Kathimerini.com.cy
Μέχρι την επίσημη εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16 Αυγούστου 1960, μεσολάβησε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδος. Σε αυτή την περίοδο ιδρύθηκε η επιτροπή του Λονδίνου, η οποία αποτελείτο από αντιπροσώπους των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, καθώς και των δύο κοινοτήτων και είχε κυρίως ως έργο θέματα που αφορούσαν τον βρετανικό στρατό. Η δρ Αναστασία Γιάγκου, εκπαιδευτικός-ιστορικός εξηγεί τη σημασία αυτής της επιτροπής, καθώς και το πώς κινήθηκε εκείνους τους πρώτους μήνες ανεξαρτησίας η Κύπρος.
–Μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959, πώς φτάσαμε στη 16η Αυγούστου;
–Μέχρι την επίσημη εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16 Αυγούστου 1960, μεσολάβησε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδος, που συχνά αγνοείται η σημασία της. Ένα από τα σώματα που είχαν ιδρυθεί για την εφαρμογή των συμφωνιών του 1959 ήταν η επιτροπή του Λονδίνου, η οποία αποτελείτο από αντιπροσώπους των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, καθώς και των δύο κοινοτήτων και είχε κυρίως ως έργο θέματα που αφορούσαν τον βρετανικό στρατό.
–Δηλαδή;
–Στις αρχές του 1960, ένα από τα ζητήματα στα οποία η πρόοδος των διαβουλεύσεων στο Λονδίνο φάνηκε να σκοντάφτει ήταν αυτό των βρετανικών βάσεων, αφού υπήρχαν διαφωνίες ως προς το μέγεθος, την έκταση της κυριαρχίας τους, καθώς και στο θέμα της εκχώρησής τους σε περίπτωση βρετανικής αποχώρησης. Καθώς η συζήτηση όδευε προς αδιέξοδο, οι Βρετανοί συγκάλεσαν Διάσκεψη στο Λονδίνο, στις 16 Ιανουαρίου 1960, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας καθώς και με τους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Φαζίλ Κουτσιούκ αντίστοιχα. Ωστόσο, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και ο Φαζίλ Κουτσιούκ ήταν αποφασισμένοι να μειώσουν το μέγεθος των βάσεων χωρίς να υποκύπτουν σε πιεστικά χρονοδιαγράμματα. Έτσι, όπως υπογραμμίζει η Νταϊάνα Μαρκίδου, οι διαβουλεύσεις για το ζήτημα των βάσεων αποτέλεσαν μοναδικό παράδειγμα κατά το οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρήκαν κοινό έδαφος και διαβουλεύονταν χωρίς να τους βαραίνει η παρουσία των αντίστοιχων μητέρων-πατρίδων τους.
Οι διαβουλεύσεις για το ζήτημα των βάσεων αποτέλεσαν μοναδικό παράδειγμα κατά το οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρήκαν κοινό έδαφος και διαβουλεύονταν χωρίς να τους βαραίνειη παρουσία των αντίστοιχων μητέρων-πατρίδων τους
–Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
–Από τον Φεβρουάριο του 1960, μετά την αποτυχία της Διάσκεψης, οι διαπραγματεύσεις μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν επιφόρτισε τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζούλιαν Άμερι με το καθήκον της διαπραγμάτευσης. Ο Άμερι πέρασε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών στο νησί. Ο ίδιος εκπροσωπούσε τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του Συντηρητικού κόμματος η οποία πίστευε ότι οι βάσεις θα λειτουργούσαν ως «μικρές αποικίες» ή ως «κυπριακά Γιβραλτάρ». Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα αυτό οι σχέσεις του με τον Κυβερνήτη Φουτ δεν έμειναν ανεπηρέαστες, καθώς ο τελευταίος ανησυχούσε για τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε η συνεχιζόμενη διαφωνία επί του θέματος των βάσεων. Μάλιστα, μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο παρουσιάστηκε ακόμα και η πιθανότητα η μεταβατική περίοδος να εξελιχθεί ως μια μόνιμη διευθέτηση. Ο Βρετανός πρωθυπουργός όμως δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει, στο ξεκίνημα της δεύτερής του θητείας νέα εκδήλωση του κυπριακού προβλήματος. Οι Βρετανοί υποχώρησαν τελικά σε όλα τα βασικά σημεία εκτός από την κυριαρχία των βάσεων. Έτσι, για παράδειγμα, η περιοχή των βάσεων μειώθηκε σε έκταση ενενήντα εννέα τετραγωνικών μιλίων στην περιοχή της Δεκέλειας και της Επισκοπής, ενώ οι Βρετανοί αρχικά απαιτούσαν περισσότερα από διακόσια τετραγωνικά μίλια. Εκτός από τις δυο βάσεις οι Βρετανοί εξασφάλισαν διευκολύνσεις για τις στρατιωτικές τους ανάγκες σε διάφορα σημεία της Κύπρου. Η συμφωνία για τις βρετανικές βάσεις επιτεύχθηκε στις 6 Ιουλίου 1960 ανοίγοντας τον δρόμο προς την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
–Πώς κινήθηκε εκείνους τους πρώτους μήνες ανεξαρτησίας η Κύπρος;
–Η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε τα μεσάνυκτα της 15ης προς 16ηΑυγούστου 1960. Η ιδρυτική τελετή ήταν χαμηλών τόνων όπως και η αποχώρηση του τελευταίου κυβερνήτη Χιου Φουτ. Χωρίς την εκφώνηση λόγων ή την εκτέλεση στρατιωτικών ύμνων, ο Φουτ επιβιβάστηκε με την οικογένειά του στο πολεμικό πλοίο Chichester και αναχώρησε από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Έκλεισε έτσι ο κύκλος της αποικιοκρατίας που είχε ξεκινήσει στο νησί με την άφιξη των Βρετανών το 1878.
Στο ξεκίνημα της μετα-αποικιακής της εμπειρίας η Κύπρος αναζήτησε τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον. Πράγματι, στις 21 Σεπτεμβρίου 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις 13 Μαρτίου 1961, η Κύπρος έγινε επίσης μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, μία απόφαση που λήφθηκε όχι χωρίς ενδοιασμούς, μετά από την εμπειρία του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στον αποικιακό ζυγό. Πάντως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εντάχθηκε τελικά στο ΝΑΤΟ όπως προνοούσε η μυστική «Συμφωνία Κυρίων» που υπογράφηκε στη Ζυρίχη μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Τούρκου ομόλογού του Αντνάν Μεντερές. Η ένταξη της νεοσύστατης Δημοκρατίας στο δυτικό στρατόπεδο δεν πραγματοποιήθηκε παρά τις προτροπές Καραμανλή, ενώ η Λευκωσία θα αναζητήσει τελικά σύνδεση με το στρατόπεδο των Αδεσμεύτων.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Το δύσκολο έργο της σύνταξης του κυπριακού Συντάματος ανέλαβε μια Συνταγματική Επιτροπή μέλη της οποίας ήταν ο Θεμιστοκλής Τσάτσος και ο Νιχάτ Ερίμ, εκ μέρους της Ελλάδας και Τουρκίας αντίστοιχα, ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς, εκ μέρους της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας αντίστοιχα, όπως επίσης και ένα ουδέτερο μέλος, ο Ελβετός καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Μαρσέλ Μπριτέλ. Το Λονδίνο δεν συμμετείχε σε αυτή την επιτροπή έτσι η Κύπρος αποτελεί μοναδική αποικία στην οποία οι Βρετανοί δεν άφησαν πίσω τους ένα σύνταγμα στη διαμόρφωση του οποίου να είχαν λάβει οι ίδιοι μέρος. Tο κείμενο του Συντάγματος υπογράφηκε στις 6 Απριλίου, ενώ παράρτημά του, με τροποποιήσεις, στις 6 Ιουλίου, την ίδια δηλαδή μέρα που επιτεύχθηκε και η συμφωνία για τις βάσεις. Το τελικό κείμενο του Συντάγματος υπογράφηκε από τον κυβερνήτη Φουτ, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Φαζίλ Κουτσιούκ, οι οποίοι είχαν τον Δεκέμβριο του 1959 εκλεγεί αντίστοιχα ως πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και από τους γενικούς προξένους της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Κύπρο.
Όπως εξηγεί η δρ Γιάγκου, το Σύνταγμα ήταν απότοκο των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Χαρακτηριστικά, τα 27 άρθρα της Βασικής Διάρθρωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως αποφασίστηκαν στη Ζυρίχη αντιστοιχούν στα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος των οποίων η τροποποίηση δεν επιτρέπεται. Σε αυτό ενσωματώθηκαν επίσης οι Συνθήκες Συμμαχίας και Εγγυήσεως που συμφωνήθηκαν στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1959. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα από τα εκτενέστερα του κόσμου (με 199 άρθρα και 3 παραρτήματα). Πρόκειται για κείμενο ιδιόμορφο, λεπτομερές, πολύπλοκο και άκαμπτο. Βασικά προβλήματά του η απαγόρευση της ένωσης (για την οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά διεξήγαγε τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ), καθώς και της διχοτόμησης (σταθερή επιδίωξη της τουρκοκυπριακής πλευράς). Πρόκειται για Σύνταγμα δοτό αφού ο κυπριακός λαός δεν κλήθηκε ποτέ να το επικυρώσει με την ψήφο του. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αντικαθίσταται από τη δυαδική αρχή, η οποία χαρακτηρίζει τις βασικότερες διατάξεις του. Έτσι το Σύνταγμα χωρίζει τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δύο κοινότητες: την ελληνική και την τουρκική. Όπως έχει παρατηρηθεί το Σύνταγμα στηρίζεται στην πολιτική λειτουργία δύο αριθμητικά άνισων κοινοτήτων χωρίς όμως να διασφαλίζει με οποιονδήποτε τρόπο πώς θα ρυθμίζονται οι διαφορές σε περίπτωση που η μία ή και οι δύο κοινότητες αρνούνται να συνεργαστούν.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πάντα Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος είναι πάντοτε Τουρκοκύπριος, οι οποίοι εκλέγονται από τις αντίστοιχες κοινότητές τους. Έχουν και οι δύο δικαίωμα αρνησικυρίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. Η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν δεκαμελής με επτά μέλη να προέρχονται από την ελληνική κοινότητα και τρία από την τουρκική. Σχετικά με τη νομοθετική εξουσία το Σύνταγμα προβλέπει τη λειτουργία μιας ενιαίας Βουλής των Αντιπροσώπων και δύο Κοινοτικών Συνελεύσεων. Η σύνθεση της ενιαίας Βουλής –σε σύνολο πενήντα βουλευτών– είναι σε ποσοστιαία αναλογία 70% για Ελληνοκυπρίους και 30% για Τουρκοκυπρίους. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία εκτός από όσες αφορούν εκλογικούς νόμους, τους δήμους και θέματα φορολογίας που λαμβάνονται με χωριστή πλειοψηφία Ελλήνων και Τούρκων βουλευτών.
Για τη δικαστική εξουσία το Σύνταγμα προβλέπει τη λειτουργία δύο ανωτάτων δικαστηρίων (Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο). Το Σύνταγμα προβλέπει ακόμα έξι ανεξάρτητους αξιωματούχους της Δημοκρατίας: Τον γενικό εισαγγελέα, τον γενικό ελεγκτή, τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και τους βοηθούς τους. Επιπλέον, η αναλογία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη δημόσια υπηρεσία είναι πάλι 7:3. Προβλέπεται επίσης η δημιουργία στρατού 2.000 ανδρών, ο οποίος αποτελείται κατά 60% από Ελληνοκυπρίους και 40% από Τουρκοκυπρίους. Επιπλέον υπάρχει πρόβλεψη για δημιουργία χωριστών δήμων στις πέντε μεγάλες πόλεις του νησιού. Κατά την εφαρμογή του Συντάγματος κατά την πρώτη τριετία ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας θα προκύψουν αρκετές προστριβές και εντάσεις τόσο από τις τελευταίες τρεις πρόνοιες όσο και από την πρόνοια για χωριστές πλειοψηφίες.