
24news.com.cy
Με άμεσες διαδικασίες το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας καθώς και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) - μετά την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως Μαρίας Στυλιανού Λοττίδη- προσπαθούν να αποκαταστήσουν τα ασυνόδευτα παιδιά μεταναστών που έρχονται στην Κύπρο και παραμένουν στο «Πουρνάρα».
Οι αρμόδιες Υπηρεσίες συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις και φρόντισαν για την αποκατάσταση όλων των παιδιών προκειμένου να λαμβάνουν την απαραίτητη φροντίδα και εκπαίδευση. Κάτι που προνοείται σύμφωνα και με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα στον Reporter, την κηδεμονία των ασυνόδευτων παιδιών θα αναλάβουν οι ΥΚΕ και τα παιδιά θα τοποθετούνται είτε σε προγράμματα αναδοχής είτε σε δομές και κατοικίες.
Τι αναφέρει η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως
Η Επίτροπος Διοικήσεως πραγματοποίησε τον Φεβρουάριο απροειδοποίητη επίσκεψη στο Κέντρο Πουρνάρα, έπειτα από πληροφορίες ότι στο διαμένουν ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο της επίσκεψής της, τα 285 άτομα που διέμεναν στο Κέντρο, οι 74 ήταν ανήλικοι, και από αυτούς οι 27, 15 αγόρια και 12 κορίτσια, ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι. Σημειώνει ότι, σύμφωνα με όσα είπε Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, η πρακτική που εφαρμοζόταν ως τον περασμένο Νοέμβριο, ήταν πως μετά την ολοκλήρωση όλων απαραίτητων διαδικασιών, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας μεριμνούσαν για τη μεταφορά των ασυνόδευτων ανηλίκων σε δομές ανηλίκων εκτός του Κέντρου.
Ωστόσο, από τον περασμένο Νοέμβριο δεν γίνεται η μεταφορά τους σε δομές εκτός του Κέντρου και συνεχίζουν να παραμένουν σε αυτό. Ο χρόνος παραμονής των εν λόγω ασυνόδευτων ανηλίκων στο Κέντρο είναι τουλάχιστον ενενήντα ημέρες, ενώ κάποιοι εξ αυτών βρίσκονταν στο Κέντρο για διάστημα πέραν των εκατό ημερών μέχρι και 120 ημέρες, ενώ έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες διαδικασίες, σημειώνει η Επίτροπος.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η Επίτροπος, το παραπάνω δεν συνάδουν με το διεθνές νομικό πλαίσιο που αφορά στην προστασία κα διαφύλαξη των δικαιωμάτων του παιδιού, και στερούν από τους συγκεκριμένους ανήλικους θεμελιώδη δικαιώματα. Με βάση τα διεθνή πρότυπα, τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη φιλοξενία ανηλίκων μεταναστών σε χώρους που αρμόζουν για την ηλικία τους, όπως κατοικίες και ανάδοχες οικογένειες, σημειώνει.
Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι όταν πρόκειται για ασυνόδευτα παιδιά, η παραμονή τους σε κλειστά Κέντρα δεν είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί επειδή είναι ασυνόδευτα ή έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, ούτε επειδή είναι μετανάστες ή εξαιτίας του καθεστώτος διαμονής τους. Όταν δεν είναι δυνατό τα ασυνόδευτα παιδιά να δοθούν σε μέλη της οικογένειας τους που έχουν κατοικία στη χώρα υποδοχής, θα πρέπει να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως χώροι φιλοξενίας, οι οποίοι να καλύπτουν τις ανάγκες για την ορθή σωματική και ψυχική ανάπτυξη, προσβλέποντας στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντός τους, αναφέρει.
Επιπλέον, η Επίτροπος τονίζει ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ανήλικων αιτητών ασύλου στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ η εκπαίδευσή είναι δυνατό να τους παρέχεται και εντός του κέντρου φιλοξενίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα πρέπει να καθυστερεί πέραν των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης παροχής διεθνούς προστασία, αναφέρει.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση, πέραν της ύπαρξης παιχνιδότοπου και χώρου υπαίθριων αθλοπαιδιών, οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης στο Κέντρο δεν συνιστούν περιβάλλον που αρμόζει στην ορθή και ομαλή διαβίωση και ανάπτυξη των παιδιών και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους, επισημαίνει η Επίτροπος, προσθέτοντας ότι η απουσία οποιωνδήποτε άλλων μορφών απασχόλησης και ψυχαγωγίας για τα συγκεκριμένα παιδιά, ως επίσης και η παράταση του περιορισμού και εγκλεισμού τους στο Κέντρο και η αβεβαιότητα αναφορικά με τον χρόνο εξόδου τους απ' αυτό και της μετακίνησης τους σε άλλο χώρο, αναπόφευκτα επιδρά στην ψυχική και συναισθηματική τους κατάσταση.
"Όλα τα ασυνόδευτα παιδιά έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μεταχείριση και δικαιώματα όμοια με αυτά που αναγνωρίζονται στα παιδιά που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής, ενώ, όλες οι εκτιμήσεις για το καθεστώς τους ως μεταναστών είναι δευτερεύουσας σημασίας και θα πρέπει να βασίζονται στις αρχές της ευημερίας του παιδιού", αναφέρει.
Προσθέτει ότι, σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια παραμονής των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων παιδιών, στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης θα πρέπει να περιορίζεται στον χρόνο που απαιτείται για την αρχική καταγραφή και αξιολόγηση των περιπτώσεων τους και όχι περισσότερο από τη μέγιστη διάρκεια που προβλέπει ο νόμος, κάτι που, όπως ανακύπτει από τα ανωτέρω, δεν εφαρμόζεται.