Γιώργος Σκαφιδάς
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει πια, έπειτα από σχεδόν πέντε εβδομάδες πολέμου, καταστήσει σαφές πως είναι έτοιμος να συζητήσει με τη ρωσική πλευρά το μελλοντικό καθεστώς «ουδετερότητας» της Ουκρανίας στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.
Ο ίδιος έχει υπογραμμίσει ωστόσο ότι η όποια τέτοια συμφωνία περί ουκρανικής «ουδετερότητας», εάν και εφόσον επιτευχθεί, θα πρέπει εν συνεχεία να τεθεί σε δημοψήφισμα και, εάν και εφόσον γίνει αποδεκτή από τον ουκρανικό λαό στο πλαίσιο δημοψηφίσματος, έπειτα να εισαχθεί στο τροποποιημένο-αναθεωρημένο Σύνταγμα της χώρας.
Για να ολοκληρωθεί μια τέτοια διαδικασία, από την στιγμή που εκείνη θα αρχίσει να υλοποιείται, εκτιμάται πως θα χρειαστεί να περάσουν τουλάχιστον 12 μήνες.
Τουλάχιστον 12 μήνες
Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας ωστόσο, που δείχνει να έχει πια «πάρει τα πάνω της» έπειτα και από τη συνάντηση που είχαν σήμερα στην Τουρκία οι διαπραγματευτικές ομάδες Ρωσίας και Ουκρανίας, ανακύπτουν ορισμένα πολύ πρακτικά ερωτήματα.
Ακόμη και αν η πλευρά Ζελένσκι καταφέρει να συμφωνήσει με τους Ρώσους σε ένα μοντέλο μελλοντικής ουδετερότητας για την Ουκρανία, διερωτάται κανείς: Που θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα που έχει προαναγγείλει ο Ουκρανός πρόεδρος; Σε ολόκληρη την Ουκρανία ή μήπως μόνο στις υπό ουκρανικό έλεγχο περιοχές; Θα πάρουν μέρος σε αυτό το δημοψήφισμα οι κάτοικοι της Κριμαίας και του Ντονμπάς; Και τι θα γίνει με τις ψήφους των εκατομμύρια Ουκρανών που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς λόγω του πολέμου;
Για να φτάσουμε όμως σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα, θα πρέπει προφανώς να έχει προηγηθεί κατάπαυση του πυρός. Και εδώ, όμως, ανακύπτουν ερωτήματα: Η όποια εκεχειρία θα καλύπτει ολόκληρη την Ουκρανία ή μόνο μέρος αυτής; Και τι θα γίνει με τα ρωσικά στρατεύματα που μπορεί τώρα να αποχωρούν (ή, πιο σωστά, να διαμηνύουν ότι αποχωρούν) από τον ουκρανικό βορρά (Κίεβο, Τσερνιχίβ) αλλά δεν φαίνονται διατεθειμένα να αποχωρήσουν και από τον ουκρανικό νότο. Θα μπορούσε να γίνει δημοψήφισμα παρουσία ρωσικών στρατευμάτων;
Πρακτικά εμπόδια
Η πλευρά Ζελένσκι έχει ξεκαθαρίσει πως οι ρωσικές δυνάμεις θα πρέπει να αποχωρήσουν από όλα τα εδάφη στα οποία έχουν πατήσει πόδι από τις 24 Φεβρουαρίου και έπειτα. Κάτι τέτοιο ωστόσο, ειδικά στον ουκρανικό νότο και στα ανατολικά φαντάζει πια από δύσκολο έως απίθανο.
Ο υπουργός Άμυνας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Σεργκέι Σοϊγκού, διεμήνυσε σήμερα πως ο κύριος στόχος για τη ρωσική πλευρά είναι πια η «απελευθέρωση του Ντονμπάς». Αυτό που δεν διευκρίνισε ο Ρώσος ΥΕΘΑ είναι το ποιά ακριβώς είναι τα γεωγραφικά δυτικά σύνορα του Ντονμπάς που θέλει να «απελευθερώσει» η ρωσική πλευρά. Διότι το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι Ρώσοι ανατολικά της γραμμής επαφής όπως εκείνη είχε διαμορφωθεί πριν από τη ρωσική εισβολή, αφήνοντας δηλαδή υπό τον έλεγχο του Κιέβου τη Μαριούπολη και τις ακτές της Αζοφικής, μάλλον δεν είναι στις προθέσεις της Μόσχας.
Εάν πιστέψουμε τις διαρροές στον ξένο Τύπο, στους Financial Times στις 28 Μαρτίου αλλά και όσα θα ακολουθούσαν ως αναφορές σήμερα, μετά το πέρας των ουκρανορωσικών διαπραγματεύσεων της 29ης Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, τότε οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν ήδη συζητήσει πολλά από τα «πρακτικά» αυτής της υπό διαπραγμάτευση «ουδετερότητας».
Σε ένα τέτοιο μελλοντικό πλαίσιο, οι Ουκρανοί θα καλούνταν από την πλευρά τους, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, να απαρνηθούν επισήμως κάθε προοπτική ένταξης της χώρας τους στο ΝΑΤΟ και να δεσμευτούν πως δεν πρόκειται να φιλοξενήσουν ξένες στρατιωτικές βάσεις εντός των εδαφών τους, έχοντας όμως εξασφαλίσει ως αντάλλαγμα δύο πράγματα: εγγυήσεις ασφαλείας (που λέγεται πως θα μπορούσαν να θυμίζουν και το περί συλλογικής άμυνας Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ) από ξένες εγγυήτριες δυνάμεις (μεταξύ αυτών και δυτικές) και την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο ίδιο πλαίσιο, οι Ουκρανοί παρουσιάζονται παράλληλα έτοιμοι να δεσμευτούν ότι δεν θα επιδιώξουν να ανακτήσουν με στρατιωτικά μέσα τον έλεγχο περιοχών που βρίσκονται σήμερα υπό de-facto ρωσικό έλεγχο όπως είναι η Κριμαία.
Ειδικά το θέμα της Κριμαίας, λέγεται πως θα μπορούσε να συνεχίσει να συζητιέται στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων για ένα διάστημα… 15 ετών. Τι θα γίνει όμως με το άλλο θέμα των de-facto αποσχισθεισών περιοχών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ; Θα γίνουν και εκείνες «Κριμαία»; Γιατί η πλευρά του Κιέβου δεν φαίνεται προς το παρόν διατεθειμένη να αποδεχθεί κάτι τέτοιο…
Το κεντρικό ερώτημα που ανακύπτει πια είναι το εάν και κατά πόσο η όποια συμφωνία περί ουκρανικής «ουδετερότητας» μπορεί: πρώτον να υλοποιηθεί και δεύτερον να φέρει την ειρήνη;
«Η ειρηνευτική προσφορά του Ζελένσκι είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν αλλάζει τα δεδομένα του παιχνιδιού», σημειώνει σε ανάλυσή του ο ιστοχώρος GZERO του Eurasia Group, εστιάζοντας σε μια σειρά από πρακτικές δυσκολίες.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει από την πλευρά του ξεκαθαρίσει πως η όποια συμφωνία περί «ουδετερότητας» θα πρέπει να τεθεί σε δημοψήφισμα. Για να πραγματοποιηθεί ωστόσο ένα τέτοιο δημοψήφισμα, θα πρέπει προηγουμένως οι ρωσικές δυνάμεις να έχουν αποχωρήσει από τα εδάφη της Ουκρανίας.
«Ο Πούτιν είναι μάλλον απίθανο να αποσύρει όλες τις ρωσικές δυνάμεις», συνεχίζει στην ανάλυσή του το GZERO, θέτοντας παράλληλα το ερώτημα εάν οι πληθυσμοί σε Κριμαία και Ντονμπάς θα πάρουν και εκείνοι μέρος σε αυτό το δημοψήφισμα ή όχι;
Η πλευρά του Ζελένσκι έχει, παράλληλα, ξεκαθαρίσει πως για να μπορέσει η Ουκρανία να υιοθετήσει καθεστώς «ουδετερότητας» θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ως αντάλλαγμα κάποιες εγγυήσεις ασφαλείας από εξωτερικές δυνάμεις, μεταξύ αυτών και από δυνάμεις της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Χωρίς τέτοιου τύπου εγγυήσεις, η Ουκρανία θα είναι μελλοντικά εκτεθειμένη στη ρωσική επιθετικότητα.
Σημειώνεται ότι, όπως έχει γνωστό μέσα από δημοσιεύματα, διαρροές στον τύπο (Financial Times κ.ά.) και σχετικές δηλώσεις άμεσα εμπλεκομένων, οι χώρες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εγγυήτριες δυνάμεις στην περίπτωση της Ουκρανίας είναι οι ΗΠΑ, η ίδια η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Κίνα, η Ιταλία, η Πολωνία, το Ισραήλ και η Τουρκία. Αξίζει να σημειωθεί πως η όποια συμφωνία περί εγγυήσεων ασφαλείας θα πρέπει, προτού γίνει πράξη, να επικυρωθεί και από τα κοινοβούλια των εγγυητριών δυνάμεων.
Το παρελθόν ως βαρίδι
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει πάντως από την πλευρά του λόγους να μην συναινέσει σε ένα τέτοιο πλαίσιο εξωτερικών εγγυήσεων για την Ουκρανία, υπό την έννοια ότι αυτές δεν θα φέρουν μεν τον τίτλο «νατοϊκές», πράγμα θετικό για τη Μόσχα, αλλά θα ομοιάζουν στο νατοϊκό Άρθρο 5 περί συνδρομής από το εξωτερικό εάν η Ουκρανία δεχθεί επίθεση στο έδαφός της. Ποιό το κέρδος για τη Ρωσία εάν η Ουκρανία δεν ενταχθεί μεν στο ΝΑΤΟ αλλά βρεθεί μελλοντικά να «καλύπτεται» αμυντικά από νατοϊκές δυνάμεις όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο;
Εκτός και αν κάποιοι πίσω στη Μόσχα ελπίζουν ότι αυτές οι εγγυήσεις ασφαλείας δεν είναι εγγυήσεις-guarantees αλλά διαβεβαιώσεις-assurances, όπως είχε γίνει με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994 που είχε πείσει τότε την Ουκρανία να εγκαταλείψει-παραδώσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τη «διαβεβαίωση» ότι η Ρωσική Ομοσπονδία θα σεβόταν την ουκρανική εδαφική ακεραιότητα…
Κατά τα λοιπά, υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες και για το εάν και κατά πόσο η ρωσική πλευρά θα μπορούσε να δεχθεί μελλοντικά την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ ή την άσκηση ανεξάρτητης εξωτερικής/εμπορικής πολιτικής από την πλευρά του Κιέβου ακόμη και αν εκείνο είναι πια στρατιωτικά «ουδέτερο».
Κρίνοντας από όσα έχουν προηγηθεί στο έδαφος της ιδίας της Ουκρανίας (την επονομαζόμενη «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004, τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανάφλεξη του 2014 στο Μαϊντάν) αλλά και από όσα έχει διακηρύξει τα τελευταία χρόνια η ίδια η ρωσική ηγεσία αναφορικά με το «δικαίωμα ύπαρξης» της Ουκρανίας ως χώρας, η Μόσχα έχει αποδείξει στην πράξη πως οι ουκρανικές βλέψεις ανεξαρτησίας δεν είναι αποδεκτές, ειδικά όταν εκείνες κοιτούν προς την πλευρά της Δύσης.
Καχυποψία
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει ωστόσο ενδιαφέρον και ένα άλλο στοιχείο: η καταγγελία του Ρώσου δισεκατομμυριούχου Ρομάν Αμπράμοβιτς πως υπάρχουν σκληροπυρηνικοί κύκλοι πίσω στη Μόσχα που δεν θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος.
Αλλά και από την άλλη πλευρά, το περιβάλλον του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν μπορεί παρά να βλέπει με καχυποψία και τις δηλώσεις Μπάιντεν περί μη-παραμονής του ιδίου του Πούτιν στην εξουσία της Ρωσίας. Το χάσμα μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας έχει πλέον διευρυνθεί δραματικά και μέσα σε ένα τέτοιο χάσμα διερωτάται κανείς εάν η ρωσική πλευρά θα μπορούσε για παράδειγμα να αποδεχθεί στην Ουκρανία ως εγγυήτρια δύναμη τις ΗΠΑ ή όχι.
Διόλου τυχαία πάντως, η αμερικανική πλευρά έσπευσε σήμερα, έπειτα από τις ουκρανορωσικές συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη, να κατεβάσει τον πήχη των προσδοκιών, εκφράζοντας αμφιβολίες δια του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν αναφορικά με τις πραγματικές διαθέσεις της Μόσχας η οποία θα πρέπει να κρίνεται όχι για όσα λέει ή ισχυρίζεται αλλά για όσα πράττει, όπως υπογράμμισε ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Σε πνεύμα (εύλογης) καχυποψίας, δεν είναι άλλωστε λίγοι και εκείνοι που – ενθυμούμενοι εκείνες τις ρωσικές διαβεβαιώσεις για την εισβολή που υποτίθεται πως δεν θα γινόταν μέχρι που έγινε – υποστηρίζουν ότι η Μόσχα παριστάνει πια ότι διαπραγματεύεται με στόχο να κερδίσει χρόνο, προκειμένου να ανασυντάξει όχι μόνο τις δυνάμεις της (στον ουκρανικό νότο) αλλά και το αφήγημά της, καθώς όμως παράλληλα θα παγιώνει νέα τετελεσμένα ρωσικού ελέγχου βαθύτερα εντός των ουκρανικών συνόρων.