Μαριάννα Κακαουνάκη
Πριν από μερικές ημέρες η Ειρήνη Λατσούδη καθόταν σε ένα παγκάκι και χάζευε τον τρίχρονο γιο της που έπαιζε με τα άλλα παιδιά στην παιδική χαρά. Κάποια στιγμή ήρθε τρέχοντας και χώθηκε στην αγκαλιά της. «Μαμά, τα άλλα παιδιά λένε πως είμαι καφέ», της είπε. Για μερικά δευτερόλεπτα η Ειρήνη πάγωσε. Αστραπιαία πέρασαν από το μυαλό της όλες εκείνες οι ανησυχίες που ενίοτε έχει. O φόβος για το ότι κάποιος μπορεί να πληγώσει τον γιο της με κάποιο ρατσιστικό σχόλιο. Δεν του το έδειξε όμως. Του απάντησε με απόλυτη φυσικότητα. «Μα είσαι καφέ, Φώτη μου. Οπως εκείνοι είναι μπεζ». Ο Φώτης συνέχισε να παίζει αμέριμνος.
«Ξέραμε πως αυτή θα είναι μια πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουμε στην Ελλάδα», λέει σήμερα στην «Κ». Ηδη ο Φώτης, η μεικτή τους οικογένεια, τραβάει τα βλέμματα. Κάποιες φορές με περιέργεια, την οποία καταλαβαίνει, άλλες με αδιακρισία. «Συχνά μας σταματούν στον δρόμο και σχολιάζουν το πόσο όμορφος είναι, περιεργαζόμενοι τα μαλλιά του. Προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη, αλλά συχνά εκνευρίζομαι. Το κάνουν άραγε σε όλα τα παιδάκια; Επίσης, τώρα ο Φώτης είναι 3 ετών. Ποιες θα είναι οι αντιδράσεις τους όσο μεγαλώνει;», αναρωτιέται.
Η απόφαση να υιοθετήσουν ένα παιδί από την Αφρική ήταν για εκείνη ξεκάθαρη επιλογή. Είχε στο μυαλό της την ιστορία ενός γνωστού της που δεν είχε πει την αλήθεια στο θετό παιδί του και όταν μεγάλωσε ήρθε σε ρήξη μαζί του. «Ηθελα το παιδί μας να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από εμάς. Να είναι εμφανές πως είναι υιοθετημένο», τονίζει η Ειρήνη. Στην απόφασή της συνέβαλε και το ότι η εθνική υιοθεσία μπορεί να έπαιρνε πολλά χρόνια και άρα, λόγω της ηλικίας τους (εκείνη πλησίαζε τα 50, ο σύζυγός της είναι σήμερα 61), ήταν απαγορευτική. Ετσι το 2020 έκλεισαν το πρώτο ραντεβού με τη Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία για τις διακρατικές τεκνοθεσίες. Εκείνοι θα τους αξιολογούσαν και θα προωθούσαν την αίτησή τους στην Ουγκάντα – που είχε τότε τις πιο απλές διαδικασίες.
Εγραψαν πως ήθελαν ιδανικά το παιδί να είναι μέχρι 2 ετών, αλλά δεν τους ενδιέφερε εάν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. «Αλλωστε και όταν γεννάς δεν το γνωρίζεις αυτό», σκέφθηκαν. Το πρώτο «matching» έγινε γρήγορα. Ελαβαν τη φωτογραφία του μωρού και παρότι η Ειρήνη δεν το περίμενε, όταν το είδε ένιωσε πρωτόγνωρα συναισθήματα: «Είναι σαν να γίνεται ένα κλικ και νιώθεις πως αυτό είναι το παιδί σου».
Εστειλαν τα πρώτα χρήματα για να γίνουν οι ιατρικές εξετάσεις και ξεκίνησε η αναζήτηση για να βεβαιωθούν πως πράγματι το παιδί δεν είχε κάποιον συγγενή που ενδεχομένως το έψαχνε. Ηταν 2020, τα σύνορα ήταν πλέον κλειστά λόγω πανδημίας και εκείνη ανυπομονούσε να ταξιδέψει κοντά του. Οι εξετάσεις ήταν καλές, αλλά ένα πρωί έλαβε ένα email πως εμφανίστηκε ένας θείος του μωρού. «Xάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Γι’ αυτό και όταν αργότερα ήρθε η φωτογραφία του Φώτη ήμασταν κουμπωμένοι».
Μόλις μπόρεσαν, ταξίδεψαν στην Ουγκάντα. Αυτό που τους βοήθησε περισσότερο ήταν το κείμενο ενός θετού πατέρα που είχε γράψει με απίστευτη λεπτομέρεια την κάθε του κίνηση – σαν ημερολόγιο. Τα εμβόλια και τα χάπια που έπρεπε να πάρουν πριν ταξιδέψουν, τα στοιχεία εκείνων που εξυπηρετούσαν τους Ελληνες – από δικηγόρους, γιατρούς ή οδηγούς. Το πώς πρέπει να κινούνται για να είναι ασφαλείς, αλλά και γιατί «η κίνηση είναι φρικτή». «Να περάσετε καλά. Ολα θα πάνε μπουλούνγκι, δηλαδή καλά», κατέληγε η τετρασέλιδη επιστολή.
Οταν η Ειρήνη με τον σύζυγό της έφθασαν στην Ουγκάντα είχε μόλις ανακοινωθεί πως πλέον ήταν υποχρεωτικό να μείνουν στη χώρα για έναν χρόνο. Αγχώθηκαν γιατί δεν είχαν κάνει τέτοιον προγραμματισμό με τις δουλειές τους και ήδη το να λείπουν για πολλές εβδομάδες τούς δυσκόλευε. Τους είπαν όμως από εκεί να μην ανησυχούν – πως θα βρεθεί μια λύση. Και πράγματι βρέθηκε. Η διαδικασία βέβαια κράτησε όχι ένα, αλλά ενάμιση χρόνο και η Ειρήνη με τον σύζυγό της ταξίδεψαν συνολικά έξι φορές.
Την πρώτη φορά, τον Οκτώβριο του 2020, παρέλαβαν τον Φώτη από το ίδρυμα και πήγαν όλοι μαζί σε ένα σπίτι που είχαν νοικιάσει. Στην τρίωρη διαδρομή με το αυτοκίνητο, η Ειρήνη είχε προσπαθήσει να του κρατήσει το χέρι, αλλά εκείνος, σιωπηλός και διερευνητικός, κρατούσε τα χεράκια του κλειστά. Τις επόμενες εβδομάδες αφιερώθηκαν αποκλειστικά στο να περάσουν χρόνο μαζί. Του μιλούσαν ελληνικά, έπαιζαν, έκαναν βόλτες. Εβλεπαν πως μέρα με τη μέρα και εκείνος ανοιγόταν.
Δειλά χαμογελούσε και ξεκίνησε να τους αγκαλιάζει. Οταν το πρώτο εκείνο ταξίδι έφθασε στο τέλος του και έπρεπε να γυρίσουν στην Ελλάδα αποφάσισαν να μην επιστρέψει ο Φώτης στο ίδρυμα, αλλά να μείνει σε ένα σπίτι με άλλα μωρά που ήταν σε διαδικασία τεκνοθεσίας από Ελληνες. Θα είχε εξασφαλισμένο φαγητό και τη φροντίδα μιας γυναίκας η οποία είχε ζήσει στην Ελλάδα και μιλούσε τη γλώσσα. Ο αποχωρισμός όμως ήταν αβάσταχτος. «Οταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, εκείνος έκλαιγε. Οσο λείπαμε, κάναμε καθημερινά βιντεοκλήσεις, αλλά το παιδί ήταν προφανώς μπερδεμένο. Πώς να καταλάβει ότι θα επιστρέφαμε. Ολη αυτή η διαδικασία ήταν πολύ βαριά ψυχολογικά, αλλά προσπαθούσα να κρατηθώ από την ελπίδα πως σύντομα θα ήμασταν όλοι μαζί».
Στο έκτο και τελευταίο ταξίδι, η δικηγόρος τούς είπε πως πρέπει να βρίσκονται στο δικαστήριο στις 7.30 το πρωί και ότι καλό θα ήταν εκείνη να φοράει ένα φόρεμα. «Δεν είχα μαζί μου φόρεμα και είχα αγχωθεί. Φθάσαμε εκεί, μαύρο σκοτάδι, όπου βέβαια δεν υπήρχε ψυχή, γιατί τα δικαστήρια δεν είχαν καν ανοίξει», θυμάται. Οταν πλέον το μεσημέρι ήρθε η σειρά τους, ήταν εξαντλημένη. Η διαδικασία διήρκεσε 15 λεπτά –από το άγχος δεν θυμάται τι τη ρώτησαν–, αλλά οι ερωτήσεις ήταν τυπικές. Αλλοι θετοί γονείς έχουν περιγράψει αυτή την ημέρα σαν τοκετό. Εκείνη βγαίνοντας ένιωθε πως θα λιποθυμήσει.
Τον Ιανουάριο του 2022 επέστρεψαν με τον Φώτη στην Ελλάδα. Το πρώτο διάστημα η Ειρήνη τον έπαιρνε μαζί της κάθε μέρα στη δουλειά (είναι ασφαλιστικός πράκτορας και έχει δικό της γραφείο), πλέον πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. Περνάει καλά, είναι χαρούμενος και κοινωνικός. Ακόμη έχει μια αγωνία με το φαγητό, το οποίο σίγουρα του έλειπε τους πρώτους μήνες της ζωής του. «Αυτό να το κρατήσουμε για μετά», λέει στους γονείς του και έπειτα θέλει να επιβεβαιώσει πως το φαγητό είναι διαθέσιμο. Επίσης είναι κολλημένος με ένα παιχνίδι που του είχαν δώσει στο πρώτο ταξίδι τους στην Αφρική, συχνά ανοίγει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από την Ουγκάντα και ρωτάει για το σπίτι τους εκεί. Οσο για εκείνη, ακόμη προσπαθεί να διαχειριστεί τα όσα βίωσε στην Αφρική αλλά και να προσαρμοστεί στον νέο ρόλο της ως μαμά του Φώτη.
Προσπαθεί να μη σκέφτεται, ούτε να αγχώνεται για το μέλλον, παρότι ήδη προετοιμάζεται για τις ερωτήσεις που μπορεί ο γιος της να της κάνει. «Εχω ετοιμάσει έναν φάκελο με όλα τα στοιχεία της υιοθεσίας του. Το πού βρέθηκε, τη διαδικασία που ακολουθήσαμε για να γίνουμε γονείς του. Οταν και εάν έρθει η ώρα, θέλω να είμαι δίπλα του και σε αυτό», καταλήγει.
«Νιώθουμε δύναμη, όλες οι πολύχρωμες οικογένειες μαζί»
«Πολλοί από εμάς νομίζαμε πως η επιστροφή από την Αφρική με τα παιδιά μας θα ήταν το τέλος ενός όμορφου παραμυθιού και πως θα ζούσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα», λέει στην «Κ» η Μαρία Ερση Κολίρη που υιοθέτησε τον γιο της πριν από έξι χρόνια από την Αιθιοπία. «Ομως στην πραγματικότητα τότε είναι που ξεκινάει η ιστορία μας. Θέλει μεγάλη προετοιμασία αλλά και διαχείριση», σημειώνει. Η ίδια θυμάται πως ως νέα μαμά είχε παρακολουθήσει ένα σεμινάριο και ο ειδικός τούς είχε πει πως στην καλύτερη περίπτωση θα τους πάρει τρία χρόνια να δημιουργήσουν δεσμό με το θετό παιδί τους. Ούσα η ίδια ψυχολόγος, σκεφτόταν πως για εκείνη θα ίσχυαν άλλοι χρόνοι. «Και όμως χρειάστηκαν τρία χρόνια. Τα παιδιά αυτά είναι τραυματισμένα. Τους παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο και θέλει προετοιμασία και από εμάς τους γονείς για να νιώσουν πως εμείς δεν θα φύγουμε. Πως μπορούν να βασιστούν σε εμάς», σημειώνει.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το 2018 δημιούργησαν τον «Πελαργό», έναν σύλλογο του οποίου η ίδια σήμερα είναι πρόεδρος, για να αντιμετωπίσουν μαζί τα αχαρτογράφητα νερά – αρχικά της διαδικασίας τεκνοθεσίας αλλά και στη συνέχεια, της νέας τους ζωής. Πλέον, τα μέλη του «Πελαργού», 70 οικογένειες σε όλη την Ελλάδα, αλληλοϋποστηρίζονται, μοιράζονται τις χαρές αλλά και τις δυσκολίες. Οπως όταν κάποια από τα μεγαλύτερα παιδιά στο Δημοτικό έπεσαν θύμα bullying λόγω του χρώματος του δέρματός τους. Ενα από αυτά ήταν και ο γιος της Μαρίας Ερσης. «Του εξήγησα πως αυτό δεν είναι πρόβλημα ή θέμα δικό του, γιατί προφανώς δεν είναι, αλλά άμεσα πήγα και μίλησα με τον διευθυντή. Με άκουσε με προσοχή και σκέφτηκε να φωνάξει ένα πολιτιστικό κέντρο αφρικανικής κουλτούρας για να κάνει μια παράσταση στους μαθητές. Δυστυχώς άλλοι γονείς ζορίζονται γιατί δεν είχαν την ίδια αντιμετώπιση, σε άλλα σχολεία αρνούνται πως υπάρχει κάποιο θέμα».
Οπως εξηγεί, δεν έχουν ψευδαισθήσεις για το πού βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, αλλά το ότι έχουν μέσω του «Πελαργού» μια συλλογική φωνή, τους δίνει μια ώθηση στο να παλεύουν σε διαφορετικά μέτωπα. Πρόσφατα, ένας από τους μπαμπάδες διαπίστωσε πως στο σχολικό βιβλίο της Γ΄ Δημοτικού υπάρχουν ποιήματα που αναφέρονται σε νεγράκια και αραπάκια. Το ανέφερε στο ομαδικό γκρουπ στο Viber και αμέσως συστάθηκε ομάδα εργασίας και έστειλαν στο υπουργείο Παιδείας επιστολή «για τις λέξεις που πληγώνουν», ζητώντας την απόσυρση των ποιημάτων και προσβλέποντας σε επιλογές που «θα σέβονται τα νέα δεδομένα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας».
Μαθήματα αμχαρικών
Παράλληλα, προσπαθούν να έχουν μια επαφή με τις χώρες καταγωγής των παιδιών. Στηρίζουν σαν σύλλογος κάποιες δράσεις στην Αφρική (κυρίως τη δημιουργία βιβλιοθηκών), οργανώνουν μαθήματα αμχαρικών για τα παιδιά τους. Οι οικογένειες βρίσκονται κάθε μήνα. Για φαγητό σε ένα από τα αιθιοπικά εστιατόρια της Αθήνας, για κάποια εκδήλωση ή απλά για παιχνίδι. «Νιώθουμε μια δύναμη όταν είμαστε όλοι μαζί. Τα παιδιά βλέπουν πως υπάρχουν και άλλες οικογένειες σαν τη δική τους γιατί η διαφορετική, πολύχρωμη οικογένεια δεν υπάρχει πολύ εύκολα στα περιβάλλοντά μας, οπότε όταν βρισκόμαστε αμέσως αυτό φυσιολογικοποιείται. Εχουν δημιουργηθεί φιλίες που τις νιώθουμε συγγενικές, άλλωστε πολλά από αυτά τα παιδιά ήταν για μήνες σε διπλανές κούνιες. Και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό. Να μπορούν να έχουν το ένα το άλλο μεγαλώνοντας. Και ένα πλαίσιο αναφοράς ώστε αργότερα να επιλέξουν τι θέλουν να κάνουν με την ιστορία και την ταυτότητά τους».