Kathimerini.gr
Εδώ και λίγο περισσότερο από ένα μήνα επικρατούσε παγκόσμια ανησυχία για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά την κατάρρευση δύο περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, των Silicon Valley Bank (SVB) και Signature Bank. Τώρα οι αμερικανικές τράπεζες καταβάλλουν προσπάθειες για να αφήσουν τα οδυνηρά αυτά επεισόδια πίσω τους, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές κατά πόσον έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση ή πρόκειται απλώς για την ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Αύριο αναμένεται το πόρισμα της Federal Reserve για τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της SVB.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ του CNN, αν κοιτάξουμε τα επίπεδα των καταθέσεων των τραπεζών, εκ πρώτης όψεως μπορεί να πείθουν ότι τώρα οι τράπεζες είναι σε καλύτερη κατάσταση από πριν. Σύμφωνα, όμως, με την Ανα Αρσόφ, γενική διευθύντρια της Moody’s, η εικόνα είναι μάλλον παραπλανητική και η τραπεζική κρίση δεν έχει λήξει ακόμη. Οπως τονίζει η ίδια, την περασμένη εβδομάδα η Moody’s Investors Service προέβη σε μια ασυνήθιστη κίνηση, όταν υποβάθμισε ταυτοχρόνως 11 περιφερειακές τράπεζες. Ανάμεσά τους οι First Republic Bank, US Bancorp, Western Alliance και Zions Bancorp. Κύριες αιτίες που επικαλέστηκε ήταν προβλήματα αναφορικά με την αναλογία ανάμεσα στο ενεργητικό τους και στις υποχρεώσεις τους, την έκθεσή τους στον τομέα των ακινήτων που έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα και τη μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Και το πρόβλημα είναι ότι, για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση, οι τράπεζες αυτές πρέπει να καταβάλουν υψηλότερα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις.
Αυτό συνεπάγεται ότι θα έχουν περιορισμό στο ύψος των κεφαλαίων που μπορούν να αντλήσουν εφόσον αυτό θα διαβρώνει την κερδοφορία τους. Σύμφωνα με την Ανα Αρσόφ, «αυτό δεν σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσουν εκροές καταθέσεων ανάλογες εκείνων που είδαμε στην περίπτωση της Sillicon Valley, αλλά ότι οι τράπεζες παραμένουν πιο ευάλωτες στα πλήγματα».
Μετά την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank, οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, Bank of America JPMorgan Chase και Citibank, κατέγραψαν εισροές-ρεκόρ, που προήλθαν από τις περιφερειακές τράπεζες και τις τράπεζες μεσαίου μεγέθους. Η προέλευσή τους είναι σαφής δεδομένου ότι στη διάρκεια του α΄ τριμήνου οι καταθέσεις της επίσης περιφερειακής τράπεζας First Republic Bank μειώθηκαν κατά 41%, στα 104,5 δισ. δολ. Η κινητικότητα των καταθέσεων παραμένει, πάντως, σταθερή από τα τέλη Μαρτίου και μετά, όπως επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλός της, Μάικλ Ρόφλερ.
Σύμφωνα με στοιχεία της Federal Reserve, το ίδιο ισχύει για όλες τις αμερικανικές τράπεζες, τόσο τις μεγάλες όσο και τις μικρές. Εως τις 21 Απριλίου, το σύνολο των καταθέσεων της First Republic ανερχόταν σε 102,7 δισ. δολ. συμπεριλαμβανομένων των 30 δισ. δολ. που είχε λάβει από τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. Το ποσό αυτό είναι κατά 1,7% μικρότερο από το αντίστοιχο στα τέλη Μαρτίου, αν και σύμφωνα με τον Μάικλ Ρόφλερ, η ελαφρά αυτή μείωση αντανακλά «τις εποχιακές πληρωμές φόρων από πλευράς των πελατών της τράπεζας». Η στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική, που εγκαινίασε πριν από ένα χρόνο η Federal Reserve για να ανακόψει τον πληθωρισμό, έχει εν μέρει επιταχύνει την τραπεζική κρίση. Και αυτό γιατί η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια πουλώντας τίτλους και συγκεκριμένα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Ετσι, όμως, υποχωρεί η τιμή των ομολόγων και αυξάνονται οι αποδόσεις τους.
Η SVB άρχισε να δέχεται μεγάλες πιέσεις επειδή μεγάλο μέρος των κεφαλαίων της πελατείας της είχε τοποθετηθεί σε ομόλογα. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται προβληματική όταν οι καταθέτες της, κυρίως νεοφυείς και τεχνολογικές εταιρείες, άρχισαν να αποσύρουν κεφάλαια αφού δεν υπήρχαν άλλες πηγές χρηματοδότησης. Προκειμένου να ανταποκριθεί στα αιτήματά τους για μεγάλες αναλήψεις, η SVB αναγκάστηκε να πουλήσει ομόλογα, αλλά σε τιμές που συνεπάγονταν ζημία ύψους σχεδόν 2 δισ. δολ.
Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Βολφ, επικεφαλής του τομέα τραπεζών Βορείου Αμερικής στη Fitch Ratings, η περίπτωση της SVB ήταν μάλλον ακραία. Η πελατειακή της βάση δεν είχε διαφοροποιηθεί, οι περισσότερες καταθέσεις δεν ήταν ασφαλισμένες και η τράπεζα είχε επενδύσει σχεδόν τα πάντα σε μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Οπως επισημαίνει ο Κρίστοφερ Βολφ, το αποτέλεσμα ήταν να είναι σαφώς πιο ευάλωτη στις αυξήσεις των επιτοκίων σε σύγκριση με άλλες τράπεζες. Πολλές τράπεζες και οι καταθέτες τους αναστέναξαν με ανακούφιση όταν η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εγγυηθεί όλες τις καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων υπερβαίνουν το όριο των 250.000 δολ. που προβλέπει το αμερικανικό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων.
Περιορίστηκε, έτσι, κάπως ο πανικός που είχε προκαλέσει η κατάρρευση της SVB. Πολλές τράπεζες, όμως, προσπαθούν ακόμη να ανακτήσουν τις καταθέσεις που έχασαν μετά την κατάρρευση της SVB, καθώς και όσες έχουν αποσύρει πολλοί Αμερικανοί και εξακολουθούν να αποσύρουν για να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος της διαβίωσης. Και όπως υπογραμμίζει ο Κρίστοφερ Βολφ, οι αναμενόμενες νέες αυξήσεις των επιτοκίων από τη Fed μάλλον θα προκαλέσουν νέες μαζικές αναλήψεις.