Kathimerini.gr
Θα μπορούσε, άραγε, ο επανεκλεγείς πρόσφατα στην προεδρία της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, να αναγκαστεί να δεχθεί στο πλευρό του τον Ζαν Λικ Μελανσόν κάνοντάς τον πρωθυπουργό;
Το ερώτημα κυριαρχεί, πια, στον δρόμο προς τις βουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένο να διεξαχθούν στη Γαλλία σε δύο γύρους, στις 12 και 19 Ιουνίου.
Τα μεγαλύτερα κόμμα της γαλλικής Αριστεράς: η Ανυπότακτη Γαλλία (LFI) του Ζαν Λικ Μελανσόν, οι Πράσινοι (Europe Écologie les Verts – EELV), οι Κομμουνιστές (PCF) και οι άλλοτε κυβερνώντες Σοσιαλιστές (PS) συμφώνησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενόψει των βουλευτικών εκλογών.
«Ο στόχος είναι να εξαναγκαστεί ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, σε μια λεγόμενη συγκατοίκηση με μια αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία τουλάχιστον 289 εδρών στην εθνοσυνέλευση (σ.σ. των συνολικά 577 εδρών), που θα απαιτήσει από αυτόν να διορίσει στην θέση του πρωθυπουργού τον ηγέτη της Ανυπότακτης Γαλλίας, Ζαν Λικ Μελανσόν», γράφει ο Ίντο Βοκ στο New Statesman, υπογραμμίζοντας πως μια τέτοια συγκατοίκηση θα θύμιζε την περίοδο μεταξύ 1997 και 2002, μια περίοδο κατά την οποία ο κεντροδεξιός πρόεδρος Ζακ Σιράκ είχε υποχρεωθεί να έχει δίπλα του ως πρωθυπουργό τον Λιονέλ Ζοσπέν των Σοσιαλιστών.
Δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις (Harris Interactive), τα τέσσερα προαναφερθέντα κόμματα της Αριστεράς παρουσιάζονται να συγκεντρώνουν όλα μαζί ποσοστό 35% (19% η Ανυπότακτη Γαλλία, 7% οι Σοσιαλιστές, 7% οι Πράσινοι και 2% οι Κομμουνιστές). Συγκριτικά, η παράταξη La République en Marche του Μακρόν συγκεντρώνει μόνη της περίπου 24%, ενώ οι άλλοτε κυβερνώντες Ρεπουμπλικάνοι (πρώην UMP, η παραδοσιακή γαλλική Δεξιά δηλαδή) ακολουθούν πιο χαμηλά, με 8%.
«Μπορούν, άραγε, τα τέσσερα κόμματα της Αριστεράς να καταφέρουν πραγματικά να αναγκάσουν τον Μακρόν να διορίσει τον Μελανσόν πρωθυπουργό;», διερωτάται ο Ίντο Βοκ, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι πολύ πιθανό και πως εάν όντως συνέβαινε θα ήταν κάτι το πρωτοφανές.
Οι Γάλλοι ψηφοφόροι τείνουν άλλωστε να «πριμοδοτούν» «παραδοσιακά» τους προέδρους της χώρας τους και με κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, τουλάχιστον από το 2002 και έπειτα, ενώ παράλληλα και το σύστημα όπως είναι διαμορφωμένο (πρώτος – δεύτερος γύρος) δεν αποκλείει το ενδεχόμενο υψηλά ποσοστά να μείνουν εκτός δεύτερου γύρου ή να χάσουν στο τέλος.