ΠΗΓΗ: Reuters
ΣΟΛΤ ΛΕΪΚ ΣΙΤΙ. Περισσότερα από 100 δισ. δολάρια, που έχουν συγκεντρωθεί από πιστούς για αγαθοεργίες, έχει σωρεύσει η Εκκλησία των Μορμόνων, αντί να τα διαθέσει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. «Επρόκειτο για μυστικό αμοιβαίο κεφάλαιο. Μόλις τα χρήματα εισπράττονταν, έμεναν εκεί για πάντα», είπε ο πρώην σύμβουλος επενδύσεων της Εκκλησίας, Ντέιβιντ Νίλσεν, σε συνέντευξή του στην εκπομπή «60 λεπτά» (60 Minutes) του δικτύου CBS.
Ο Νίλσεν είχε διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην ομοσπονδιακή υπηρεσία φορολογίας των ΗΠΑ (IRS) το 2019, ενόσω ήταν διαχειριστής του επενδυτικού ομίλου των Μορμόνων, θέση την οποία διατήρησε για εννέα έτη. Η έκθεση – καταγγελία του Νίλσεν είχε δημοσιευθεί το 2019 στην εφημερίδα Washington Post, αφού ο αδελφός του Νίλσεν έστειλε αντίγραφό της στη διεύθυνση του φύλλου. Ο Νίλσεν, πιστό μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, όπως αυτοαποκαλείται η χριστιανική αίρεση, στρατολογήθηκε από τον επενδυτικό όμιλο των Μορμόνων, χάρη στην εμπειρία του ως χρηματιστή στη Γουόλ Στριτ. Κατά τη θητεία του στον επενδυτικό όμιλο της Εκκλησίας, ο Νίλσεν λέει ότι παρατήρησε την επενδυτική εταιρεία των Μορμόνων να «μεταμφιέζεται σε φιλανθρωπική οργάνωση», αποφεύγοντας την καταβολή δισεκατομμυρίων δολαρίων σε φόρους και καταφεύγοντας σε πλαστογραφία και παραπλάνηση άλλων πιστών Μορμόνων.
Κάθε χρόνο, η Εκκλησία συγκεντρώνει περίπου 7 δισ. δολ. από τα 17 εκατ. μέλη της σε όλο τον κόσμο. Κάθε πιστός οφείλει να καταβάλει ποσοστό 10% του εισοδήματός του σε αυτήν. Περίπου 1 δισ. από τα κεφάλαια αυτά τοποθετήθηκε σε αμοιβαίο κεφάλαιο της επενδυτικής εταιρείας και επενδύθηκε κανονικά, σαν να επρόκειτο για κερδοσκοπικό επενδυτικό προϊόν. Τα κέρδη του αμοιβαίου κεφαλαίου ήταν, όμως, αφορολόγητα, ως προερχόμενα από μη κερδοσκοπική, φιλανθρωπική εταιρεία, όπως είχε δηλωθεί ψευδώς η μορμονική επενδυτική εταιρεία.
Τα κέρδη ήταν αφορολόγητα, ως προερχόμενα από μη κερδοσκοπική, φιλανθρωπική εταιρεία, σύμφωνα με τον πρώην διαχειριστή Νίλσεν.
Το κρυφό αμοιβαίο κεφάλαιο δημιουργήθηκε το 1997, ενώ μέχρι σήμερα έχει διογκωθεί στα 100 δισ. δολάρια, ποσό σχεδόν διπλάσιο από τη συνολική περιουσία του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. «Νόμιζα ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο. Το μόνο που κάναμε ήταν να γεμίζουμε έναν τραπεζικό λογαριασμό», τόνισε στη συνέντευξή του ο Νίλσεν.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι σημαντικό ποσοστό από τα αποταμιευτικά κεφάλαια της Εκκλησίας αξιοποιήθηκαν προκειμένου να στηρίξουν κερδοσκοπικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου εμπορικού κέντρου στο Σολτ Λέικ Σίτι, που χτίστηκε σε εκτάσεις της Εκκλησίας, καθώς και για την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας, ιδιοκτησίας της αίρεσης.
Ο Νίλσεν παραιτήθηκε το 2019, μετά τη δημοσίευση καταλόγου μελών της Εκκλησίας που συμμετείχαν σε εταιρείες-βιτρίνες. Οι εταιρείες αυτές κατείχαν δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές και ομόλογα, ενώ όλες ελέγχονταν από τη μορμονική επενδυτική εταιρεία.
Μετά την παραίτησή του, ο Νίλσεν υπέβαλε καταγγελία 74 σελίδων στην IRS, κατηγορώντας τη μορμονική επενδυτική εταιρεία για παραβίαση του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της. Η καταγγελία του Νίλσεν προωθήθηκε στην Υπηρεσία Ελέγχου Μετοχών, SEC, η οποία διαπίστωσε ότι η Εκκλησία είχε προσπαθήσει να αποκρύψει το μέγεθος των επενδύσεών της, μέσω εταιρειών-κελυφών. Τον Φεβρουάριο, η Εκκλησία των Μορμόνων πλήρωσε πρόστιμο 5 εκατ. δολ. στην ομοσπονδιακή φορολογική υπηρεσία. Τις καταγγελίες του Νίλσεν πάντως απέρριψε η Εκκλησία. Ο Κρίστοφερ Ουαντέλ, στέλεχος της Εκκλησίας υπεύθυνος για τις επενδυτικές, κτηματομεσιτικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητές της, χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Νίλσεν «ολωσδιόλου ψευδείς».
Η συνέντευξη του Νίλσεν στην εκπομπή «60 λεπτά» ήταν η πρώτη του δημόσια τοποθέτηση για την υπόθεση. «Προσφέραμε στις υπηρεσίες IRS και SEC μεγάλη πίστωση χρόνου. Αυτό που έγινε είναι πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να σβήσει με ένα μικρό πρόστιμο», είπε ο Νίλσεν.
Ειδικοί εκτιμούν, όμως, ότι οι πιθανότητες ενδελεχούς έρευνας από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες είναι μικρές. «Ο πολιτικός κίνδυνος είναι μεγάλος. Κανείς δεν θέλει να ηγηθεί έρευνας στα οικονομικά ενός θρησκευτικού δόγματος. Από την άλλη, η ομοσπονδιακή επιείκεια απειλεί το κράτος δικαίου, εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν εφαρμόζουν το νόμο», σημειώνει ο Φιλ Χάκνεϊ, πρώην στέλεχος της IRS.