ΚΕΛΙ ΚΟΪΝ / THE NEW YORK TIMES
Αυξάνεται διαρκώς στις ΗΠΑ ο αριθμός των ζευγαριών που επιλέγουν να ζήσουν «χώρια, αλλά μαζί». Μπορεί το ποσοστό των Αμερικανών που παντρεύτηκαν να μειώθηκε κατά την περίοδο 2000-2019, όμως αυξάνονται όσοι επιθυμούν να διατηρήσουν τη σχέση τους χωρίς να συνοικούν. Σύμφωνα με στοιχεία της εθνικής απογραφής κατά την περίοδο 2000-2019 το ποσοστό των παντρεμένων ζευγαριών που ζουν σε διαφορετικές κατοικίες αυξήθηκε κατά 25%. Έπειτα από μια βραχεία περίοδο σταθεροποίησης μετά το 2021 καταγράφει και πάλι αυξητική τάση. Σήμερα 3,89 εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν μακριά από το έτερόν τους ήμισυ, δηλαδή περίπου το 2,95% των παντρεμένων Αμερικανών. Σε αυτόν τον υπολογισμό δεν συμπεριλαμβάνονται ζευγάρια που έχουν απομακρυνθεί και σκέπτονται το διαζύγιο, αλλά έχουν καταμετρηθεί όσα ζουν χωριστά λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, στην ενίσχυση της τάσης της χωριστής διαβίωσης διαδραμάτισε κάποιο ρόλο η πανδημία, καθώς ανέδειξε την ανισότητα μεταξύ των φύλων μέσα στην οικογένεια και ιδιαίτερα τα επιπλέον βάρη που επωμίζονται οι μητέρες.
Οι λόγοι
Ακόμα όμως και πριν από τον πανδημικό εφιάλτη, ο βασικός λόγος που οι γυναίκες επέλεγαν τη χωριστή διαβίωση ήταν για να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα του γάμου –αγάπη, δέσμευση, υποστήριξη–, αποφεύγοντας, ταυτόχρονα, τα βάρη, όπως η δυσανάλογη οικιακή εργασία που συνήθως επωμίζονται.
Η Σάνα Αχαντ από παιδί ονειρευόταν να βρει την αληθινή αγάπη και έχει μια λαμπρή σταδιοδρομία. Μετά τον γάμο της το 2015 δυσκολεύθηκε να εκπληρώσει το όνειρό της. «Έχασα την επαναστατική και ατίθαση φύση μου και ανέλαβα τον υπερσυντηρητικό ρόλο της συζύγου», λέει. Η πανδημία ενέτεινε τις προκλήσεις. Μαζί με τον σύζυγο «εργαζόμασταν, ζούσαμε και ανασαίναμε σε ένα δυαράκι».
H ιδέα της χωριστής διαβίωσης τής ήρθε το καλοκαίρι του 2021. Ηταν η πρώτη φορά που το επιχείρησε, γιατί οι υπερσυντηρητικοί γονείς της πίστευαν ότι η γυναίκα δεν πρέπει να φεύγει από το πατρικό της πριν από τον γάμο της. Οταν το πρότεινε στον σύζυγό της, εκείνος ήταν ανοικτός και της απάντησε: «Γιατί όχι; Tι μας εμποδίζει να το δοκιμάσουμε;», ενώ πρόσθεσε ότι ποτέ δεν απορρίπτει τις ιδέες της γυναίκας του.
Για μήνες, όμως, το έκρυβε από τους γονείς και τους φίλους της φοβούμενη μήπως θεωρήσουν ότι το ζευγάρι δεν συγκατοικεί επειδή έπαψε να αγαπιέται. Όταν τελικά αποκάλυψε την αλήθεια στους γονείς της, η αντίδραση καθενός ήταν διαφορετική. Η μητέρα της δέχθηκε άμεσα ότι αυτό που έκαναν είχε νόημα λέγοντάς της: «Είσαι τόσο απελευθερωμένη και ελεύθερη». Ο πατέρας της εμφανίστηκε περισσότερο σκεπτικιστής και διερωτήθηκε «γιατί είναι τόσο κακό να ζεις με ένα αγόρι». Για την ίδια, η ελευθερία τής επέτρεψε να ανασυνδεθεί με πτυχές του εαυτού της που είχε ξεχάσει, βρήκε χρόνο για τις φίλες της και επικεντρώθηκε στη δουλειά της. Όταν επέστρεψε στο πλάι του άνδρα της διατήρησε ένα χώρο όπου να μπορεί να απομονώνεται, να κάνει διαλογισμό, να χορεύει και να δημιουργεί. Όπως λέει, κατάφερε τελικά να κάνει το παιδικό της όνειρο πραγματικότητα.
Αποδεκτά τα νέα πρότυπα
Η πανδημία θεωρείται ο βασικός καταλύτης που εξώθησε πολλά ζευγάρια να αναδιαμορφώσουν τον κοινό βίο τους παραμένοντας «μαζί και χώρια», διατηρώντας, δηλαδή, τη μεταξύ τους απόσταση, χωρίς να διαρρήξουν τη συναισθηματική τους σχέση. Άλλοι παράγοντες, ωστόσο, κατέστησαν κοινωνικώς αποδεκτή την τάση, διευκολύνοντας όσους θέλουν να την υιοθετήσουν. Ένας από αυτούς είναι ότι σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα και αποδοχή σχέσεων που απέχουν από την παραδοσιακή έγγαμη συμβίωση δύο ανθρώπων διαφορετικού φύλου, με όλα τα στερεότυπα και τα βάρη που αυτή συνεπάγεται. Ήδη από το 2016, η ιστορικός Στέφανι Κουνζ προέβλεψε ότι η «έλευση των γάμων ομοφυλοφίλων πιθανώς να παράσχει νέα μοντέλα της σύνδεσης ισότητας, οικειότητας και σεξουαλικής επιθυμίας και στα ετερόφυλα ζευγάρια». Ενδέχεται ένα από αυτά τα νέα πρότυπα να είναι διαβίωση του ζευγαριού σε διαφορετικούς χώρους.