Kathimerini.gr
Ραγδαίες φαίνεται πως είναι οι εξελίξεις στο θέμα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αφού όπως όλα δείχνουν, η ανακοίνωση συμφωνίας στο Βίλνιους μπορεί να είναι ζήτημα ωρών, εάν δεν υπάρξει κάποιο απρόοπτο εκ μέρους της τουρκικής πλευράς.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που ισχύουν αυτή την ώρα και με την επιφύλαξη ότι καμία συμφωνία δεν είναι τελική μέχρι να μπουν οι υπογραφές, η Τουρκία φαίνεται πως υποχωρεί και δίνει το πράσινο φως για την διεύρυνση της Συμμαχίας αποδεχόμενη παράλληλα τους σκληρούς -και πρωτοφανείς για τέτοιου είδους συνδιαλλαγή- όρους που θα συνοδεύουν ενδεχόμενη πώληση των F16.
Σύμφωνα με πηγές στην Ουάσιγκτον η διαφαινόμενη συμφωνία σε αυτή την φάση μπορεί να σπάσει μόνο αν κάνει πίσω η Τουρκία, η οποία συνεχίζει -ακόμη και εκεί που όλα δείχνουν να έχουν «κλείσει»- να βάζει νέα αιτήματα στο τραπέζι.
Αργά εχθές το βράδυ για παράδειγμα, ο Ταγιπ Ερντογαν ζήτησε από τον Πρόεδρο Μπάιντεν να αρχίσουν και να ολοκληρωθούν με συνοπτικές διαδικασίες οι συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ένταξη της Τουρκίας, δημιουργώντας νέα αβεβαιότητα γύρω από τις προοπτικές συμφωνίας.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν του απάντησε ότι αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι για το οποίο θα μπορούσαν να μεσολαβήσουν οι ΗΠΑ και του υπενθύμισε την δεινή θέση στην οποία θα βρεθεί η Τουρκία αλλά και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε περίπτωση που δεν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ η Σουηδία. Προς επίρρωσιν όλων αυτών ακολούθησε αμέσως μετά και τηλεφωνική επικοινωνία του υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν με τον ομόλογο του Χακάν Φιντάν.
Πηγές στην Ουάσιγκτον αναφέρουν δε, ότι ακριβώς επειδή βρισκόμαστε τόσο κοντά σε συμφωνία, αν η Τουρκία αποφασίσει να τα ανατρέψει όλα στο Βιλνιους, η επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ θα είναι ραγδαία, το πλήγμα για την Άγκυρα ιδιαιτέρως σε επίπεδο οικονομίας θα είναι πολλαπλό ενώ δεν αποκλείεται να οδηγήσει ακόμη και σε επιβολή των λεγόμενων δευτερευουσών κυρώσεων κατά της Τουρκίας. «Το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι υψηλότερο για την Τουρκία», όπως είπαν χαρακτηριστικά στην «Κ» πηγές από την Ουάσιγκτον.
Όσο και αν προσπάθησαν τους τελευταίους μήνες οι Αμερικανοί να πείσουν ότι τα θέματα της Σουηδίας και των μαχητικών F-16 δεν συνδέονταν μεταξύ τους, οι ίδιες οι εξελίξεις καθώς και η χθεσινή δημόσια παραδοχή του Προέδρου Μπάιντεν στο CNN αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Κατά την διάρκεια της πολύμηνης και εξαιρετικά δύσκολης διαδικασίας των διαπραγματεύσεων -το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγινε σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας- ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων δεν ήταν η Στοκχόλμη, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά η Αθήνα, χωρίς μάλιστα να το έχει επιδιώξει. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ περνούν πια ξεκάθαρα μέσα από την Ελλάδα.
Ο αμερικανικός παράγοντας θεώρησε εδώ και πολλές εβδομάδες ότι ο μοναδικός τρόπος για να αρθεί το αδιέξοδο και να καμφθεί η σκληρή στάση του Κογκρέσου ήταν να δώσει το πράσινο φως η Ελλάδα.
Έτσι ο Λευκός Οίκος, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο επιδόθηκαν σε έναν πραγματικό αγώνα δρόμου και χρόνου προκειμένου να ικανοποιήσουν στο ακέραιο όσα αιτήματα είχαν διατυπωθεί από το Κογκρέσο κατά το προηγούμενο διάστημα. Αιτήματα τα οποία αφορούν στην πλήρη διασφάλιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Όπως ακριβώς είχε απαιτήσει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, οποιαδήποτε τελική συμφωνία με την Τουρκία, αν και όταν επιτευχθεί, θα πρέπει να περιλαμβάνει μηχανισμούς που να προβλέπουν την παύση, την αναβολή ή ακόμη και την ακύρωση της μεταφοράς οπλικών συστημάτων εάν η Άγκυρα επιστρέψει στην γνωστή επιθετική συμπεριφορά.
Και αυτό διότι, όπως έχει εξηγήσει, αυτή η συμπεριφορά δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδος αλλά υπονομεύει τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την ενότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, κάτι που θα αποτελεί πια επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Συνεπώς φαίνεται πως θα αξιοποιηθεί το λεγόμενο «μοντέλο των F-35» πρόγραμμα από το οποίο, υπενθυμίζεται πως αποπέμφθηκε η Τουρκία λόγω της πρόβλεψης στον Αμυντικό Προϋπολογισμό του 2020 πως καμία μεταφορά μαχητικών πέμπτης γενιάς δεν είναι εφικτή όσο η Τουρκία κατέχει τα ρωσικά συστήματα S400.
Βάσει ακριβώς αυτού του εξαιρετικά επώδυνου για την Τουρκία προηγούμενου, πηγές στο Κογκρέσο υπενθυμίζουν πως μια διαδικασία πώλησης όπλων μπορεί να διαρκέσει ακόμη και χρόνια. «Κατά την διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου», επισημαίνουν, «το Κογκρέσο μπορεί να χρησιμοποιήσει νομοθετικά εργαλεία και ανά πάσα στιγμή -ακόμη και έως τις ημερομηνίες της τελικής παράδοσης- να μπλοκάρει, να αναθεωρήσει ή να αλλάξει τους όρους μιας πώλησης».
Όπως επισημαίνουν μάλιστα τα μέλη του Hellenic Caucus στο Κογκρέσο στην επιστολή τους προς τον ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν, «όλα τα αμερικανικά αμυντικά συστήματα που πωλούνται, μισθώνονται ή εξάγονται βάσει του Νόμου περί Ελέγχου Εξαγωγών Όπλων (AECA) υπόκεινται σε παρακολούθηση της τελικής τους χρήσης για να διασφαλιστεί ότι ο παραλήπτης συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις που επιβάλλονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι οποίες προβλέπουν νόμιμη χρήση και όχι χρήση εναντίον συμμάχων».
Τονίζεται πως κατά την διάρκεια των πολυεπίπεδων διεργασιών υπήρξε η σκέψη να περιληφθούν στην Επιστολή Αποδοχής (LOA) του αιτήματος πώλησης των μαχητικών (που θα αποστείλουν οι ΗΠΑ προς την Τουρκία αμέσως μετά την ειδοποίηση του Κογκρέσου) λεπτομερώς οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι μηχανισμοί εποπτείας που θα διέπουν την συναλλαγή. Αυτή η σκέψη φαίνεται πως προσέκρουσε σε αντιρρήσεις της Lockheed Martin η οποία δεν επιθυμεί την ύπαρξη όρων στις συμβάσεις της.
Αξίζει να σημειωθεί πως λόγω της τεράστιας εκστρατείας που έχει γίνει στις ΗΠΑ τα τελευταία δύο χρόνια από το ελληνοαμερικανικό λόμπι, εναντίον της πώλησης των F16, έχει εδραιωθεί πλέον η άποψη, και μάλιστα σε σημαντικούς κύκλους του Κογκρέσου, ότι «δεν μπορεί στο όνομα της ένταξης ενός νέου μέλους στο ΝΑΤΟ (Σουηδίας) να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ενός εκ των παλαιότερων μελών της (Ελλάδα)» και ότι η Τουρκία πρέπει να αλλάξει στάση για να δικαιούται να αγοράσει αμερικανικά όπλα.
Είναι ξεκάθαρο πια, όπως αναφέρουν πηγές στην αμερικανική πρωτεύουσα, ότι η Ουάσιγκτον, αν χρειαστεί να επιλέξει ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, έχει ήδη επιλέξει την Ελλάδα. Και αυτό έχει να κάνει με την αξιοπιστία που έχει επιδείξει η χώρα μας τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ αλλά και με το γεγονός ότι στο πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Μπάιντεν προσωπικά, βλέπουν έναν έμπιστο συνομιλητή με τον οποίο μπορούν να διασφαλίσουν τα κοινά συμφέροντα των δυο χωρών.