
Kathimerini.gr
Ο Φρίντριχ Μερτς πέρασε τους τελευταίους μήνες της -ούτως ή άλλως πρόωρης και ως εκ τούτου σύντομης- προεκλογικής περιόδου, εξαπολύοντας πυρά ενάντια στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Ολαφ Σολτς. Σύμφωνα με τον ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για όλα τα δεινά με τα οποία βρισκόταν αντιμέτωπη η Γερμανία: τις κακές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας, το κλίμα ανασφάλειας που επικρατούσε στη χώρα, την καταγγελλόμενη «απώλεια ελέγχου» στο μεταναστευτικό και την άνοδο της ακροδεξιάς η οποία άλλωστε «θρέφεται» από όλα αυτά τα δεινά.
Μετεκλογικά πια, ο 69χρονος Μερτς βρίσκεται ωστόσο αντιμέτωπος πια με μια νέα πρόκληση, καθώς εκείνος χρειάζεται τους Σοσιαλδημοκράτες για να κυβερνήσει υψώνοντας ένα νέο τείχος (Brandmauer) που θα κρατά απέξω την παράταξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), μια παράταξη που ήρθε δεύτερη στις ομοσπονδιακές εκλογές της περασμένης Κυριακής εξασφαλίζοντας ποσοστό άνω του 20%, το υψηλότερο που έχει λάβει ποτέ σε εθνικό επίπεδο.
«Τώρα που οι Σοσιαλδημοκράτες αναδύονται ως οι μόνοι πιθανοί κυβερνητικοί του εταίροι, ο Μερτς θέλει να γίνουν ξανά φίλοι», σημειώνουν χαρακτηριστικά οι FT. «Το ερώτημα είναι για πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει το (σ.σ. πολιτικό) κέντρο», σημειώνει σε δική του ανάλυση το πρακτορείο Bloomberg. Σύμφωνα με τον ιστοχώρο Semafor, ένας κυβερνητικός συνασπισμός κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς στη Γερμανία θα μπορούσε, εάν βέβαια συσταθεί και αρχίσει να αποδίδει, να αποτελέσει ανάχωμα απέναντι στα πολιτικά άκρα και, ενδεχομένως, εφαλτήριο δυνητικής ανάκαμψης για τις πολιτικά κεντρώες δυνάμεις όχι μόνο στη Γερμανία αλλά πανευρωπαϊκά.
Σημειώνεται ότι στις εκλογές της περασμένη Κυριακής, AfD και Linke, το πιο δεξιό δηλαδή κόμμα της Μπούντεσταγκ από τη μία πλευρά και το πιο αριστερό από την άλλη, εξασφάλισαν μαζί σχεδόν 30%: 20,8% του AfD και 8,8% το Linke. Για το AfD αυτή ήταν η καλύτερη επίδοση που έχει σημειώσει ποτέ σε εθνικό/ομοσπονδιακό επίπεδο. Αλλά για το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) από την άλλη μεριά, το σχεδόν 9% της περασμένης Κυριακής ήταν η τρίτη καλύτερη επίδοση που έχει επιτύχει σε ομοσπονδιακές εκλογές (έπειτα από εκείνες του 2009 και του 2017). Linke και AfD ήταν τα κόμματα με τις περισσότερες ψήφους στην ηλικιακή ομάδα 18-24. Σημειώνεται ότι μιλάμε για δύο κόμματα στο τιμόνι των οποίων βρίσκονται επί του παρόντος γυναίκες σχετικά νεότερης ηλικίας (για τα δεδομένα της γερμανικής κεντρικής πολιτικής σκηνής), όπως εν προκειμένω η 46χρονη Αλις Βάιντελ (AfD) και η 36χρονη Χάιντι Ράιχινεκ (Linke).
Από την άλλη πλευρά, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες συγκέντρωσαν μαζί την περασμένη Κυριακή σχεδόν 45%, με το CDU να σημειώνει όμως τη δεύτερη χειρότερη ομοσπονδιακή επίδοσή του (28,5%) και το SPD τη δκή του χειρότερη μετά το 1887 (16,4%). Εάν καταλήξουν στον σχηματισμό κυβέρνησης, CDU και SPD θα έχουν μαζί 328 έδρες σε σύνολο 630, και ως εκ τούτου μια πλειοψηφία 13 εδρών που εάν συγκριθεί με εκείνες όλων των περασμένων «μεγάλων συνασπισμών» (του 1966, του 2005, του 2013, του 2017) είναι η ισχνότερη. Επί του πρακτέου, όταν αναφερόμαστε πια σε μια κυβερνητική σύμπραξη CDU-SPD, δεν θα έπρεπε καν να μιλάμε για «μεγάλο συνασπισμό», αφού ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος δεν ήρθε δεύτερος αλλά τρίτος στις εκλογές.
Από μαθηματική σκοπιά, αριθμού εδρών δηλαδή, τα μόνα δικομματικά σχήματα που μπορούν να εξασφαλίσουν πλειοψηφίες στην Μπούντεσταγκ με βάση το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα, είναι το CDU-AfD (το οποίο έχει όμως αποκλείσει κατηγορηματικά ο ίδιος ο Μερτς) και το CDU-SPD (το οποίο προωθεί τώρα ο Μερτς), πλην όμως όχι και το CDU-Πράσινοι (το οποίο, ούτως ή άλλως, απορρίπτουν οι Χριστιανοκοινωνιστές).
Το χρονοδιάγραμμα
Ο νικητής των εκλογών της Κυριακής και επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας πάντως το ξεκαθάρισε ότι αυτό που θέλει είναι τώρα να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με το SPD, με το οποίο προτίθεται να έχει «εποικοδομητικές» συνομιλίες χωρίς χρονοτριβές.
Οπως προκύπτει από όσα έχουν ανακοινωθεί δημόσια μέχρι στιγμής, ο Φρίντριχ Μερτς θα ήθελε να έχει σχηματίσει κυβέρνηση «γύρω στο Πάσχα», πράγμα που ημερολογιακά αντιστοιχεί στο δεύτερο μισό του Απριλίου (η Κυριακή του Πάσχα πέφτει στις 20 Απριλίου φέτος).
Τα πρόσωπα
Ο απερχόμενος Ολαφ Σολτς θα παραμείνει στο τιμόνι της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ως υπηρεσιακός πια καγκελάριος, μέχρι να αναλάβει την εξουσία η νέα ηγεσία η οποία προέκυψε μέσα από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου.
Ο Σολτς οδεύει ωστόσο προς εσωκομματική «αποστρατεία», έπειτα από την πρόωρη κατάρρευση της κυβέρνησης SPD-Πρασίνων-FDP τον περασμένο Νοέμβριο και τη συνακόλουθη ήττα του SPD στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, μια ήττα η οποία σημαδεύτηκε από το χειρότερο ποσοστό των τελευταίων σχεδόν 140 ετών για τους Σοσιαλδημοκράτες.
Ως εκ τούτου, στις διαπραγματεύσεις για τον ενδεχόμενο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον Μερτς, αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν από την πλευρά του SPD άλλοι, όπως ο 47χρονος νυν συμπρόεδρος της παράταξης και επερχόμενος επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών στην Μπούντεσταγκ, Λαρς Κλινγκμπάιλ.
«Οι προσδοκίες μας είναι ξεκάθαρες. Θα θέλαμε να δούμε τον Μερτς να αλλάζει πορεία και τόνο […] Η μπάλα είναι τώρα στο δικό του γήπεδο. Εχει καθήκον να σχηματίσει κυβέρνηση, θα συναντηθεί μαζί μας, θα κάνει προτάσεις και έχουμε ξεκάθαρες προσδοκίες ως Σοσιαλδημοκράτες», δήλωσε ο Κλινγκμπάιλ, μιλώντας στο δίκτυο ZDF.
Στις συνομιλίες που ξεκινούν για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν, από την πλευρά της Ενωσης Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών οι Φρίντριχ Μερτς (CDU) και Μάρκους Ζέντερ (CSU), και από την πλευρά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) οι Λαρς Κλινγκμπάιλ και Μπόρις Πιστόριους. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι ο απερχόμενος υπουργός Αμυνας Πιστόριους ήταν προεκλογικά ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη χώρα.
Με βάση όσα έχουν κυκλοφορήσει ως σενάρια/εκτιμήσεις, ο Κλινγκμπάιλ θα μπορούσε να αναλάβει θέση υπουργού Εξωτερικών και ο Πιστόριους θέση υπουργού Εσωτερικών σε μια νέα κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ τα υπουργεία Αμυνας και Οικονομικών αναμένεται να πάνε στο CDU.
Τα αγκάθια
Ειδικά στην περίπτωση του SPD ωστόσο, το όποιο ντιλ συγκυβέρνησης θα πρέπει προηγουμένως να εγκριθεί όχι μόνο από την κομματική ηγεσία αλλά και, κατά πλειοψηφία, από τα μέλη του κόμματος, πράγμα το οποίο μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα.
Η κακή εκλογική επίδοση που σημείωσε την περασμένη Κυριακή, ειδικά εάν συνδυαστεί με την άνοδο του Linke από τα αριστερά, προφανώς προβληματίζει το SPD, περιορίζοντας τα περιθώρια υποχωρήσεων που εκείνο μπορεί να κάνει στις διαπραγματεύσεις με το CDU αλλά και τα περιθώρια ανοχής της κομματικής του βάσης η οποία είχε άλλωστε και στο πρόσφατο παρελθόν ενστάσεις, ενάντια στη συγκυβέρνηση με τους Φιλελευθέρους (FDP) του Λίντνερ για παράδειγμα.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι η Γερμανία είναι ανάγκη να αποκτήσει κυβέρνηση το συντομότερο, για να μπορέσει έτσι να επανατοποθετηθεί με αξιώσεις στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων σε μια περίοδο κατά την οποία οι εξελίξεις τρέχουν διεθνώς με «επιταχυντές» τη διοίκηση Τραμπ και το Ουκρανικό. Παράλληλα, υπάρχει και ο κίνδυνος μια νέα κυβερνητική «κατάρρευση» να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το ΑfD σε μια περίοδο κατά την οποία εκείνο έχει δείχνει να έχει το μομέντουμ με το μέρος του. Τα CDU και SPD θα κληθούν να επιτύχουν συμβιβασμούς, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις πιέσεις. Για να τα καταφέρουν ωστόσο να έρθουν πιο κοντά, οι δύο παρατάξεις θα πρέπει να επιτύχουν συγκλίσεις σε μια σειρά από ακανθώδη μέτωπα όπως είναι εκείνα της οικονομίας, της άμυνας και του μεταναστευτικού.
Γίνεται, όμως, στην πράξη οι μειώσεις φόρων να «συνυπάρξουν» με το προνοιακό κοινωνικό κράτος, το φρένο χρέους με τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες και η σκλήρυνση της πολιτικής στο μεταναστευτικό με τις μεταναστευτικές ευαισθησίες; Δύσκολα μεν, αλλά…
Το μόνο σίγουρο είναι θα χρειαστεί «δημιουργικότητα» και διάθεση για συμβιβασμούς, ενώ ο χρόνος μετρά αντίστροφα…