Kathimerini.gr
Ελένη Τζαννάτου
Οταν ήταν στο Γυμνάσιο, η Μαίρη και η Ελίνα μοιράζονταν τα πάντα. Συμμαθήτριες και κολλητές, η μία είχε την άλλη σε οτιδήποτε τις απασχολούσε, μοιράζονταν τις ανησυχίες τους για το ξέγνοιαστο παρόν και το σημαντικό και «μεγάλο» μέλλον. Στις βόλτες, στα σχολικά διαλείμματα, με SMS τα βράδια, ακόμα και με χαρτάκια που μετακινούνταν διακριτικά και κρυφά την ώρα του μαθήματος.
Η φιλία τους συνεχίστηκε έτσι μέχρι που τελείωσαν το σχολείο και η Ελίνα μετακόμισε στο εξωτερικό. Έκτοτε, συναντιούνται μόνο τα καλοκαίρια, μιλούν βέβαια τακτικά, σε διαστήματα η επαφή τους αραιώνει χωρίς να συμβεί κάτι συγκεκριμένο, όμως πάντα επιστρέφουν σε αυτό που τις συνδέει. Και ας έχουν κάνει νέες φιλίες, σχέσεις, έχουν περάσει «φάσεις» και έχουν προχωρήσει η κάθε μία με διαφορετικό τρόπο στις ζωές τους.
Σήμερα, στα 30 της, η Μαίρη παραδέχεται πως «υπάρχουν κάποια πράγματα, που τη στιγμή που θα συμβούν, ξέρω πως ο πρώτος άνθρωπος που θέλω να τα μοιραστώ μαζί του είναι η Ελίνα. Οχι ότι μειώνω τους φίλους που έχω στην Αθήνα και μπορώ να σηκώσω το τηλέφωνο και να τους δω από κοντά μέσα σε μισή ώρα. Αλλά όσο τα χρόνια περνούν και οι υποχρεώσεις αλλάζουν και αυξάνονται, κακά τα ψέματα, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως, ακόμα και ένας φίλος που μπορεί να μένει δύο συνοικίες δίπλα σου, είναι κάποιος που τελικά, δεν βλέπεις τόσο άμεσα και συχνά. Στην καλύτερη, μπορεί να περάσουν μέρες για να του πεις κάτι, στη χειρότερη, η επαφή σας να γίνει άλλο ένα κανόνισμα μέσα στο εβδομαδιαίο ή και μηνιαίο σου πρόγραμμα που στριμώχνεται σε κάποιο απόγευμα που έχετε “λάσκα” από τη δουλειά, τη σχέση και τις δραστηριότητές σας».
Θέτει πολλά ζητήματα παραπάνω η 30χρονη: το «σαν να μην πέρασε μια μέρα» που επιβιώνει στις παιδικές φιλίες παρά τις μεγάλες αλλαγές στην πάροδο του χρόνου, την απόσταση, την έλλειψη και κατανομή χρόνου που «καταπίνει» τις φιλίες έναντι άλλων σχέσεων και υποχρεώσεων, την ψυχική θέση που κάποιοι άνθρωποι διατηρούν για τον άλλο. Ενα είναι σίγουρο σχετικά με όλα αυτά: οι φιλίες μεταβάλλονται στην ενήλικη ζωή, συχνά χωρίς καν να αντιληφθούμε πως αυτό έγινε, γίνονται σχέσεις που επικυρώνονται μέσα από τη δύναμη που μπορούν να διατηρήσουν «δια της απουσίας τους».
Το «παράδοξο» της φιλίας
Για να μπορεί να διατηρηθεί μία φιλία στον χρόνο, τα άτομα που την απαρτίζουν θα πρέπει να κατανοούν πως ένας φίλος δεν χρειάζεται να είναι αδιάκοπα «εκεί». Εικονογράφηση: Lοukia Kattis
Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, ο ψυχολόγος Δημήτρης Σταράκης εξηγεί πως, «η ψυχολογία τη φιλίας αποτελεί τη συνάντηση των ασυνειδήτων μεταξύ δύο ατόμων, με τη διαφορά ότι οι φίλοι δεν αποτελούν εραστές, αλλά βρίσκουν μία ενότητα σε στοιχεία του ψυχισμού τους». Επιπλέον, «δεν είναι λίγες οι φορές που μία φιλία δυναμώνει από τα κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζει ή από τις καταστάσεις που δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συναντούν σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής τους».
Μοιάζει λογικό, επομένως, κάποιες φιλίες να «ενεργοποιούνται» έντονα σε στιγμές που όσα απασχολούν τα άτομα σε αυτή, κάπως μοιάζουν. Και ενδεχομένως οι εν λόγω φιλίες να φθίνουν ή και να τελειώνουν μετά από κάποιο διάστημα, όσο και αν τη στιγμή που συμβαίνουν μοιάζουν σταθερές. «Η γνωστή φράση “τα πάντα ρει” συνοψίζει τις μεταβολές που ούτως ή άλλως συμβαίνουν στη ζωή μας. Έτσι, αν ταυτίζουμε τη φιλία με τη σταθερότητα, τότε ουσιαστικά άθελά μας εθελοτυφλούμε μπροστά στο συμπέρασμα της αλλαγής των δεδομένων που υπάρχουν μέσα σε ένα φιλικό δεσμό» θα πει από την πλευρά του ο ψυχολόγος.
Οσο για εκείνο το «φίλοι για πάντα» ή αλλιώς «B.F.F.» («Best Friends Forever») που άπειροι φίλοι έχουν χαράξει σε θρανία, για να γίνει από υπόσχεση πράξη, προϋποθέτει να κατανοήσουμε και πάλι τις αλλαγές που συμβαίνουν. «Οι φιλίες που κρατούν στον χρόνο σημαίνει ότι μπορούν να δεχθούν τις ματαιώσεις που θα υπάρξουν στην φαντασιωτική πρόσληψη περί “αιώνιας και αδιάκοπης φιλίας”. Αυτό μας δείχνει ότι μία φιλία κρατά επειδή μπορεί να λειτουργεί υπό καθεστώς έλλειψης και όχι υπό ένα καθεστώς μίας ψευδαίσθησης της διαρκούς παρουσίας του άλλου. Ετσι, ένας δεσμός μπορεί να διατηρηθεί, μόνο εάν τα πρόσωπα μπορούν να αποδεχτούν την παρουσία της απουσίας του άλλου και δεν σπεύδουν διαρκώς να παραπονιούνται ότι αγνοούνται από φίλους, ότι δεν είναι οι φίλοι εκεί γι’ αυτούς και άλλα παράπονα τα οποία εν τέλει οδηγούν συχνά σε διάλυση και των δεσμών αυτών».
Αυτό είναι και το «παράδοξο» της φιλίας. Ενώ για τους περισσότερους ανθρώπους οι οικογενειακές και οι ερωτικές σχέσεις δεν νοούνται χωρίς τη σταθερή επαφή και επικοινωνία, δεν ισχύει το ίδιο και με τους φίλους. Και όταν τα άτομα επιμένουν να μην το βλέπουν, ξεκινάνε τα προβλήματα.
Μου αρέσει, σου αρέσει, ταιριάζουμε;
Στην ενήλικη ζωή και όσο χαράσσουμε έναν δρόμο ενδιαφερόντων και επαγγελματικής πορείας, συνάπτουμε φυσικά νέες φιλίες, ως επί το πλείστον με άτομα με τα οποία έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και μπορούμε να μοιραστούμε δραστηριότητες, όπως να πάμε μαζί σε μία θεατρική παράσταση ή σε μια αθλητική εξόρμηση στην εξοχή, και φυσικά, να συζητήσουμε όσα μας συμβαίνουν στη δουλειά, με κάποιον που μιλάει «την ίδια γλώσσα» σε αυτά τα θέματα και θα μας καταλάβει γρήγορα.
Η Κατερίνα στα 42 της έχει περάσει από διάφορες δουλειές στον τομέα της αρχιτεκτονικής και έχει δραστηριοποιηθεί ανά διαστήματα σε καλλιτεχνικές ομάδες. Θεωρεί πως μεγαλώνοντας, οι φιλίες που έκανε ήταν πιο δυνατές: «Με τους φίλους των παιδικών μου χρόνων δεν έχω ιδιαίτερες επαφές. Θεωρώ πως οι φιλίες που έχω κάνει μεγαλώνοντας είναι πολύ ουσιαστικότερες, γιατί μας συνδέουν πολλά περισσότερα πράγματα στον παρόντα χρόνο».
Η Μαίρη, πάλι, έχει μια λίγο διαφορετική άποψη: «Από τα χρόνια μου στο πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα, έχω κάνει κατά βάση φίλους που αγαπούν τα ίδια πράγματα με εμένα ή που συχνά ήμασταν συνάδελφοι. Με δύο-τρεις από όλους αυτούς θεωρώ πως η φιλία μας είναι ουσιαστική και πάει πέρα από αυτά. Είναι πολλοί αυτοί που αποδείχτηκαν “περαστικοί” όμως, που από κάπου και μετά, δεν σου λέει και πολλά να μιλάς με κάποιον απλά για τις ταινίες που είδες. Και έπειτα στις δουλειές υπήρχαν και οι “λυκοφιλίες” ή απλά οι περιπτώσεις που φεύγοντας από μία δουλειά, καταλαβαίνεις πως αυτά που μοιραζόσουν με τους φίλους-συναδέλφους ήταν λίγο-πολύ όσα συνέβαιναν στο οκτάωρό σας».
Σίγουρα τα κοινά ενδιαφέροντα είναι κάτι που μπορεί να φέρει κάποιους ανθρώπους κοντά και το αντικείμενο του ενδιαφέροντος να γίνει απλά η αφορμή από την οποία θα προκύψει μια πιο βαθιά ψυχική σύνδεση. Ο Δημήτρης Σταράκης επισημαίνει ωστόσο κάτι πάνω σε αυτό: «Τα κοινά ενδιαφέροντα δε σημαίνουν απαραίτητα και φιλία. Συχνά μπερδεύουμε τη συνύπαρξη με τα δεδομένα της στιγμής. Στη φιλία, το ενδιαφέρον θρέφεται από μία ασυνείδητη επιθυμία για εκπλήρωση μίας ανάγκης, με αποτέλεσμα να θεωρούμε ως φιλικό δεσμό μία συνύπαρξη που έχει ως σκοπό μία κοινή παρουσία σε μία κατάσταση. Η φιλία όμως αντλεί την ενέργειά της από άλλη δεξαμενή».
«Η δεύτερη κοινωνικοποίηση»
Ξαφνικά, μαζί με τα παιδιά μπαίνουν στη ζωή σου κι ένα σωρό νέοι άνθρωποι. Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Και όσο τα χρόνια περνούν δεν είναι μόνο η εργασιακή καθημερινότητα και τα ενδιαφέροντα που επηρεάζουν τις φιλίες, αλλά και η δημιουργία οικογένειας, που έρχεται να ανατρέψει εντελώς την έννοια του χρόνου και τις προτεραιότητες.
Αυτό το έχει δει πολύ καλά να συμβαίνει η Ανθή, που θεωρεί την έλευση των παιδιών παράγοντα καθοριστικό για τις φιλίες και την κοινωνικοποίηση. Σήμερα στα 40, μητέρα δύο μικρών παιδιών,εξακολουθεί να έχει δύο φίλες από τα σχολικά της χρόνια. Από τις τρεις αυτές φίλες η μία έκανε οικογένεια πολύ μικρή, όσο οι άλλες δύο επικεντρώνονταν στην καριέρα τους και μοιραία, δεν μπορούσαν να συναισθανθούν αυτό που βίωνε. Μέχρι να γίνουν και αυτές μητέρες.
«Αυτή η διαφορά φάσης, που συμβαίνει συχνά στη ζωή με αφορμή διάφορες καταστάσεις, μπορεί να γίνει χάσμα όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγοντας παιδιά», παραδέχεται. Εχει καταλάβει πως «οι ρυθμοί και οι καθημερινές ανάγκες μεταβάλλονται σε τέτοιο βαθμό, που εκ των πραγμάτων έρχεσαι κοντά με ανθρώπους που βιώνουν κάτι αντίστοιχο. Ξαφνικά, μαζί με τα παιδιά μπαίνουν στη ζωή σου κι ένα σωρό νέοι άνθρωποι. Οι γονείς των φίλων τους, για παράδειγμα. Μαζί τους περνάς τα Σαββατοκύριακα, μαζί τους κάνεις διακοπές, θα είσαι τυχερός αν κάποιοι από αυτούς γίνουν εν τέλει και δικοί σου φίλοι. Η δεύτερη κοινωνικοποίηση όπως το αποκαλούν κάποιοι».
Το έχουμε παρατηρήσει όλοι να συμβαίνει: ζευγάρια που κάνουν παρέα με άλλα ζευγάρια, νέοι γονείς που λένε τα νέα τους με άλλους γονείς, όσο τα παιδιά τους παίζουν στο πάρκο. Προσεγγίζοντάς το ψυχαναλυτικά, ο Δημήτρης Σταράκης επισημαίνει πως η ενδοψυχική μας ενέργεια, η λίμπιντο, δεν έχει πάντοτε σταθερή πορεία: «Αλλάζει από τις επιθυμίες μας, θέτουμε νέους στόχους, αναλαμβάνουμε υποχρεώσεις κι έτσι η ποσότητα της επένδυσης της μεταβάλλεται».
Αυτή η μεταβολή συμβαίνει καθημερινά σε όλους μας, ακόμα και αν δεν το παρατηρούμε. Ο/η σύντροφός μας γίνεται (και) ο καλύτερός μας φίλος, δημιουργούμε έναν νέο κώδικα με άτομα εμπιστοσύνης στη δουλειά μας, «μαζεύουμε» όσα κρατούσαμε όλη την εβδομάδα για να τα πούμε τελικά στον ψυχοθεραπευτή μας. Πάντως ο ψυχολόγος θα πει πως «οι αντικαταστάσεις των ψυχικών επενδύσεων αντικειμένων είναι ένα συχνό, απαραίτητο και δεδομένο φαινόμενο στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι πλέον ολοφάνερο ότι ο άνθρωπος προχωρά σε αντικαταστάσεις στη ζωή του, ακριβώς επειδή το ασυνείδητό του είναι απρόβλεπτο. Ίσως αυτή η διαπίστωση να γλίτωνε πολλούς ανθρώπους από τα βάσανα σκέψεων απόρριψης και εγκατάλειψης».
Η Ανθή, πάντως, έχει καταφέρει να δεχτεί όλη αυτή την αλλαγή και να εκτιμά τις πολύτιμες στιγμές με τις παιδικές της φίλες: «Απολαμβάνω περισσότερο τις στιγμές που είμαστε οι τρεις μας, χωρίς τα παιδιά μας, χωρίς τους συντρόφους μας. Είναι πολύ λίγες αυτές οι στιγμές πια, αλλά ουσιαστικές. Και έχουν μέσα τους κάτι από την ανεμελιά της παιδικής μας ηλικίας, που παραδόξως πώς διατηρείται, όσα χρόνια κι όσες αλλαγές φάσης κι αν διανύσουμε. Εχουν μέσα τους κι αυτό το αίσθημα ασφάλειας που σου δημιουργούν οι σχέσεις οι δοκιμασμένες στο χρόνο. Πως στα μεγάλα και σημαντικά θα είναι εκεί».
Η ζωή προχωρά και οι φίλοι που πάνε και έρχονται μπαίνουν συνεχώς σε νέες τροχιές. Φυσικά, πάντα υπάρχει χώρος για νέους φίλους, αρκεί να δεχτούμε τους νέους όρους. Ακόμα και αν εκείνο το «Ποτέ δεν είχα φίλους αργότερα στη ζωή σαν αυτούς που είχα όταν ήμουν δώδεκα. Θεέ μου, ποιος έχει;» που ακούγεται στο κλείσιμο της ταινίας «Stand By Me» του Ρομπ Ράινερ κρύβει μια μεγάλη αλήθεια για τους περισσότερους από εμάς.