Kathimerini.gr
Του Γιώργου Πασσά
Όταν το 1938 ο πατέρας του καταλήγει στη φυλακή έπειτα από απάτη, η Gladys παίρνει τον μικρό Elvis, εγκαταλείπουν το Τούπελο του Μισσισσιππί και μετακομίζουν σε συγγενείς στο Μέμφις. Ο μικρός Elvis τριγυρνάει στη γειτονιά και σμίγει με το μαύρο ηχόχρωμα κατευθείαν. Μαγεμένος από τους «νέγρικους ήχους» και τη γοητεία των gospel, χτίζει την περσόνα του με ένα κράμα country και μαύρης μουσικής: λευκός με την κιθάρα του και τη μπάντα του, με το μαύρο αίμα να κυλάει όμως στις φλέβες του, στην ψηλόλιγνη κορμοστασιά του, στην αγριάδα της φωνής του, στο λίκνισμα των γοφών του.
Πολύ γρήγορα γίνεται γνωστός ως ο «λευκός που τραγουδάει σαν μαύρος» και η Sun Records του Sam Philips ανάγει την αγκαλιά της και τον υποδέχεται σαν δικό της παιδί. Από το 1953, όταν ηχογράφησε ως δώρο γενεθλίων για τη λατρεμένη του μητέρα το πρώτο του σιγκλάκι, και για την επόμενη τριετία, ο Elvis έκανε συχνά ηχογραφήσεις στη Sun, πάντα με τον δικό του τρόπο: χορεύοντας με το μικρόφωνο αγκαλιά, με την ξεσηκωτική rock’n’roll φωνή του. Στο τέλος μίας κουραστικής ημέρας προβών τον Ιούλιο του ’54, ο Elvis έπιασε την κιθάρα του κι άρχισε να τραγουδάει το That’s Alright του Arthur Crudup, χορεύοντας όπως πάντα. «Τι κάνετε εκεί;», ρώτησε ο Sam τον Elvis και τους μουσικούς που έπαιζαν εκείνη τη στιγμή. «Δεν έχουμε ιδέα», του απάντησαν. «Βγάλτε μία άκρη και πάμε ξανά απ’ την αρχή». Λίγες ώρες μετά, η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Elvis είχε ηχογραφηθεί.
Ο Elvis κάνει την πρώτη του live εμφάνιση λίγες μέρες αργότερα και μέχρι τον Οκτώβριο έχει ξεκινήσει τις περιοδείες στο Άρκανσας και το Τέξας, κάνοντας και το ραδιοφωνικό του ντεμπούτο στο Louisiana Hayride. Ανεβαίνοντας στη σκηνή πριν ή μετά από τους κάπως σφιγμένους country καλλιτέχνες, ο Elvis κυριαρχεί από το πρώτο δευτερόλεπτο και το κάνει ό,τι θέλει. Με τα χείλη κολλημένα στο μικρόφωνο, με την κιθάρα άλλοτε κρεμασμένη στον λαιμό του, άλλοτε σαν προέκταση του σώματός του να δείχνει κατευθείαν στο κοινό, το ένα πόδι λυγισμένο μπροστά, το άλλο να χορεύει ξέφρενα με το υπόλοιπο κορμί του, μία ανάσα από το εκστασιασμένο τσούρμο από κορίτσια που πασχίζουν να τον αγγίξουν, να τον πιάσουν, να ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα Elvis που μπορούν.
Το 1956 ο Elvis ξεκινάει ηχογραφήσεις με την RCA Victor, έτοιμος να κατακτήσει την Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάνει θραύση διασκευάζοντας το Blue Suede Shoes του Carl Perkins και κομμάτια του Little Richard, του Ray Charles, των Drifters. Ηχογραφεί και απογειώνει το Heartbreak Hotel στην κορυφή των charts και ξεκινάει να χτίζει βήμα-βήμα τον μύθο του: All Shook Up, Jailhouse Rock, συναυλία στο διάσημο Ed Sullivan Show. Την ίδια περίοδο προαγάγει τον «Συνταγματάρχη» Tom Parker από σύμβουλο στον επίσημο μάνατζερ του, τον οποίο βλέπει σαν πατέρα του, με τον οποίο μάλιστα μοιράζονται όλα τα έσοδα 50-50. Αλλά ο Elvis δεν ενδιαφέρεται για τίποτα από αυτά, παρά μόνο να αγοράσει στη μητέρα του την έπαυλη Graceland, για να την έχει να ζει σαν βασίλισσα, όπως της αξίζει.
Βολτάροντας συχνά στις γειτονιές των μαύρων, γίνεται κολλητός με τον B.B. King: αγοράζουν μαζί κοστούμια, μοιράζονται συμβουλές ζωής και βουτάνε παρέα όλο και βαθύτερα στην αφροαμερικανική κουλτούρα. Γι’ αυτό και, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, ο Elvis μπαίνει στη μαύρη λίστα με τους «white niggers». Ο Frank Sinatra τον αποκαλεί «κτηνώδη και εκφυλισμένο», εφημερίδες του Detroit προειδοποιούν πως όποιος πηγαίνει στις συναυλίες του κινδυνεύει να σκοτωθεί, ενώ μαθητές στη Φιλαδέλφεια ξεσηκώνονται, του πετάνε αυγά και διαλύουν τη σκηνή. Κατόπιν εντολής των παρουσιαστών και του μάνατζερ του, ο Elvis κάνει μία και μοναδική εμφάνιση ντυμένος «σαν μπάτλερ», δίχως να του επιτρέπεται να χορέψει παρά μόνο να τραγουδήσει με το συγκρότημά του και παρέα με έναν σκύλο, ώστε το θέαμα να γίνει πιο «οικογενειακό».
Την επομένη, ο Elvis θα δώσει συναυλία στη Λουιζιάνα, με την είσοδο απαγορευμένη για τους έγχρωμους. Σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων, ο τοπικός συντηρητικός πολιτικάντης συγκεντρώνει τα πλήθη των λευκών, διακηρύσσει την κατωτερότητα των Αφροαμερικανών και καλεί σε πάταξη κάθε προσπάθειας για ένωση των φυλών. Ο Elvis ανεβαίνει στη σκηνή, χορεύει όπως πάντα, το πλήθος ξεσηκώνεται και αναμειγνύονται λευκοί και μαύροι, όλοι ενωμένοι, συνεπαρμένοι. Η συναυλία διαλύεται από την αστυνομία, η πολιτεία κινείται νομικά και πλέον ο Elvis έχει δύο επιλογές: φυλακή ή στρατιωτική θητεία στο εξωτερικό.
Και κάπως έτσι, έπειτα από εξάμηνη εκπαίδευση, καταλήγει το ’58 στο Friedberg της Γερμανίας, πατώντας για πρώτη και τελευταία φορά το πόδι του στην Ευρώπη. Συνεχίζει τη μουσική του και τις επιτυχίες, έχοντας 10 τραγούδια στο top 40 και γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του, την Priscilla (Olivia DeJonge), την οποία έπειτα από λίγα χρόνια παντρεύεται. Τη δεκαετία του ’60, έχοντας επιστρέψει στις Η.Π.Α., o Elvis αφιερώνεται στις ταινίες, κυκλοφορώντας τα περισσότερα άλμπουμ και τις επιτυχίες του ως μέρος των soundtracks των ταινιών. Από το ’60 μέχρι το ’68, γύρισε 27 ταινίες, αλλά, παρ’ ότι τα Viva Las Vegas, Can’t Help Falling In Love και Return to Sender έγραψαν μουσική ιστορία, ο Elvis χάνει τον εαυτό του. Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Συνταγματάρχη, «σοβαρεύεται» και επιδιώκει να κερδίσει τη συμπάθεια της «καλής κοινωνίας». Ο Tom Parker ήταν αυτός που τα κανόνιζε όλα: κοστούμια, συναυλιακούς χώρους, περιοδείες, set list. Η πιστή οπαδική βάση του Elvis φαίνεται να απομακρύνεται και του ασκείται δριμεία κριτική για τις, κατά τους ειδικούς, ενίοτε μέτριες και ενίοτε αποτυχημένες ταινίες του. Πολλοί τον θεωρούν ξοφλημένο.
Μέσα σε λίγους μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνη του ‘68, δύο γεγονότα επηρεάζουν βαθιά τον Elvis: η δολοφονία του Martin Luther King Jr. και η δολοφονία του Γερουσιαστή Robert Kennedy, δύο ανθρώπων που τάσσονταν σθεναρά υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων, της κοινωνικής αδικίας. Και αυτά σε μία χρονιά απ’ τις πιο ταραχώδεις της αμερικανικής ιστορίας, με τον πόλεμο στο Βιετνάμ να μαίνεται και τον κόσμο να βράζει.
Αυτά οδήγησαν στη δημιουργία του If I Can Dream, με στίχους όχι μόνο με αναφορές αλλά και ρήσεις του King κατά τη διάρκεια των ετοιμασιών για το show Elvis (αργότερα ’68 Comeback Special), τον Ιούνιο. Η παράσταση θα προβαλλόταν παναμερικανικά στις 3 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και ο Συνταγματάρχης επέμενε να λήξει η συναυλία με ένα χριστουγεννιάτικο κομμάτι. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αφ’ ότου έμαθε για τη δολοφονία του Kennedy, ο Elvis, μαζί με τον συνθέτη Walter Earl Brown, έγραψαν το κομμάτι μέσα σε ένα βράδυ. Πεσμένος στα γόνατα στις πρόβες και βάζοντας όλο του το είναι στο τελικό γύρισμα, ο Elvis έκανε μία από τις πιο συναισθηματικές, παθιασμένες και μεγαλειώδεις εμφανίσεις στην ιστορία της αμερικανικής μουσικής.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο Συνταγματάρχης κλείνει συναυλία στο International, ένα καινούριο, υπερσύγχρονο ξενοδοχείο του Las Vegas, με τον ιδιοκτήτη να δίνει λευκή επιταγή στον Elvis για την οργάνωση της συναυλίας. Με δύο φωνητικά συγκροτήματα, τους Imperials και τις Sweet Inspirations, και άλλους πασίγνωστους μουσικούς στο πλάι του, ο Elvis επανακατακτά την κορυφή και δίνει 56 παραστάσεις σε διάστημα τεσσάρων εβδομάδων. Ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία, επόμενος στόχος του είναι η παγκόσμια περιοδεία, με πρώτη χώρα την Ιαπωνία. Παρ’ όλα αυτά, δεν τα κατάφερε ποτέ. Προδομένος, εξαντλημένος και με τάσεις φυγής από
τους γύρω του και την πραγματικότητα, ο Elvis δεν είχε το τέλος που του άξιζε. Ένας Βασιλιάς, υπεράνω όλων, υπεράνω διακρίσεων, σεξουαλικότητας, φυλών και χρωμάτων. Και κάθε φορά που ηχεί η φωνή του, το όνειρό του βγαίνει πραγματικότητα: a better land, where all his brothers walk hand in hand.
Η ταινία του Baz Luhrmann καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να πει την ιστορία του Βασιλιά Elvis. Όχι μόνο λόγω της ευφάνταστης σκηνοθεσίας, του συνδυασμού μουσικών ειδών άλλων εποχών και των ηθοποιών που σε κάνουν στιγμιαία να ξεχνάς πως παρακολουθείς ταινία. Αλλά επειδή, δίχως υπερβολή και με πιστή απόδοση των γεγονότων, ο θεατής δεν βλέπει απλώς τον σπουδαίο, μοναδικό Presley. Αλλά τον άνθρωπο Elvis, απ’ όταν τραγουδούσε γκόσπελ ως μικρό παιδάκι, έως όταν, κοιτώντας από την κορυφή, έδωσε τα πάντα και έγινε αιώνιος.