Του Απόστολου Κουρουπάκη
Συνάντησα τον κ. Ανδρέα Βασιλειάδη, κοινοτάρχη του Αγίου Γεωργίου Κερύνειας για να μου διηγηθεί τη δική του εμπειρία από τις πρώτες ημέρες της τουρκικής εισβολής και την αιχμαλωσία του στις τουρκικές φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας, και πριν από τη μεταφορά του σε αυτές, την ολιγοήμερη διαμονή του στο ξενοδοχείο Dome της Κερύνειας, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Σεράγιο στη Λευκωσία.
Ο κ. Ανδρέας λίγες ημέρες μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, και όντας έφεδρος υπολοχαγός του 251 Τάγματος Πεζικού, το οποίο έδρευε στη Γλυκιώτισσα της Κερύνειας, έζησε από κοντά τις πρώτες ημέρες της απόβασης των Τούρκων στο Πέντε Μίλι.
Γεννημένος το 1946 στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας ο κ. Ανδρέας ήταν αρραβωνιασμένος και ιδιοκτήτης σταθμού βενζίνης στο χωριό του. Μετά την απόλυσή του από την Εθνική Φρουρά, το 1966 είχε επιστρατευθεί ακόμη τρεις φορές. Όπως μου λέει την προηγούμενη ημέρα της εισβολής είχε επισκεφθεί με την αρραβωνιαστικιά τα πεθερικά του στον Καραβά... «τίποτε δεν έδειχνε πως θα γινόταν οτιδήποτε». Το ίδιο βράδυ, τα μεσάνυκτα, του επιδόθηκε το Ατομικό Φύλλο Πρόσκλησης: «παρουσιάστηκα αμέσως στο 251 Τάγμα Πεζικού, που βρισκόταν στη Γλυκιώτισσα» και συνεχίζει: «Το σπίτι μου ήταν ένα-δύο χιλιόμετρα από το 251, στο μέσο περίπου μεταξύ Κερύνειας και Αγίου Γεωργίου. Καμία υποδομή δεν υπήρχε... επικρατούσε πλήρης διάλυση... Στις πέντε το πρωί ξυπνήσαμε από τα αεροπλάνα... Πήγαμε σε μία αποθήκη για να πάρουμε όπλα. Βρήκα ένα γερμανικό lanchester, για να καταλάβεις».
Ο κ. Ανδρέας μού λέει πως άκουσε από αξιωματικούς να λένε πως οι Τούρκοι κάνουν ασκήσεις... «Είδα πως το τάγμα με επικεφαλής τον Κουρούπη, ο οποίος ήταν πολύ καλός αξιωματικός, ξεκίνησε για το Πέντε Μίλι. Εμένα, η αποστολή μου ήταν να διατηρώ επαφή μεταξύ του χώρου απόβασης και του στρατοπέδου μου, όπου βρισκόταν και η διοίκηση. Δεν λειτουργούσε τίποτε. Δεν είναι όπως τώρα που έχουμε τηλέφωνα και αυτά όλα. Πήγα τρεις, τέσσερις φορές με το αυτοκίνητό μου από το Τάγμα στον χώρο της απόβασης για να πάρω πληροφορίες. Την τελευταία φορά ήταν αδύνατον να περάσω με το αυτοκίνητο λόγω των πυρών και το πάρκαρα κάπου κοντά και πήγα περπατήτος. Ήξερα άλλωστε και τα κατατόπια. Πήρα τις πληροφορίες που έπρεπε, είδα κάτι άρματα που είχαμε, τα ρωσικά, που ήταν διαλυμένα, αλλά και τα εγγλέζικα, τα BTR... πού να τα βάλεις με τα μεγαθήρια που είχαν οι Τούρκοι».
Ρωτώ τον κ. Ανδρέα πόσο εύκολο ήταν να πάει από το Τάγμα στο Πέντε Μίλι, στην περιοχή της απόβασης, «ήταν σχετικά εύκολο. Ήταν εκεί εγκλωβισμένοι και εκείνοι». Αυτό που μου έκανε όμως αλγεινή εντύπωση ήταν όταν επέστρεψα την τελευταία φορά και ανέφερα στον συνταγματάρχη ό,τι είδα, εκείνος επικοινώνησε με κάποιους, λέγοντάς τους τα καθέκαστα, δεν ξέρω τι του είπαν, αλλά άκουσα να τους λέει εκείνος “στείλτε, ρε παιδιά, κανένα αεροπλάνο, τι είμαστε εμείς εδώ;”… ένα αεροπλάνο να υπήρχε θα διαλύονταν όλα» μού λέει ο κ. Αντρέας και προσθέτει: «Στην περιοχή της μεταξύ της Γλυκιώτισσας και Αγίου Γεωργίου, υπάρχει η νήσος των Εχιδνών. Εκεί υπήρχε ένα μόνιμο πυροβολείο. Εκείνο το πυροβόλο έφυγε τότε με τη Μεραρχία. Αν υπήρχε εκείνο το πυροβόλο εκεί, δεν θα άφηνε πλοίο να κοντέψει...».
Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα και ο κ. Αντρέας άρχισε να διακινείται μέσα στο χωριό... «να δω τι γίνεται και με τους δικούς». Από το χωριό δεν είχαν φύγει ακόμα οι κάτοικοι τον ρωτώ; «Όχι έφυγαν την Κυριακή. Τότε ήταν που έφυγαν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η αρραβωνιαστικιά μου». Ο κ. Αντρέας έχει και έναν δίδυμο αδελφό, που έλειπε όμως από την Κύπρο, «ευτυχώς» όπως με ανακούφιση μού λέει, ο άλλος μεγάλος αδελφός του και η αδελφή του κατοικούσαν στη Λάρνακα και συμπληρώνει: «Ήμουν ικανοποιημένος ότι οι άλλοι δεν κινδυνεύανε έτσι δεν υπολόγιζα τον εαυτό μου».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του μού λέει πως την Κυριακή, σε κάποια περιοχή του χωριού, συναντήθηκε με κάποιους άλλους στρατιώτες έφεδρους, οι οποίοι ήρθαν από άλλη περιοχή και εκεί ήρθε ο συνταγματάρχης, λέγοντάς τους πως χρειάζεται μία ομάδα πάει να δει τι γίνεται στο σημείο της απόβασης: «Μαζί με τρεις-τέσσερις φίλους χωριανούς ξεκινήσαμε από τα χωράφια, πήγαμε προς την πλευρά της απόβασης και επισημάναμε πού ήταν οι Τούρκοι. Είδα ότι είχαν βγάλει άρματα έξω από την περιοχή τους. Δηλαδή, ετοιμάζονταν... Ήταν τότε που ήρθαν και τα ΠΑΟ των 106, δυστυχώς, έστειλαν τα παιδιά ως αρνιά στη σφαγή. Δεν ήρθαν να βρουν ντόπιους, να τους πούμε τι γίνεται, πού να πάνε, πού να στήσουν. Κατέληξα πάλι στο 251, γιατί ήμουν και υπεύθυνος της φρουράς του 251».
Όλα αυτά τη Δευτέρα το πρωί. Ακόμα τα τουρκικά στρατεύματα δεν είχαν καταλάβει ακόμα τον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας... ως τη Δευτέρα το πρωί ήταν στις παρυφές του χωριού. Ο κ. Αντρέας είχε επιστρέψει στο Τάγμα... «ήμουν στο παρατηρητήριο και σε κάποια στιγμή σταματά απ’ έξω ένα Μ48, νομίζω, γυρίζει την κάνη του προς τα κάτω, είχαν μείνει ακινητοποιημένα εκεί ένα άρμα, από εκείνα τα ρωσικά που είχαμε, και ένα στρατιωτικό φορτηγό... και άρχισε να ρίχνει κανονιές. Εγώ ήμουνα πάνω στο παρατηρητήριο, τότε πετάχτηκα... από έτσι ύψος δεν ξαναπετάχτηκα στη ζωή μου... Και από εκεί ξεκίνησα πορεία προς Κερύνεια, παραθαλάσσια. Κατέληξα στο Dome Hotel, με τις οδηγίες κάποιου φίλου που με είδε μου είπε πως εκεί έχει κόσμο πολύ»...
Από το Dome στη Λευκωσία
Ο κ. Αντρέας έφτασε στο Dome, ο τουρκικός στρατός έμπαινε στην πόλη... «Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βρω ρούχα –φορούσα στρατιωτικά– και ευτυχώς βρήκα ένα παντελόνι ενός συμμαθητή μου». Η πρώτη ενέργεια όσων ευρίσκοντο στο ξενοδοχείο, μου λέει ο κ. Αντρέας, ήταν να καταγράψουν τον κόσμο, που ήταν και δικοί μας και ξένοι. «Καταγράψαμε όλο τον κόσμο σε πενταπλούν και δώσαμε τις λίστες και στα Ηνωμένα Έθνη και στον Ερυθρό Σταυρό και στους Τούρκους. Μείναμε εκεί καμιά δεκαριά μέρες. Και άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται και να διαλέγουν κατά ηλικίες. Οπότε μάς πήραν μας πήραν στο σαράι στη Λευκωσία. Ανακρίσεις εκεί, καταλαβαίνετε τι γινόταν... Ξάπλα χάμω, άρβυλα για προσκέφαλο και μία κουβέρτα. Στις ανακρίσεις, μας μιλούσαν στα ελληνικά, έγραφαν στα τούρκικα», τι σας ρωτούσαν, η απορία μου... . «Τα ξέραν όλα... Εμένα με ρωτήσανε το όνομα του διοικητή που είχα δέκα χρόνια πριν.... Τέλος πάντων, πέρασε η μπόρα εκείνη. Μια μέρα μας έδωσαν ξυραφάκια για να ξυριστούμε και σκάει η πληροφορία ότι θα γίνει η ανταλλαγή. Για να μας πάρουν και ξυρισμένους, σημαίνει... Τελικά, μας βγάζουν έξω στην αυλή του Σαραγιού, τα χέρια πίσω, μας τα δένουν, μας δένουν και τα μάτια. Και λέω τότε έτσι είναι μας πάρουν για ανταλλαγή...; μας βάζουν σε λεωφορεία και φεύγουμε. Από κάτω από το πανί έβλεπα και κατάλαβα ότι μας πήγαιναν στην Κερύνεια».
Κερύνεια – Μερσίνα – Άδανα
Τελικά τους επιβίβασαν σε ένα τεράστιο αρματαγωγό: «μας ρίξαν μέσα σαν τα τσουβάλια, με συρματοπλέγματα, δεμένοι και χέρια και μάτια και κάποια στιγμή ξεκίνησε... ούτε ένιωθες ότι κινιόταν τέτοιο πράγμα. Κάποια στιγμή μας δώσανε και λίγο νερό να πιούμε και φτάσαμε στη Μερσίνα. Και μας κατεβάσανε εκεί πάλι δεμένοι, αυτό απλώς μας έβγαλαν τα πανιά από τα μάτια μας, τα χέρια μας έμειναν δεμένα». Από το λιμάνι της Μερσίνας αρχίζει για τον κ. Ανδρέα και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους ένας ακόμη Γολγοθάς... «Μας έβαλαν στα καμιόνια για τα Άδανα, πάλι σαν τα τσουβάλια, γεμάτο το καμιόνι, εμείς όρθιοι και σε κάθε ξεκίνημα και σταμάτημα να χτυπάμε ο ένας τον άλλο. Σιγά σιγά, φτάσαμε στα Άδανα, στις φυλακές και κατά την είσοδό μας εκεί, ό,τι αρπάξεις στη διαδρομή. Δεξιά και αριστερά, ήταν οι παραταγμένοι οι Τούρκοι, δεσμοφύλακες και στρατιώτες. Μπήκαμε με τα πολλά σε έναν μεγάλο θάλαμο. Ήτανε μια κλειστή αυλή και ήταν ο θάλαμος εκεί. Μπήκαμε μέσα, τακτοποιηθήκαμε και την επόμενη ημέρα ήθελαν να μας μπολιάσουν». Η έκπληξη του κ. Ανδρέα ακόμα και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά η ίδια, για τον τρόπο εμβολιασμού: «Το φανταστικό. Κάτι σύριγγες των 20-50 ml. Με μια βελόνα, από τον ένα στον άλλο, σειρά όλους... Αν είχε σύφιλη ο ένας κολλούσαν όλοι. Ήταν αυτή η υγειονομία που ακολουθούσαν» μού λέει ο κ. Αντρέας.
Και συνεχίζει: «το ξύλο δε σε ημερησία διάταξη. Αλλά δεν ήταν μόνο για εμάς το ξύλο. Έτρωγαν και οι Τούρκοι στρατιώτες ξύλο. Δηλαδή στο στρατό το ξύλο εφαρμοζόταν... Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια φορά ήρθε ένα αξιωματικός, ο οποίος μπήκε σε ένα δωμάτιο, ο στρατιώτης που ήταν εκεί φρουρός έκλεισε την πόρτα και όταν τον κάλεσε ο αξιωματικός, εκείνος δεν τον άκουσε. Βγαίνει έξω τότε ο αξιωματικός και τον έκανε άχρηστο. Ε, την άλλη ημέρα αυτός στρατιώτης τα βγάλε πάνω μας. Ήταν... αλυσίδα το πράγμα...».
Η τύχη ήταν ότι ήμασταν καταγεγραμμένοι
Οι μέρες περνάνε πολύ δύσκολα μού λέει και σημειώνει «Η τύχη ήταν ότι ήμασταν καταγεγραμμένοι»... Φτάνει η μέρα της δεύτερης φάσης της εισβολής, «πετούσαν από πάνω μας τα μαχητικά αεροσκάφη... ένας Τούρκος δόκιμος περιφερόταν μεταξύ μας στην αυλή της φυλακής και μας λέει “πήραμε όλη την Κύπρο σήμερα”...».
Από τα Άδανα στην Αμάσεια
Τα Άδανα μού εξηγεί ο κ. Ανδρέας ήταν κάτι σαν διαμετακομιστικός σταθμός, έφευγαν τους πρώτους για να έρθουν άλλοι: «Από τα Άδανα μας πήραν στην Αμάσεια... ξεκίνησε άλλη οδύσσεια εκεί... Μας έβαλαν στο τρένο... μας στρίμωξαν σε κάτι κουπέ 6-6, 8-8 δεν θυμάμαι. Κλειστά όλα. Όταν μπήκαμε, αρχίσαμε αμέσως να ιδρώνουμε όλοι, μην ξεχνάς ήταν Αύγουστος». Η Οδύσσεια του κ. Ανδρέα και των υπόλοιπων αιχμαλώτων είχε μόλις ξεκινήσει: «Ξεκίνησε, τέλος πάντων, κάποια στιγμή, το τρένο. Ώσπου ακούσαμε ότι κάποιοι ανατίναξαν τις γραμμές του τρένου. Σταμάτησε και έβλεπες να περικυκλώνουν το τρένο, κάτι τύποι με τραγιάσκες, κάτι φάτσες που ούτε στο όνειρό μας δεν είδαμε ποτέ. Δηλαδή αυτή η Ανατολία που λέγαμε. Μετά από λίγο ήρθαν λεωφορεία για να συνεχίσουμε την πορεία μας. Σε κάποια πόλη, Τοκάτ νομίζω την έλεγαν» και μου εξηγεί σε αυτό το σημείο πως απ’ όποια πόλη περνούσαν το πρώτο λεωφορείο ηχούσε την κόρνα και αμέσως έβγαινε ο κόσμος στον δρόμο... «Στο Τοκάτ μας μπλόκαραν και έξω από τα λεωφορεία, με κατσαβίδια με ό,τι φανταστείς να προσπαθούν να σπάσουν τα τζάμια για να μπουν μέσα. Μαζί μας πάντα είχε έναν στρατιώτη μέσα στο λεωφορείο. Τα χρειαστήκανε που λέμε και αυτοί, γιατί ήταν λιντσάρισμα πια»... Τα λεωφορεία από πολύ νωρίς το πρωί έφτασαν τελικά στην Αμάσεια αργά το βράδυ... «Φυλακές τεράστιες. Μπήκαμε πάλι με την ίδια διαδικασία, ό,τι αρπάξεις πάλι. Μπήκαμε στους θαλάμους-κελιά μας που χωρούσαν 35-40 άτομα, νηστικοί...».
Οι ημέρες δύσκολες, φαγητό ελάχιστο, μελιτζάνα μπλουμ, μου λέει χαριτολογώντας ο κ. Αντρέας: «μια φορά που είχαν μπαϊράμι μάς έφεραν ρεβίθια σε μείγμα λίζο, ήταν σαν φιλοφρόνηση... τρία καρπούζια για όποιον προλάβαινε, ούτε μαχαίρι, ούτε τίποτα. Έπρεπε να τα κόψουν με το κουτάλι το ξύλινο. Όσο για μπάνιο μέσα στις φυλακές υπήρχε χαμάμ όπου μας πήγαν μία φορά, όσο για ιματισμό «μας έδωσαν ένα μαύρο παντελόνι και ένα πουκάμισο, τα οποία τα πήραν πίσω όταν φύγαμε». Ως κρατούμενοι μού λέει χαριτολογώντας πως έβρισκαν τρόπους απασχόλησης, φτιάχναμε τραπουλόχαρτα από τα κουτιά των σπίρτων, κάναμε συζητήσεις, λέγαμε ιστορίες από τα χωριά μας... η απελπισία θέλει καλοπέραση... μού λέει και χαμογελάει. «Θέλαμε να διασκεδάσουμε την κατάσταση, από ένα σημείο και μετά».
Η επιστροφή
Η συζήτηση με τον κ. Ανδρέα κυλάει γρήγορα, δεν επιθυμεί να πει περισσότερα απ’ όσα εκείνος κρίνει εκείνη τη στιγμή ότι πρέπει να αφηγηθεί. Απολύτως σεβαστό. Πότε επέστρεψες τον ρωτώ: «Επέστρεψα 26 Οκτωβρίου. Έκανα αιχμάλωτος τρεισήμισι μήνες. Μάθαμε το Yarin, αύριο δηλαδή, και κάθε φορά ελπίζαμε, όταν ακούγαμε να φωνάζουν ονόματα. Τελικά, στις 26 Οκτωβρίου μάς έβαλαν πάλι στα τρένα και κατεβήκαμε απευθείας πια. Περάσαμε από κάτι φανταστικά μέρη. Πευκόφυτα βουνά, με νερά φανταστικά. Και μετά πάλι μες στα αρματαγωγά. Μαζί μου ήταν ένας φίλος μου Κερυνιώτης, ονόματι Δημήτρης, του λέω, ρε Δημήτρη, πάμε να μας κεράσεις, ήταν του Αγίου Δημητρίου... άκου να σου πω, όταν παντρευτώ και κάνω γιο, θα τον βγάλω Δημήτρη, όπως και έκανα».
Τελικά, φτάνουν στην Κερύνεια στις 27 Οκτωβρίου, από εκεί στο γήπεδο, του εργοστασίου Reggis, όπου οι αιχμάλωτοι προς απόλυση πέρασαν το βράδυ, ώσπου ήρθε η Άγια ώρα, όπως μου λέει χαρακτηριστικά να μπούμε στα λεωφορεία για το Λήδρα Πάλλας και από εκεί στο Φιλοξένια.
Από το Φιλοξένια στη νέα ζωή
Είναι γνωστές οι εικόνες των αιχμαλώτων που απελευθερώνονται στο Φιλοξένια, φωτογραφίες που σχίζουν στα δύο την καρδιά... μου λέει προς επίρρωση ο κ. Ανδρέας: «Αυτό που με εσκότωσε εκεί, ήταν, που είδα χωριανούς με τη φωτογραφία του γιου τους, του αδερφού τους, που μας ρωτούσαν τον είδες;...», και είναι επιβεβλημένη εδώ η σιωπή και των δυο μας για λίγα δευτερόλεπτα...
Μετά από ένα γρήγορο μπάνιο, εμβολιασμό και λίγο φαγητό, ο κ. Ανδρέας, μαζί με τους έως πρότινος συγκρατούμενούς του ξανασυνάντησαν τους δικούς τους, με τους οποίους τελευταία φορά είχε επικοινωνήσει από το ξενοδοχείο Dome της Κερύνειας και με ένα ή δύο τηλεγραφήματα μέσω Ερυθρού Σταυρού ενόσω ήταν κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές.
Ο κ. Ανδρέας αποφάσισε πως πρέπει να αφήσει πίσω του αυτή την περιπέτειά του, δεν επέτρεψε να επηρεάσει τη νέα ζωή, που αποφάσισε να ζήσει... «ήταν μια περιπέτεια, την επέρασα και τέλειωσα. Έκλεισε εκείνο το κεφάλαιο... Δεν υπάρχει... Πολλοί επηρεάστηκαν ψυχολογικά. Και ακόμα μπορεί να υποφέρουν οι άνθρωποι. Εγώ υπέβαλα στον εαυτό μου ότι τέλειωσα με αυτή την ιστορία. Άλλη ζωή πια. Θα κάνω οικογένεια. Θα ασχοληθώ με την οικογένεια μου, με τη δουλειά μου. Τώρα το χωριό μου, το σπίτι μου, τη δουλειά μου, αυτά αλίμονο δεν ξεχνιούνται ούτε ξεπουλιούνται».
Φεύγοντας από τη συνάντηση ο κ. Ανδρέας μού δώρισε το βιβλίο που έχει συλλογικά συγγράψει μια ομάδα Αϊγιωρκιτών, το «Άγιος Γεώργιος Κερύνειας – Ο Παράδεισός μας», με την αφιέρωση «για να γνωρίσεις το χωριό μου». Τον ευχαριστώ από καρδιάς, γιατί πρώτη φορά διηγείται την ιστορία του δημόσια.