Αλεξάνδρα Βουδούρη
To 1965, ένας αυταρχικός πρόεδρος της Γαλλίας εκτροχίασε το ευρωπαϊκό πρότζεκτ μέσω μιας «κενής καρέκλας» με διαρκή βέτο σε κάθε σχέδιο των Βρυξελλών. Aρνούμενος να στείλει υπουργούς σε ευρωπαϊκές συναντήσεις, όπως υπενθυμίζει εύστοχα ο Economist για την περίπτωση του Σαρλ ντε Γκωλ, για έξι μήνες επί της ουσίας «εκβίαζε», έως ότου κατάφερε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι η Γαλλία ήταν πολύ ισχυρή για να αγνοηθεί. Το 2024, ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να μην αφήσει «κενή» τη θέση του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ωστόσο, με την –ίσως– πολιτική «αυτοχειρία» του, την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, θέτει σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε μια περίοδο γεωπολιτικής ρευστότητας. Tην ίδια ώρα, ακροδεξιά κόμματα παίρνουν σιγά σιγά θέση εντός του Συμβουλίου, κατά την έναρξη μιας ήδη «επεισοδιακής» ουγγρικής προεδρίας, που συμπίπτει με τον νέο πενταετές ευρωπαϊκό θεσμικό κύκλο.
Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον της σχέσης της Γαλλίας με την Ε.Ε. θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον σημερινό, δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών. Η ανησυχία των Βρυξελλών θα είναι ακόμη μεγαλύτερη εάν η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν, μετά την «πρωτιά» του πρώτου γύρου, καταφέρει να εξασφαλίσει και την πλειοψηφία. Σε αυτή την περίπτωση, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα εξελιχθεί η «συγκατοίκηση» του Γάλλου προέδρου με έναν ακροδεξιό πρωθυπουργό, τον 28χρονο Ζορντάν Μπαρντελά, και κυρίως, πώς θα επηρεάσει αυτή η δυναμική τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί αυτό», υπενθυμίζει ο Ερίκ Μορίς, αναλυτής ευρωπαϊκής πολιτικής στο European Policy Center στις Βρυξέλλες. «Η Γαλλία θα βρίσκεται στην τέταρτη λεγόμενη “συμβίωσή” της, όπου δηλαδή ο πρωθυπουργός δεν είναι σύμμαχος του προέδρου. Τις προηγούμενες φορές, πρόεδρος και πρωθυπουργός είχαν διαφορετικές πολιτικές απόψεις, ωστόσο, συμφωνούσαν στις θεμελιώδεις αρχές, για τη Δημοκρατία ή την Ε.Ε. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί τώρα», τονίζει. Η διαφορά, εξάλλου, για τον ίδιο έγκειται στο γεγονός ότι «όταν ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Ζακ Σιράκ αποδυναμώνονταν από την ήττα των κομμάτων τους, μπορούσαν πάντα να βασίζονται στην ομάδα τους στην Εθνοσυνέλευση και στη Γερουσία. Τώρα, ό,τι απομείνει από το στρατόπεδο του Μακρόν θα μοιραστεί σε τρία κόμματα που έχουν διαφορετικές στρατηγικές».
«Ολες οι “συγκατοικήσεις” αποτελούν πολιτικό αγώνα και σε αυτόν, ο Μακρόν ξεκινά από αδύναμη θέση με την επόμενη κυβέρνηση πιθανότατα να κάνει, πάνω-κάτω, ό,τι θέλει», λέει χαρακτηριστικά.
Πιο επιφυλακτική εμφανίζεται η Τζεσίν Βέμπερ, ερευνήτρια του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, ως προς το πώς θα κινηθεί μια ακροδεξιά κυβέρνηση. «Είναι σχετικά νωρίς να πούμε πώς ένας ακροδεξιός πρωθυπουργός θα καθοδηγήσει τη Γαλλία επειδή το περιθώριο ελιγμών –για τον Ζορντάν Μπαρντελά– θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη σύνθεση του κοινοβουλίου. Ωστόσο, το σενάριο του μετέωρου κοινοβουλίου (hung parliament) είναι το πιο πιθανό και η Γαλλία μπορεί να εγκλωβιστεί σε πολιτικό αδιέξοδο για τα επόμενα χρόνια».
Το σενάριο αυτό θεωρεί πιο πιθανό και η Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Instituto Affari Internazionali / ΙΑΙ) στη Ρώμη, όμως, προσθέτει ότι πιο σημαντική είναι η «μεγάλη εικόνα» που σχηματίζεται στην Ευρώπη και «αφορά την άνοδο της Ακροδεξιάς. Σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, τελικά το χειρότερο σενάριο ανατρέπεται. Οπως είδαμε, στις ευρωεκλογές επικράτησαν οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις. Ισως και στη Γαλλία μπορεί να γίνει ανατροπή», ενώ εκτιμά πως λίγα πράγματα θα αλλάξουν.
Η Τότσι προσθέτει ότι «για όποιον βλέπει το ποτήρι μισοάδειο, υπάρχει μια διαφορετική ιστορία. Η Ακροδεξιά στο Ευρωκοινοβούλιο θα σχηματίσει τρεις ευρωομάδες, ενώ σε αρκετά κράτη-μέλη κυβερνούν ακροδεξιά, λαϊκιστικά κόμματα: Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Σλοβακία. Σύντομα, ενδεχομένως, και στην Αυστρία. Εάν η Γαλλία μπει στην ομάδα μπορεί να δημιουργηθεί μειοψηφία που θα “μπλοκάρει” κρίσιμες αποφάσεις. Και όπως γνωρίζουμε η Ε.Ε. είναι σαν το ποδήλατο· εάν δεν κινείσαι, πέφτεις».
Ο γαλλογερμανικός άξονας
Σε κίνδυνο βρίσκεται και ο γαλλογερμανικός «κεντρικός» άξονας της Ενωσης, παρά το γεγονός ότι –κατά τον Ερίκ Μορίς– έχει εδώ και καιρό «φρενάρει». Ομως η Εθνική Συσπείρωση σίγουρα δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον των σχέσεων με το Βερολίνο. «Υπάρχει ζήτημα έλλειψης ηγεσίας στην Ευρώπη» διαπιστώνει και συμπληρώνει ότι «ενδεχομένως να δούμε νέους παράγοντες να προσπαθούν να πάρουν προβάδισμα, όπως ο Πολωνός Ντόναλντ Τουσκ ή ακόμη και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ωστόσο από μόνοι τους δεν μπορούν να δώσουν την απαραίτητη δυναμική στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο». Αυτή τη δυναμική, εξάλλου, ήδη υπονομεύει η Ουγγαρία, που ανέλαβε αυτή την εβδομάδα τη «σκυτάλη» της εξάμηνης προεδρίας του. Οι υπουργοί του Βίκτορ Ορμπαν με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» –που βρέθηκε στη Βουδαπέστη στο πλαίσιο επίσκεψης των ανταποκριτών από Βρυξέλλες– εμφανίστηκαν έτοιμοι να λειτουργήσουν στην Ε.Ε. ως «έντιμοι διαπραγματευτές» στο πλαίσιο μιας «εξαιρετικά εφικτής» συνεργασίας και με την πρόεδρο της Κομισιόν, παρά την καταψήφισή της από τον Ούγγρο πρωθυπουργό. Βασική επιδίωξη, η προώθηση μιας φιλόδοξης ατζέντας στο πλαίσιο του διακηρυγμένου (τραμπικής έμπνευσης) στόχου «να κάνουμε την Ευρώπη σπουδαία ξανά». Ηδη, πάντως, προκλήθηκε το πρώτο «επεισόδιο» με τη θεσμική ηγεσία της Ε.Ε. στη «σκιά» της επίσκεψης του Ορμπαν στη Μόσχα, λίγες ημέρες μετά τις συνομιλίες του με τον Ουκρανό πρόεδρο. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ προειδοποίησε, μάλιστα, ότι «η εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε. δεν έχει καμία εντολή διαλόγου με τη Ρωσία εκ μέρους της Ε.Ε.».
Και ενώ η ουγγρική προεδρία ξεκινά με κακούς «οιωνούς», η Τζεσίν Βέμπερ πιστεύει πως δεν θα αλλάξει κάτι στην πορεία της Ε.Ε., καθώς «έχει περισσότερο συντονιστικό ρόλο και χωρίς επιπρόσθετη ψήφο στο Συμβούλιο, ώστε να καθυστερεί αποφάσεις ή να συνδιαμορφώνει την ατζέντα προς μια κατεύθυνση». «Αυτό που πρέπει να προβληματίζει είναι ο αποδυναμωμένος πια διεθνής ρόλος του Μακρόν, που δεν θα επιτρέπει ηγετικό ρόλο στη Γαλλία», επισημαίνει.
Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνεί η Νάταλι Τότσι, η οποία εκτιμά πάντως ότι, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών, ανοίγει ήδη ο δρόμος προς το Ελιζέ για τη Λεπέν το 2027, με την ευθύνη να βαρύνει κυρίως τα κεντρώα κόμματα. «Μπορεί να αποφύγουμε τα χειρότερα την Κυριακή, αλλά η απειλή είναι ότι η δημοκρατία θα πεθάνει σαν βάτραχος εν βρασμώ. Οχι με βίαιο τρόπο, αλλά με κλαυθμυρισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ραγδαία άνοδος στην Ευρώπη
Η γαλλική Ακροδεξιά προηγήθηκε στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών όπου η αντιμεταναστευτική Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και οι σύμμαχοί της πέτυχαν μία ιστορική νίκη συγκεντρώνοντας το 33,2% των ψήφων.
Ποσοστά (%) των εθνικιστικών κομμάτων στις ευρωπαϊκές εκλογές
Ουγγαρία
Ουγγρική Συμμαχία Πολιτών (συχνά Φίντες) – 44,8
Γαλλία
Εθνική Συσπείρωση – 31,4
Ιταλία
Λέγκα του Βορρά – 28,8
Αυστρία
Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας – 25,4
Ολλανδία
Κόμμα της Ελευθερίας – 17,0
Γερμανία
Εναλλακτική για τη Γερμανία – 15,9
Εσθονία
Συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα – 14,8
Βέλγιο
Νέα Φλαμανδική Συμμαχία – 14,0
Σουηδία
Σουηδοί ∆ημοκράτες – 13,2
Πολωνία
Συνομοσπονδία (Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας) – 12,1
Κύπρος
ΕΛΑΜ – 11,2
Ισπανία
Βοξ – 9,6
Ελλάδα
Ελληνική Λύση – 9,3
Φινλανδία
Κόμμα των Φινλανδών – 7,6
Δανία
Λαϊκό Κόμμα της ∆ανίας – 6,4
Τσεχία
Κόμμα της Ελευθερίας και της Αμεσης ∆ημοκρατίας – 5,7