REUTERS, A.P.
Δεν είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς η σύνοδος κορυφής του G20, που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο στο Νέο Δελχί. Η απουσία των Σι Τζινπίνγκ και Βλαντιμίρ Πούτιν, ηγετών δύο εκ των ισχυρότερων μελών της ομάδας που δημιουργήθηκε το 1999 στο ζενίθ της παγκοσμιοποίησης, για να φέρει σε επαφή τα παραδοσιακά κέντρα με τις αναδυόμενες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, υπογράμμιζε με τον πιο εμφατικό τρόπο τα τεκτονικά γεωπολιτικά ρήγματα της σημερινής, πολύ διαφορετικής εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, το επαπειλούμενο ναυάγιο δεν επήλθε. Σε πείσμα των οξύτατων αντιθέσεων για το ουκρανικό, η σύνοδος κατάφερε να εκδώσει κοινό ανακοινωθέν, απέφερε συμφωνίες για σειρά σημαντικών ζητημάτων που απασχολούν την παγκόσμια οικονομία και αποφάσισε να εντάξει στο G20 την Αφρικανική Ενωση – άλλο ένα δείγμα αύξησης του ειδικού βάρους του παγκόσμιου νότου στις διεθνείς υποθέσεις.
Ωστόσο, οι μεγάλες ειδήσεις ήρθαν από τις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο περιθώριο της συνόδου και πρώτα απ’ όλα από τη συνάντηση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι με τον Κινέζο ομόλογό της Λι Τσιανγκ, το Σάββατο. Οπως ανέφεραν τα σχετικά ρεπορτάζ των κυριακάτικων ιταλικών εφημερίδων, η Μελόνι ενημέρωσε τον Λι ότι η χώρα της σκοπεύει να αποχωρήσει από τον «Νέο δρόμο του Μεταξιού» (ή «Μία ζώνη, ένας δρόμος»), το φαραωνικών διαστάσεων κινεζικό πρόγραμμα επενδύσεων στα πεδία των υποδομών και του εμπορίου, στο οποίο εντάχθηκε το 2019. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα του G7 που έσπευσε να συμμετάσχει στην κινεζική πρωτοβουλία, γεγονός που θορύβησε τους Αμερικανούς και άλλους δυτικούς συμμάχους της.
Προσπαθώντας να μετριάσει τη δυσφορία του Πεκίνου, η Ιταλίδα πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η επιλογή της δεν υπαγορεύθηκε από τις ΗΠΑ και δεν προοιωνίζεται εξασθένηση των σχέσεων με την Κίνα. «Υπάρχουν ευρωπαϊκά κράτη που δεν πήραν μέρος στην πρωτοβουλία “Μία ζώνη, ένας δρόμος”, αλλά κατάφεραν να σφυρηλατήσουν πιο ευνοϊκές σχέσεις με την Κίνα από μας», δήλωσε η Μελόνι σε συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε την Κυριακή. Προσέθεσε δε ότι, σε αντιστάθμισμα για την προαναγγελθείσα αποχώρηση, θα θέσει σε εφαρμογή τη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με την Κίνα που είχε υπογράψει προηγούμενη κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το 2004.
Ωστόσο, η ψυχρολουσία που επιφύλασσε στο Πεκίνο η Μελόνι δεν ήταν μια μεμονωμένη κίνηση, όπως υποδηλώνει μια άλλη, σοβαρή εξέλιξη στο περιθώριο του G20. Το Σάββατο το απόγευμα ο οικοδεσπότης της συνόδου και πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσαν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο: τη δημιουργία οικονομικού διαδρόμου σύνδεσης της Ινδίας με την Ε.Ε. μέσω της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου. Σύμφωνα με ρεπορτάζ διεθνών μέσων, ο εν λόγω διάδρομος θα αποτελείται από σιδηροδρομικές και ναυτιλιακές γραμμές, όπως και από υποθαλάσσια καλώδια επικοινωνιών, που θα διέρχονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία και το Ισραήλ, προτού καταλήξουν στην Ευρώπη, πιθανόν μέσω Ελλάδας. «Θα πρόκειται για μια πράσινη και ψηφιακή γέφυρα ανάμεσα σε ηπείρους και πολιτισμούς», δήλωσε η πρόεδρος της Κομισιόν, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έκανε λόγο για «ένα σχέδιο που αλλάζει το παιχνίδι». Οι ΗΠΑ εδώ και μήνες εργάζονταν παρασκηνιακά σε πολλές πρωτεύουσες για την προώθηση αυτού του σχεδίου, με δύο βασικούς στόχους: τη διευκόλυνση της επιθυμητής για την Ουάσιγκτον προσέγγισης μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας και τη δημιουργία ενός ισχυρού αντίβαρου στον «Δρόμο του Μεταξιού», που έχει ενισχύσει την πολιτική επιρροή της Κίνας σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Μετά το τέλος του G20, ο Τζο Μπάιντεν πέταξε από το Νέο Δελχί στο Ανόι. Σχεδόν μισό αιώνα από τον τερματισμό του πολέμου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, οι δύο παλιοί εχθροί, που μοιράζονται τις ανησυχίες τους για την Κίνα, υπέγραψαν «συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας». Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε από το Ανόι ότι η κυβέρνησή του «δεν επιδιώκει να βλάψει την Κίνα» και ότι «όλοι αισθανόμαστε καλύτερα όταν η Κίνα προοδεύει, αρκεί να τηρεί τους διεθνείς κανόνες».