Kathimerini.gr
Του Δημήτρη Καραΐσκου
Με την πρόσφατη τρίτη σεζόν της, που παρουσιάστηκε στο κοινό στα τέλη Μαΐου που πέρασε, η βραβευμένη με Emmy σειρά του Netflix «Love, Death & Robots» («Ερωτας, θάνατος και ρομπότ»), εμπότισε με λίγο ακόμα σκοτάδι αυτή την αιρετική, παράξενη γωνιά που έχει καθιερώσει μέσα στη δημοφιλή ψηφιακή πλατφόρμα. Μια γωνιά που μπορεί να γίνει ακραία ενήλικη, ζοφερή και συνάμα πρωτοποριακή, όπως στο τελευταίο φιλμ της σεζόν, το «Τζίμπαρο». Εκεί, μια αστραφτερή, γκροτέσκα ακολουθία από αποικιοκράτες ιππότες και ιεραποστόλους (με πρόσωπα τόσο αλλόκοτα που είναι λες και οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος ζωντάνεψαν ψηφιακά), συναντούν μέσα στο δάσος μια σειρήνα που αναδύεται απειλητικά μέσα από τα νερά μιας λίμνης.
Μέσα σε ένα απροσδιόριστο μεταίχμιο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, πλαστού και αληθινού, η χρυσοποίκιλτη γυναικεία μορφή χορεύει σαγηνευτικά και ουρλιάζει προς το μέρος τους, σπέρνοντας την τρέλα και ωθώντας τους προς την καταστροφή – όπως ακριβώς οι σειρήνες των αρχαίων μύθων. Εκτός από τον πρωταγωνιστή, έναν ιππότη που, όντας κουφός, στέκεται άτρωτος στο τραγούδι της, οι υπόλοιποι στρατιώτες καταβάλλονται από μια ξαφνική φρενίτιδα και καταπιάνονται σε έναν αλλόφρονα χορό που καταλήγει προς το μέρος της, ενώ στην πορεία σφάζουν τυφλωμένα ο ένας τον άλλον.
Μπροστά σε αυτές τις σκηνές ακραίας βίας και ομορφιάς, αναρωτιόμαστε αν αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα φουτουριστικό υβρίδιο ψηφιακού σινεμά και σύγχρονου χορού και αν είναι σμιλευμένο με φυσικά ή συνθετικά υλικά. Μοιάζει πολύ αληθινό για να είναι ψηφιακό και πολύ ψεύτικο για να είναι αναλογικό. Στέκεται αινιγματικά ανάμεσα στο ονειρικό και το αληθινό, στη συνείδηση και το ασυνείδητο, σαν την αίσθηση ενός ζωντανού ονείρου κατά τις πρώτες στιγμές μετά το ξύπνημα.
Οταν, στην κατακλείδα της ιστορίας, ο κουφός, άπληστος για χρυσάφι ιππότης και η σαγηνευτική και συνάμα εφιαλτική σειρήνα περιδινίζονται αγκαλιά σε μια κανιβαλιστική αμοιβαία έλξη, ξέρουμε πως γινόμαστε μάρτυρες σε κάτι που ίσως αλλάζει τη βιομηχανία του animation (κάτι που, άλλωστε, με περισσή έπαρση δηλώνει αυτοαναφορικά στον ιστότοπό του ο ίδιος ο δημιουργός, ο ακραία ταλαντούχος σαραντάρης Μαδριλένος εικονογράφος Αλμπέρτο Μιέλγο).
Σε ένα άλλο επεισόδιο της σεζόν, ένας από τους γίγαντες του Χόλιγουντ, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ (ο οποίος μαζί με τον Ματ Μίλερ, τον σκηνοθέτη του «Deadpool», είναι συμπαραγωγός της σειράς) δοκιμάζει τα ταλέντα του στο πρώτο του animation. Σκαρώνει μια ναυτική ιστορία τρόμου που εξελίσσεται πάνω σε ένα ιστιοφόρο που πλέει στις θάλασσες ενός εξωγήινου κόσμου, κινούμενος κάπου μεταξύ των «Δέκα μικρών νέγρων» της Αγκάθα Κρίστι και της μυθολογίας του Χ. Φ. Λάβκραφτ.
Από την ανθολογία δεν λείπει και η μαύρη κωμωδία: στη «Νύχτα των μίνι νεκρών» («Night of the Mini Dead», τίτλος – φόρος τιμής στην ταινία του Τζορτζ Ρομέρο του 1968) παρακολουθούμε την ανθρωπότητα από ψηλά, να καταστρέφεται από την επέλαση μιας ζόμπι αποκάλυψης. Εντός μονάχα τεσσάρων λεπτών, ο ανθρώπινος πολιτισμός (που εδώ παρουσιάζεται σαν μια ηλίθια στρατιά από υστερικά μικρά ανθρωπάκια που τσιρίζουν), καταστρέφεται με τον πιο άδοξο, γελοίο τρόπο.
Υπάρχει όμως και η sci-fi μαγεία του «Παλμού της μηχανής» («The Very Pulse of the Machine»), μιας ιστορίας σχεδιασμένης με μια πιο κλασική «κόμικς» ματιέρα, κοντά στην παράδοση του μεγάλου Γάλλου κομίστα Ζαν Ζιρό (γνωστού και ως «Μοέμπιους»). Εκεί, δύο γυναίκες κοσμοναύτες εξερευνούν την Ιώ, τον δορυφόρο του Δία, καταλήγοντας σε μια περιπλάνηση στα όρια ενός επιθανάτιου, αστρονομικού παραληρήματος. Με την ποίηση του Γουέρντσγουερθ να αντηχεί στα αστέρια, μορφές της φαντασίας να πλάθονται και να υψώνονται μέσα στο τοπίο (θυμίζοντας τον «Αγριο πλανήτη» του Ρενέ Λαλού) και την πρωταγωνίστρια να παραδίδεται στην ίδια την Ιώ, που προσωποποιείται και την καλεί θελκτικά να πέσει μέσα στις λίμνες της από λιωμένο θειάφι, βλέπουμε έναν διαπλανητικό ύμνο στο γυναικείο μυστήριο.
Το στοιχείο του «νέου»
Τα μικρά αριστουργήματα που συνθέτουν τη σειρά, αστραφτερά διαμάντια σύγχρονης δημιουργίας, όπως το «Τζίμπαρο», ενέχουν το στοιχείο του «νέου» που έμοιαζε τα τελευταία χρόνια να λείπει από τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή.
Το «Love, Death & Robots» δείχνει πως η τεχνολογία μπορεί να προσφέρει νέα εδάφη στους καλλιτέχνες. Εκεί, μέσα στο πολύ μικρό, αδιόρατο περιθώριο που το ψηφιακό και το αναλογικό, το πλαστό και το φυσικό μπερδεύονται, εκεί που δεν καταλαβαίνουμε αν ο ιππότης και η σειρήνα είναι αληθινοί, ψεύτικοι, ή και τα δύο μαζί την ίδια στιγμή (ή κάτι άλλο νέο, που δεν έχει όνομα) συμβαίνει μια μικρή, απόκοσμη κοσμογονία που δίνει μια μακρινή γεύση από το μέλλον και το τέλος του πολιτισμού μας όπως τον ξέραμε.