Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Συνεχίζει να απασχολεί τις διοικήσεις των τραπεζών η μείωση του κόστους τους, παρά τα χιλιόμετρα δρόμου που έχουν διανύσει οι κυπριακές τράπεζες σε σχέση με τον περιορισμό καταστημάτων και δυναμικού τους. Από τα 848 τραπεζικά καταστήματα που υπήρχαν το 2012 στην Κύπρο, έχουν παραμείνει 162, ενώ σε επίπεδο υπαλλήλων από τους 12.815 που εργοδοτούνταν σε τράπεζες την επίμαχη χρονιά του 2012, πλέον εργοδοτούνται λιγότεροι από 6.481. Και το «λιγότεροι από 6.481» καταγράφεται διότι, η Astrobank ανακοίνωσε στις αρχές Ιούλη πως προχώρησε στη μείωση ακόμα περίπου 30 υπαλλήλων. Αυτό καταδεικνύει πως, ακόμα και σε περίοδο υψηλών επιτοκίων και υψηλής κερδοφορίας, οι τράπεζες προχωρούν σε μειώσεις προσωπικού και εφαρμογής ενός γενικότερου πλάνου μείωσης του κόστους τους. Οι τράπεζες έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για μείωση του προσωπικού τους και των καταστημάτων τους, όμως στην τελευταία 10ετία ξεχωρίζουν τρία γεγονότα. Το κλείσιμο της Λαϊκής, του Συνεργατισμού και της RCB Bank (τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε καθώς λειτουργεί με άλλο μοντέλο – καθεστώς ως απόρροια αποφάσεων του Ουκρανικού).
Περνώντας ξανά στα των αριθμών, κάθε πέρσι… και καλύτερα για τους τραπεζικούς υπαλλήλους. Μόνο το 2013, έπεσε «τσεκούρι» 1.500 υπαλλήλων, καθώς μειώθηκαν σε 11.105, ενώ τα καταστήματα μειώθηκαν επίσης και έφτασαν τα 680. Το 2014 οι υπάλληλοι έφτασαν τους 10.916 και τα καταστήματα έφτασαν τα 614. Το 2015 εργοδοτούνταν 10.939 τραπεζικοί υπάλληλοι και λειτουργούσαν 560 καταστήματα (308 τραπεζών συν 252 Συνεργατικά). Το 2016 συνεχίζεται η σταθερή μείωση υπαλλήλων και καταστημάτων. Συγκεκριμένα, εργοδοτούνταν 10.615 υπάλληλοι και 542 καταστήματα ήταν σε λειτουργία. Το 2017 οι τραπεζικοί υπάλληλοι αυξήθηκαν κατά 12 και έφτασαν τους 10.627, αλλά τα καταστήματα μειώθηκαν σημαντικά και έφτασαν τα 458.
Τον Απρίλιο του 2013, μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, οι κυπριακές αρχές κατέληξαν σε συμφωνία αναφορικά με το οικονομικό πρόγραμμα στήριξης στο οποίο συνέβαλε η Τρόικα.
Το 2017 - 2018 ήταν το κομβικό σημείο, που έκλεισε ο Συνεργατισμός. Το 2018 οι τραπεζικοί υπάλληλοι μειώθηκαν στους 8.940, ενώ τα καταστήματα που έμειναν ενεργά ήταν 384. Το 2019 συνέχισε η μείωση, με τους υπαλλήλους να είναι 8.548 και τα καταστήματα των τραπεζών 326. Το 2020 συνέχισε το «ψαλίδι» σε καταστήματα και υπαλλήλους, έφτασαν τα 238 και οι υπάλληλοι 8.175. Το 2021 έγιναν αρκετά εθελούσια προγράμματα εξόδου και έτσι τα καταστήματα έμειναν 218 και οι υπάλληλοι 7.463. Μέσα στο 2022 έγινε η αναγκαστική απόφαση της RCB Bank που την ανάγκασε να αλλάξει χαρακτήρα και έτσι από τα τέλη του 2022 και μετά από αρκετά εθελούσια προγράμματα από τις τράπεζες, πλέον όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, υπάρχουν στην Κύπρο 9 τράπεζες, 162 καταστήματα, 6.481 τραπεζικοί υπάλληλοι και 334 ΑΤΜ.
Λαϊκή και ΣΠΙ
Όπως αναφέρει και σε παλαιότερες εκδόσεις του ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου, οι κυπριακές αρχές ζήτησαν οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 2012. Τον Απρίλιο του 2013, μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, οι κυπριακές αρχές κατέληξαν σε συμφωνία αναφορικά με το οικονομικό πρόγραμμα στήριξης στο οποίο συνέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα («Τρόικα»). Της συμφωνίας αυτής προηγήθηκε απόφαση του Eurogroup, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα σε σχέση με την οικονομία, καθώς και την εξυγίανση της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας στην Κύπρο και την αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση της μεγαλύτερης τράπεζας. Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας περιλαμβανομένων των ΣΠΙ αναλογούσε μέχρι το 2012 σε 550% του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα της απόφασης του Eurogroup και των συνεπακόλουθων μέτρων, ο κυπριακός τραπεζικός τομέας συρρικνώθηκε απότομα στο 350% του ΑΕΠ.
Η Βουλή ψήφισε νομοθεσία με την οποία θεσπίζεται το πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οποία η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ορίστηκε ως αρχή εξυγίανσης για τις τράπεζες και τα ΣΠΙ. Βάσει του νέου πλαισίου, η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου και η Τράπεζα Κύπρου μπήκαν σε καθεστώς εξυγίανσης. Η Τράπεζα Κύπρου ανακεφαλαιοποιήθηκε πλήρως χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια των μετόχων και ομολογιούχων και τη μετατροπή του 47,5% των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Οι εργασίες, οι εξασφαλισμένες καταθέσεις, μέρος των δανείων και η έκτακτη παροχή ρευστότητας(Emergency Liquidity Assistance - ELA) της Λαϊκής Τράπεζας μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις και τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού παρέμειναν στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, η οποία είναι υπό εκκαθάριση. Καθώς η αξία των μεταφερόμενων στοιχείων ενεργητικού ήταν μεγαλύτερη από την αξία των υποχρεώσεων, η οντότητα υπό εκκαθάριση έλαβε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου που αναλογούν στο 18% του μετοχικού κεφαλαίου. Οι ασφαλισμένοι καταθέτες (που αποτελούν πάνω από το 95% του συνολικού αριθμού των κατόχων λογαριασμών στις δύο επηρεαζόμενες τράπεζες) διασφαλίστηκαν πλήρως. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές θυγατρικές των κυπριακών τραπεζών πωλήθηκαν.
Στο πλαίσιο του προγράμματος χρηματοδότησης καθορίστηκε η στρατηγική για τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα και όλα τα ΣΠΙ συμφώνησαν σε εθελοντικές συγχωνεύσεις βάσει σχεδίου αναδιοργάνωσης, το οποίο στοχεύει να επαναφέρει τον τομέα σε βιωσιμότητα και κερδοφορία. Όλες οι συγχωνεύσεις ολοκληρώθηκαν μέχρι τον Μάρτιο του 2014, καταλήγοντας σε 18 Συνεργατικά Ιδρύματα (από 93).
Το κράτος απέκτησε το 99% του κεφαλαίου των ΣΠΙ τα οποία βρίσκονται στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, μέσω €1,5 δισ. κρατικής βοήθειας με κεφάλαια από το πρόγραμμα στήριξης. Η Ελληνική Τράπεζα ανακεφαλαιοποιήθηκε επιτυχώς με ιδιωτικά κεφάλαια (περιλαμβανομένων και ξένων επενδυτών) χωρίς να χρειαστεί κρατική ενίσχυση.
Ελληνική και ΣΚΤ
To 2018 ξεκίνησε η διαδικασία πώλησης του Συνεργατισμού. Ο τελικός αγοραστής ήταν η Ελληνική Τράπεζα που αγόρασε το υγιές κομμάτι του και απέκτησε το μέγεθος που έχει σήμερα. Το κακό μέρος του Συνεργατισμού μεταβιβάστηκε σε άλλη οντότητα (μη τραπεζική), την ΚΕΔΙΠΕΣ.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 ολοκληρώθηκε η συναλλαγή μεταφοράς εργασιών της πρώην Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας προς την Ελληνική Τράπεζα στη βάση σχετικής συμφωνίας μεταφοράς εργασιών που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2018.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συμφωνίας, τα δύο μέρη ολοκλήρωσαν στις 18 Δεκεμβρίου 2018 την αποτίμηση των Περιουσιακών Στοιχείων και Υποχρεώσεων που μεταφέρονται στην Ελληνική.
Ειδικότερα, στην Ελληνική μεταφέρθηκαν χορηγήσεις 4,27 δισ., ομόλογα 4,07 δισ., μετρητά και καταθέσεις σε τράπεζες 1,01 δισ. και άλλα περιουσιακά στοιχεία 79 εκατ. ευρώ. Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που μεταφέρονται για ολοκλήρωση της Συμφωνίας ανήλθε σε 9,4 δισ. και μετά την προσαρμογή αποτίμησης σύμφωνα με την συμφωνία σε 9,14 δισ. ευρώ.
Η τελευταία πράξη
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν δεν άφησαν ανεπηρέαστη την RCB Bank, καθώς λήφθηκε η απόφαση να μετασχηματιστεί η τράπεζα στα τέλη Μαρτίου 2022 σε μια εποπτευόμενη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management company). Οι τραπεζικές της εργασίες θα αποσύρονταν σταδιακά. Από τις 24 Μαρτίου 2022 η RCB Bank, σε συμφωνία με την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, έλαβαν την απόφαση ότι θα έπαυε να συνάπτει νέες σχέσεις με πελάτες τόσο για καταθέσεις όσο και για δάνεια. Η Τράπεζα θα ακολουθούσε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και διαδικασία για την ολοκλήρωση των υφιστάμενων πελατειακών σχέσεων. Όλες οι υποχρεώσεις προς τους πελάτες της τράπεζας θα καταβάλλονταν πλήρως και είχε συμφωνηθεί με την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ότι θα αναλάμβανε ελεγκτικός οίκος (Deloitte) να ελέγχει τη διαδικασία ολοκλήρωσης των διακανονισμών της τράπεζας με τους καταθέτες, διασφαλίζοντας έτσι την ομαλή λήξη των καταθετικών σχέσεων.