Πολλά θα γραφτούν από εδώ και στο εξής σχετικά με τους παράγοντες που οδήγησαν στην ήττα της Κάμαλα Χάρις απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Σε μια πρώτη απόπειρα, το Foreign Policy επιχειρεί να αναδείξει ορισμένους από τους παράγοντες που οδήγησαν στην εκλογική ήττα των Δημοκρατικών.
Παρά τη δυναμική με την οποία ξεκίνησε η εκστρατεία της το καλοκαίρι, η Χάρις φαίνεται ότι σε ρητορικό επίπεδο δεν κατάφερε να αντιπαλέψει τον Τραμπ. Σε μια παρόμοια στρατηγική με αυτή της επίσης ηττημένης Χίλαρι Κλίντον το 2016, η Χάρις ξόδεψε πολύ χρόνο για να πείσει ότι ο Τραμπ είναι ακατάλληλος για την προεδρία των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν επικεντρώθηκε στο ποια είναι τελικά η δική της ατζέντα για την επομένη των εκλογών.
Παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε πως κέρδισε το ντιμπέιτ της 10ης Σεπτεμβρίου με τον Τραμπ και παρότι κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε δωρεές για την καμπάνια της, η Χάρις δεν κατάφερνε να δίνει στους ψηφοφόρους μια πειστική περίληψη του προγράμματός της για κρίσιμα ζητήματα όπως η οικονομία και η μετανάστευση.
Εκτός όμως της αποτυχίας γνωστοποίησης της ατζέντας, η Χάρις δεν κατάφερε επίσης να αποστασιοποιηθεί με σαφήνεια από τον αντιδημοφιλή πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, στου οποίου την κυβέρνηση είχε επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια την κομβική θέση της αντιπροέδρου.
Σε συνέντευξή του στο Politico τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ο υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Τζέισον Μίλερ, ανέφερε το σημείο καμπής, για τον ίδιο, όσον αφορά την εξέλιξη της εκλογικής κούρσας. Ο Μίλερ προέταξε την «κακή απάντηση της Χάρις» στις αρχές Οκτωβρίου σε μια εύκολη ερώτηση μιας «φιλικής» τηλεπαρουσιάστριας, της Σάνι Χόστιν. Η ερώτηση ήταν αν θα έκανε κάτι διαφορετικό από αυτά που έκανε ο Μπάιντεν: «Δεν υπάρχει τίποτα που να μου έρχεται στο μυαλό», απάντησε αμήχανα η Χάρις, τρομοκρατώντας τους συμβούλους της και προκαλώντας αναρτήσεις θριάμβου από τον Τραμπ στο διαδίκτυο.
Τις επόμενες εβδομάδες, η Χάρις προσπάθησε να «μαζέψει» την απάντηση αυτή, λέγοντας στο CNN: «[Η κυβέρνησή μου] δεν θα είναι συνέχεια της κυβέρνησης Μπάιντεν», αλλά εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η ζημιά είχε ήδη γίνει. «Ποιος θα φανταζόταν ότι η Σάνι Χόστιν από το The View θα τελείωνε την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις;», είχε δηλώσει με διάθεση ειρωνείας ο Μίλερ.
Κατά άλλους βέβαια, η Χάρις είχε να φέρει εις πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο, αυτό της ανατροπής των πολύ χαμηλών ποσοστών δημοφιλίας του Μπάιντεν αλλά και την άποψη των δύο τρίτων των ψηφοφόρων που θεωρούν ότι η χώρα βρισκόταν σε λάθος δρόμο.
Παρά τα δεδομένα αυτά, ωστόσο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2024, ο Μπάιντεν και ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος ήταν πεπεισμένα πως ο 82χρονος θα κέρδιζε μια δεύτερη θητεία άνετα. Οι αξιωματούχοι αυτοί βασίζονταν στα οικονομικά επιτεύγματα της κυβέρνησης Μπάιντεν, ειδικά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τις νέες θέσεις εργασίας. Ενας λόγος για τον οποίο ο Μπάιντεν αρνούνταν να αποχωρήσει από την κούρσα, ήταν γιατί είχε πειστεί και ο ίδιος πως οι ψηφοφόροι θα συνειδητοποιούσαν κάποια στιγμή πόσο αποτελεσματικός πρόεδρος υπήρξε.
Αυτή η σιγουριά του Μπάιντεν πήγαζε και από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022. Οι Δημοκρατικοί σημείωσαν πολύ καλύτερες επιδόσεις συγκριτικά με τις δημοσκοπήσεις, με τους ειδικούς, ωστόσο, να αναφέρουν ότι αυτή η εξέλιξη ήρθε από το αίσθημα εναντίωσης στον Τραμπ. Μιλώντας σε δημοσιογράφους την επομένη των ενδιάμεσων εκλογών, ο Μπάιντεν ρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων σχετικά με την οικονομία και το ευρέως διαδεδομένο αίσθημα ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Η απάντησή του ήταν λακωνική: «Τίποτα».
Πάντως, η κυβέρνηση Μπάιντεν κατάφερε να αποφύγει την ύφεση, με τη μεγάλη βοήθεια βέβαια του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ. Μέχρι το καλοκαίρι του 2023, ο πληθωρισμός είχε επίσης αρχίσει να υποχωρεί. Ωστόσο, τα ποσοστά αποδοχής του Μπάιντεν μόλις και μετά βίας μετακινήθηκαν πάνω από το 40%, με τις ανησυχίες για την κατάσταση της υγείας του να εντείνονται το καλοκαίρι του 2024.
Μετά τη μεγάλη καθυστέρηση του Μπάιντεν να αποσυρθεί από την προεκλογική εκστρατεία, η Χάρις κλήθηκε μέσα σε τρεις μήνες να ανατρέψει την κατάσταση και να ενισχύσει τη δημοφιλία και αναγνωρισιμότητά της στην αμερικανική κοινωνία. Ο Τραμπ, ως βετεράνος πλέον της πολιτικής, δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Αφού κέρδισε με μεγάλη διαφορά το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ακόμη και Ρεπουμπλικανοί όπως η Χέιλι, που κάποτε ήταν εναντίον του, τελικά «αγκάλιασαν» την εκστρατεία.
Την ίδια στιγμή, οι ψηφοφόροι του Τραμπ είχαν τόσο πολύ συνηθίσει στην αδιάκοπη πλημμυρίδα αρνητικών ειδήσεων γι’ αυτόν, ώστε οι κατηγορίες για 91 κακουργήματα και η καταδίκη για 34 από αυτά πέρασαν μάλλον απαρατήρητες. Παράλληλα, κατά τις τελευταίες εβδομάδες, οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί του Τραμπ για τη Χάρις όπως «άτομο με χαμηλό IQ» και «τρελή Κάμαλα» τράβηξαν σε μεγάλο βαθμό τα φώτα της δημοσιότητας και εν τέλει φαίνεται ότι προσέλκυσαν ορισμένους ψηφοφόρους.
Εν μέσω ψεμάτων, memes, και deepfakes που έρχονταν κυρίως από το στρατόπεδο Τραμπ «μέχρι το φθινόπωρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κατρακυλήσει σε ένα πραγματικά οργουελικό σύμπαν, στο οποίο ο Τραμπ, ο πιο αποτελεσματικός υβριστής στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, μπορούσε να δηλώνει ευθέως πως η Χάρις είναι αυτή που διεξάγει “εκστρατεία μίσους” και να περιγράφει την εισβολή στο Καπιτώλιο ως “ημέρα αγάπης”», σχολιάζει το Foreign Policy.
Ολα αυτά, εν μέσω αυξανόμενης αποδοχής από τους δεκάδες εκατομμύρια υποστηρικτές του σε όλη τη χώρα.