Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να μεταβαίνει στη Μόσχα τη Δευτέρα, 07 Φεβρουαρίου, και τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς να πραγματοποιεί επίσκεψη την ίδια ημέρα στην Ουάσιγκτον, ξεκινά η επόμενη εβδομάδα. Μια εβδομάδα από την οποία αναμένεται να κριθούν πολλά όχι μόνο στο Ουκρανικό αλλά και ευρύτερα στη διελκυστίνδα Δύσης – Ρωσίας που, κρίνοντας από τα πολεμικά σενάρια των τελευταίων ημερών, καλά κρατεί.
Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν μεταβαίνει στη Μόσχα τη Δευτέρα και εν συνεχεία στο Κίεβο την Τρίτη, με την ελπίδα να μπορέσει να συμβάλει στην εκτόνωση της έντασης, ενισχύοντας βέβαια παράλληλα και το δικό του προφίλ ενώπιον της διεθνούς κοινότητας δύο μήνες πριν από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Απριλίου, αλλά και με τον κίνδυνο να χρεωθεί την όποια σχετική αποτυχία εάν επιστρέψει από εκεί με άδεια χέρια.
Γαλλία – Ρωσία
Σημειώνεται πως ο Μακρόν είχε όχι μία, ούτε δύο αλλά τρεις τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν μέσα σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας (στις 28 Ιανουαρίου, στις 31 Ιανουαρίου και στις 03 Φεβρουαρίου), όπερ σημαίνει πως έχει ήδη γίνει μια κάποια προεργασία αναφορικά με όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ακολουθήσουν.
Γάλλος αξιωματούχος, τον οποίο επικαλείται το πρακτορείο Reuters, υποστήριξε πως υπάρχουν μεν θετικά σημάδια από την πλευρά της Ρωσίας, αλλά απέφυγε να προεξοφλήσει την όποια – θετική ή αρνητική – πορεία των συνομιλιών.
Γαλλικές πηγές αφήνουν παράλληλα να εννοηθεί, πάντοτε σύμφωνα με το Reuters, πως η πλευρά του Εμανουέλ Μακρόν θα ήταν ικανοποιημένη εάν κατάφερνε να αποσπάσει μια δέσμευση από τον Πούτιν περί έστω μερικής απομάκρυνσης των ρωσικών δυνάμεων από τα ουκρανικά σύνορα. Κατά τα λοιπά, καλοδεχούμενα θα ήταν, προφανώς, και τα όποια μηνύματα υπέρ του «σχήματος της Νορμανδίας» (στο οποίο συμμετέχουν Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ουκρανία) και της ενδεχόμενης προόδου που θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω αυτού.
Το Κρεμλίνο ωστόσο από την πλευρά του, υπενθυμίζεται πως έχει καταθέσει ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο μια σειρά από αιτήματα, υπό μορφή εγγυήσεων ασφαλείας, στα οποία επιστρέφει και τα οποία δεν σταματά να υπενθυμίζει στους Δυτικούς. Η τρέχουσα κρίση, άλλωστε, μπορεί να απορρέει από την ουκρανική γειτονιά αλλά επί της ουσίας εκτείνεται πέραν αυτής, όπως άλλωστε και τα αιτήματα της ρωσικής πλευράς (περί απομάκρυνσης νατοϊκών δυνάμεων από τις χώρες που εντάχθηκαν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990 κ.ά.).
Ως προς τα εν λόγω αιτήματα πάντως, ο Γάλλος ηγέτης (χωρίς τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ) δεν φαίνεται να έχει μεγάλα περιθώρια διαπραγμάτευσης, ούτε και πολλά να «προσφέρει» πρακτικά στη ρωσική πλευρά, αν και αξίζει να σημειωθεί πως η επίσκεψή του στη Μόσχα παρουσιάζεται να γίνεται σε «συντονισμό» τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με το Βερολίνο.
Γερμανία – ΗΠΑ
Οι ηγεσίες Ουάσιγκτον και Βερολίνου θα έχουν ωστόσο και εκείνες την ευκαιρία να τα πουν από κοντά τη Δευτέρα, κατά την επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει ο Σοσιαλδημοκράτης Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς στην αμερικανική πρωτεύουσα και τον Λευκό Οίκο, την πρώτη έπειτα από την περυσινή εκλογή του στην καγκελαρία.
Τα διατλαντικά «αγκάθια» στον άξονα Ουάσιγκτον – Βερολίνου, πολλά: η απροθυμία των Γερμανών να στείλουν όπλα στην Ουκρανία, η προθυμία στον αντίποδα πολλών Γερμανών να ανοίξουν τον δρόμο για τη λειτουργία του αμφιλεγόμενου ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, η «ανοχή» (ή, κατά κάποιους, υπέρμετρη «κατανόηση») με την οποία μέρος του κυβερνώντος γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) προσεγγίζει παραδοσιακά τη «ρωσική επιθετικότητα», οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες που δεν πιάνουν τον νατοϊκό στόχο του 2% επί του ΑΕΠ κ.ά.
Το εάν θα καταφέρουν Τζο Μπάιντεν και Όλαφ Σολτς, κατά την αυριανή τους συνάντηση στην Ουάσιγκτον, να εκπέμψουν προς τα έξω μια εικόνα συμπόρευσης, ενιαίας γραμμής και συμμαχικής αλληλοκατανόησης, είναι κάτι που μένει να φανεί.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η γερμανική πλευρά δεν μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον με διάθεση να συγκρουστεί ή να ανοίξει νέα διατλαντικά ρήγματα, ειδικά σε μια τέτοια συγκυρία.
Αλλά και η Ουάσιγκτον από την άλλη μεριά, δεν μπορεί παρά να θέλει να έχει κοντά της τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, όχι μόνο έναντι της Ρωσίας αλλά και έναντι της Κίνας για τους δεσμούς τους με την οποία (βλ. επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας/CAI) οι Γερμανοί έχουν επίσης δεχθεί επικρίσεις.
Εξέχοντα στελέχη του SPD στέλνουν το μήνυμα, σύμφωνα με τη Deutsche Welle, πως η συνάντηση Μπάιντεν-Σολτς στην Ουάσιγκτον θα είναι μια «συνάντηση μεταξύ φίλων». Διόλου τυχαίες και οι πρόσφατες δηλώσεις της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ, στις οποίες ανατρέχει ο Guardian, περί ενίσχυσης των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη νατοϊκή Λιθουανία.
Όλα αυτά, βέβαια, τα παρακολουθεί από την πλευρά της και η Μόσχα καθώς ετοιμάζει τις δικές της επόμενες κινήσεις…