ η εταιρεία ανέλαβε και τη διανομή εμβολίων του κορωνοϊού τον Φεβρουάριο του 2021 σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά της αποτελέσματα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο τζίρος σε επίπεδο ομίλου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) διαμορφώνεται γύρω στα 240 εκατ., με τα Ebitda να ανέρχονται σε 31 εκατ. ευρώ. Ο τζίρος της εν Ελλάδι Famar (ΦΑΜΑΡ ΑΒΕ) έκλεισε το 2023 στα 147,27 εκατ. ευρώ από 136,9 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 7,55%. Το μεικτό κέρδος σημείωσε άνοδο 7,7%, ενώ τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 3,28 εκατ. από 86.000 το 2022.
H ιστορία 75 χρόνων, τα αδιέξοδα και η ανάκαμψη
Στα χέρια ενός νέου ιδιοκτήτη μεταβιβάζεται η άλλοτε πολύπαθη φαρμακοβιομηχανία Famar, η οποία, κατά τα προηγούμενα έτη, πριν δηλαδή από τη χρηματοοικονομική της αναδιοργάνωση το 2020 και τη σταδιακή ανάκαμψή της, βρέθηκε αντιμέτωπη με αρκετά οικονομικά αδιέξοδα.
Το 2020, οι δραστηριότητες της Famar σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία περιήλθαν στον έλεγχο του ECM Partners και στο αμερικανικό York Capital Management.
Ο όμιλος ιδρύθηκε το 1949 από μέλη της οικογένειας Μαρινόπουλου και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς φαρμακευτικών και άλλων σκευασμάτων όπως και υπηρεσιών για τρίτους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Mέσα από μία αυτόνομη ανάπτυξη αλλά και από εξαγορές παραγωγικών μονάδων λειτουργούσε ένα δίκτυο 12 μονάδων παραγωγής σε 5 ευρωπαϊκές χώρες και της Βόρειας Αμερική, 4 κέντρα έρευνας και ανάπτυξης και 3 κέντρα διανομής. Ωστόσο, στο παρελθόν ήρθε αντιμέτωπη με δανειακές υποχρεώσεις πολλών εκατομμυρίων, έλλειψη ρευστότητας, προβληματικές σε λειτουργικό επίπεδο μονάδες και με τελικά απογοητευτικές οικονομικές επιδόσεις. Εξαίρεση αποτελούσε η ΦΑΜΑΡ ΑΒΕ, η εν Ελλάδι θυγατρική, που θεωρούνταν ένα από τα «διαμάντια» του πολυεθνικού ομίλου, καταγράφοντας το 2017 ισχυρή κερδοφορία και ικανοποιητικά επίπεδα ρευστότητας.
Οπως έχει γράψει και η «Κ», το 2016, όταν τα σούπερ μάρκετ του ομίλου Μαρινόπουλου κατέρρεαν, η ιδιοκτησία Μαρινόπουλων της Famar έφτασε σε κάποια συνεννόηση με τις τράπεζες που μεταξύ πολλών άλλων συμπεριελάμβανε και την παραχώρηση του 100% των μετοχών της φαρμακοβιομηχανίας για να διαγραφούν υποχρεώσεις εκατ. ευρώ προς τις ελληνικές τράπεζες. Τον Μάρτιο του 2017 η φαρμακοβιομηχανία πέρασε τελικά στον έλεγχο των 4 συστημικών τραπεζών που έδωσαν τη διαχείριση στην Pillarstone, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2018, το Δ.Σ. της Famar υπέγραψε συμφωνία με την Pillarstone, τις ελληνικές τράπεζες και άλλους δανειστές για πρόσθετη χρηματοδότηση και αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους της. Λίγους μήνες αργότερα, όπως αναφέρουν και οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τον Δεκέμβριο του 2018 υπογράφηκε νέα συμφωνία χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση του 70% του ομολογιακού δανείου ύψους 119 εκατ. ευρώ και την εγγραφή νέας μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης για 26,3 εκατ. ευρώ που παρείχε η KAG Ελλάδας, θυγατρική της KKR. Η Pillarstone BidCo SCA, επίσης θυγατρική της KKR, έγινε ο άμεσος μέτοχος της Famar Holding Sarl. Ωστόσο δημιουργήθηκαν ανάγκες για πρόσθετη ρευστότητα προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία των μονάδων που διατηρούσε η Famar στη Γαλλία, με το KKR να αποφασίζει τελικά τον Ιούνιο του 2019 να προχωρήσει στην εκποίησή της. Γενικά το πρόβλημα εντοπιζόταν στις γαλλικές μονάδες, που ήταν ζημιογόνες και απορροφούσαν ρευστό από τις συνδεδεμένες με τον όμιλο εταιρείες. Γι’ αυτό και η τμηματική πώληση των δραστηριοτήτων της Famar (βόρειος και νότιος τομέας) αποδείχθηκε η βέλτιστη λύση. Ετσι, τον Νοέμβριο του 2019, η γαλλική φαρμακοβιομηχανία Delpharm απέκτησε τις δραστηριότητες του ομίλου στον βόρειο τομέα, ήτοι τρεις παραγωγικές μονάδες στη Γαλλία, μία στην Ολλανδία και άλλη μία στον Καναδά. Επειτα, το 2020, ο νότιος τομέας, που περιελάμβανε τις δραστηριότητες της Famar σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία, περιήλθε στον έλεγχο του κυπριακού fund ECM Partners και στο αμερικανικό York Capital Management. Αποκομίζοντας πολλά κέρδη, το τελευταίο εξήλθε της επένδυσης το 2021, με την ECM και το έτερο Metric Capital Partners να εξαγοράζουν το ποσοστό της York.