ΚΥΠΕ
Η πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, ως η απαρχή της κυπριακής τραγωδίας που συνεχίστηκε με την τουρκική εισβολή μόλις πέντε ημέρες αργότερα, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Οι πληροφορίες και φήμες για ένα πιθανό πραξικόπημα στην Κύπρο κυκλοφορούσαν για καιρό, ιδίως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου του 1970, ενώ οι παρασκηνιακές διεργασίες για την προετοιμασία του μετρούσαν αρκετές εβδομάδες πριν την 15η Ιουλίου.
Οι σχέσεις της κυβέρνησης Μακαρίου με την χουντική κυβέρνηση των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, σαφώς δεν ήταν αυτές που προσδοκούσαν οι δεύτεροι, οι οποίοι φρόντισαν για τον εξοπλισμό και την οργάνωση των πραξικοπηματιών στην Κύπρο, ενώ έδωσαν την εντολή για την εκδήλωση του προδοτικού πραξικοπήματος.
Στις αρχές του μαύρου Ιουλίου του 1974, η ένταση μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο χωρών κορυφώθηκε. Την 1η Ιουλίου το Υπουργικό Συμβούλιο της Κυβέρνησης Μακαρίου είχε αποφασίσει τη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Εθνική Φρουρά σε 14 μήνες (από τους 18 που είχαν οριστεί το 1964, με τον νόμο για την ίδρυση της Ε.Φ.), καθώς και τη μείωση του αριθμού των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Στις 2 Ιουλίου 1974, με επιστολή του προς τον Έλληνα στρατηγό, Φαίδωνα Γκιζίκη, ο Μακάριος κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση για ανάμιξη στις εναντίον του συνωμοσίες και στήριξη της ΕΚΟΚΑ Β’ και αξίωνε να ανακληθούν στην Ελλάδα 650 Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά.
Σημειώνεται ότι η Εθνική Φρουρά, που από το 1964 αποτέλεσε την επίσημη στρατιωτική δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας το 1963, στελεχώθηκε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, οι οποίοι μαζί με Κύπριους συναδέλφους τους και εθελοντές ανέλαβαν την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της. Για τον σκοπό αυτό, μεταφέρθηκε στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία και δημιουργήθηκε η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), την αρχηγία της οποίας ανέλαβε αρχικά ο Γεώργιος Γρίβας.
Το πραξικόπημα της Χούντας των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 στην Ελλάδα, τα αιματηρά γεγονότα στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967 και στη συνέχεια η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, είχαν σαν αποτέλεσμα η ένταση μεταξύ κυπριακής και ελληνικής κυβέρνησης να ενισχύεται.
Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Γρίβας, που παραιτήθηκε από την αρχηγία της ΑΣΔΑΚ το 1967, επέστρεψε στην Κύπρο το 1971, για να ηγηθεί της ΕΟΚΑ Β’, οργάνωσης που αξίωνε να συνεχίσει το έργο της ΕΟΚΑ. Σύνθημα της ΕΟΚΑ Β’ ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το οποίο έβρισκε απήχηση σε μία μερίδα της ελληνοκυπριακής κοινότητας του νησιού, την οποία μεθοδικά και συστηματικά η ελληνική χουντική κυβέρνηση έστρεφε εναντίον της πολιτικής που ακολουθούσε ο Μακάριος.
Η απόφαση για τη διενέργεια του πραξικοπήματος το πρωί της 15ης Ιουλίου, λήφθηκε από την κυβέρνηση των συνταγματαρχών με συνοπτικές διαδικασίες. Τμήματα της Εθνικής Φρουράς, με τον εξοπλισμό που διέθεσε για τη διεξαγωγή του πραξικοπήματος η χούντα, υπό τις εντολές του επιτελάρχη της Ε.Φ., Ταξίαρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, έλαβαν οδηγίες να επιτεθούν στο Προεδρικό Μέγαρο το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Μάλιστα, η επίθεση ορίστηκε να γίνει λίγο μετά τις 8 το πρωί, προκειμένου να είναι βέβαιο ότι ο Μακάριος θα βρισκόταν στο Προεδρικό, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι διακινδύνευαν την ασφάλεια των πολιτών, καθώς την ώρα εκείνη οι καθημερινές εργασίες ήταν σε πλήρη εξέλιξη στην πόλη.
Το προηγούμενο βράδυ ο Μακάριος βρισκόταν στην εξοχική προεδρική κατοικία στο Τρόοδος. Επιστρέφοντας στη Λευκωσία νωρίς το πρωί, καθ’ οδόν προς το Προεδρικό, πέρασε μπροστά από το στρατόπεδο όπου ήδη ήταν σε εξέλιξη οι προετοιμασίες για το πραξικόπημα, χωρίς να γίνει τίποτα αντιληπτό από την ακολουθία του.
Γύρω στις 8 το πρωί υποδεχόταν στο Προεδρικό ομάδα παιδιών από την ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Στις 8:20, μονάδες τεθωρακισμένων αρμάτων και μοίρες καταδρομών κινήθηκαν προς το Προεδρικό και άρχισαν να βάλλουν. Στην επίθεση, πέρα από δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, συμμετείχαν και ένοπλοι άντρες της ΕΟΚΑ Β’. Το πραξικόπημα είχε εκδηλωθεί με το σύνθημα «ο Αλέξανδρος εισήλθε εις το νοσοκομείο».
Εν μέσω εκρήξεων και πυροβολισμών, ο Μακάριος με τη συνοδεία δύο αντρών της φρουράς του, δραπέτευσε από τη δυτική πλευρά του κτιρίου, που είχε μείνει αφύλαχτη, βγήκε από τον κήπο του μεγάρου προς την κοίτη του παρακείμενου ρέματος και απομακρύνθηκε, οδεύοντας προς το μοναστήρι του Κύκκου, όπου και βρήκε καταφύγιο. Το πως και γιατί η δυτική πλευρά του κτιρίου παρέμεινε εκτός του ελέγχου των πραξικοπηματιών, παραμένει αναπάντητο. Μία άποψη υποστηρίζει ότι ο αριθμός των επιτιθέμενων δυνάμεων, δεν επαρκούσε ώστε να περικυκλωθεί πλήρως το Προεδρικό. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι σκόπιμα είχε μείνει αφύλαχτη εκείνη η πλευρά, καθώς σκοπός των πραξικοπηματιών δεν ήταν να σκοτώσουν τον Μακάριο.
Όπως ανέφερε σε συνέντευξή του σε εκπομπή της ΕΡΤ ο τότε Υφυπουργός παρά των Προέδρω, Πάτροκλος Σταύρου, μετά την απόδραση του Μακαρίου έμειναν στο Προεδρικό Μέγαρο περίπου 80 άτομα, μεταξύ των οποίων και τα παιδιά από την Αίγυπτο, προσπαθώντας να προστατευθούν στο σαλόνι του κτιρίου, που διέθετε χοντρούς τοίχους. Οι πραξικοπηματίες μπήκαν στο κτίριο και με την απειλή των όπλων οδήγησαν τον κόσμο στον εξωτερικό χώρο, όπου ανάγκασαν όλα τα άτομα να ξαπλώσουν μπρούμυτα στην άσφαλτο. Λίγο αργότερα, το Προεδρικό Μέγαρο τυλίχθηκε στις φλόγες.
Στην επίθεση των πραξικοπηματιών επιχείρησε να προβάλει σθεναρή αντίσταση η Αρχιεπισκοπή και άντεξε περισσότερο από κάθε άλλο στόχο της επίθεσης που εξαπολύθηκε. Τελικά, και το κτίριο της Αρχιεπισκοπής τυλίχθηκε στις φλόγες, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστησαν εικόνες και πίνακες που βρίσκονταν στο εσωτερικό του. Το κτίριο της Αρχιεπισκοπής παραδόθηκε στους πραξικοπηματίες το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Το κτίριο του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) ήταν επίσης ένας από τους πρώτους στόχους του πραξικοπήματος. Λίγο μετά την επίθεση, από το στούντιο του ΡΙΚ οι πραξικοπηματίες ανακοίνωναν ότι «σήμερον την πρωίαν επενέβη η Εθνική Φρουρά διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον μεταξύ των Ελλήνων. Η Εθνική Φρουρά είναι τη στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός».
Από τη συχνότητα του ΡΙΚ, άλλωστε, γνωστοποιήθηκαν και τα ονόματα των μελών της «κυβέρνησης σωτηρίας», όπως ονομάστηκε η "κυβέρνηση" που διόρισαν οι πραξικοπηματίες, υπό τον Νίκο Σαμψών, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο οποίος αποτέλεσε την έσχατη λύση, μετά την άρνηση τριών δικαστικών αλλά και του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη να αναλάβουν την προεδρία. Υπουργοί διορίστηκαν οι Ντίμης Δημητρίου (Εξωτερικών), Παντελής Δημητρίου (Εσωτερικών, Αμύνης), Κώστας Αδαμίδης (Δικαιοσύνης), Παναγιώτης Δημητρίου (Παιδείας), Κυριάκος Σαβεριάδης (Συγκοινωνιών και Έργων), Οδυσσέας Ιωαννίδης (Υγείας), Ανδρέας Νεοκλέους και Γιαννάκης Δρουσιώτης (Εργασίας), ενώ Υφυπουργός παρά το Προέδρω ανέλαβε ο Ανδρέας Παρισσινός.
Σε διάψευση της ανακοίνωσης που εξέπεμψε το ΡΙΚ σχετικά με τον θάνατο του Μακαρίου, ήρθε το μήνυμα του διαφυγόντα Προέδρου, ο οποίος είχε φτάσει στην Πάφο. Χρησιμοποιώντας τον πομπό του ραδιοσταθμού που είχε στήσει ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Μακάριος απευθύνθηκε στους πολίτες λέγοντας: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίο συ εξέλεξες διά να είναι ο ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η Χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση. Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψη την Κύπρο. Να την διχοτομήση. Αλλά δεν θα το κατορθώση. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούντα. Μη φοβηθής. Ενταχθήτε όλοι εις τας νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η Χούντα δεν πρέπει να περάση και δεν θα περάση. Νυν υπέρ πάντων ο αγών!»
Παράλληλα, η χουντική κυβέρνηση στην Ελλάδα, ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος στην Κύπρο, διεμήνυε ότι οι εξελίξεις στο νησί αποτελούσαν «εσωτερική υπόθεση ανεξάρτητου κράτους».
Η ομαλή ροή στη ζωή της χώρας άλλαξε μέσα σε λίγα λεπτά. Τεθωρακισμένα και ένοπλοι άντρες βρέθηκαν στους δρόμους, ελέγχοντας νευραλγικά σημεία, ενώ δόθηκαν οδηγίες για κατ’ οίκον περιορισμό των πολιτών. Αντίσταση στους πραξικοπηματίες πρόβαλαν ομάδες εφέδρων, που προετοιμάζονταν από καιρό για μία τέτοια εξέλιξη. Δεν ήταν, όμως, αρκετοί, ώστε να αντιμετωπίσουν τον εξοπλισμό και το μένος των πραξικοπηματιών. Ο απολογισμός του πραξικοπήματος ήταν εκατοντάδες νεκροί. Η μεγαλύτερη τραγωδία, όμως, έμελλε να διαδραματιστεί λίγες μέρες αργότερα, όταν η Τουρκία θα εισέβαλλε στην Κύπρο με πρόσχημα την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων, μετά την αναταραχή που προκάλεσε το πραξικόπημα, ενώ η αποδυναμωμένη και προδωμένη Εθνική Φρουρά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την εισβολή του Αττίλα.