Του Πανίκου Κωνσταντίνου
Πώς είναι δυνατόν οι ιστορικοί να αγνοούν τη σύνδεση του ποδοσφαίρου με την υπόλοιπη κοινωνία και στις αναλύσεις τους, τα άρθρα τους, τα βιβλία τους, δεν συνυπολογίζουν αυτή τη δυναμική σχέση με την κοινωνία που έχει το συγκεκριμένο άθλημα τον 20όκαι 21ο αιώνα; Γιατί πολλοί διανοούμενοι κρατάνε απ’ έξω όλο αυτό το πολύχρωμο πανηγύρι κάθε εβδομάδα, σε χώρους ειδικά διαμορφωμένους με αγάλματα, εικόνες και γκράφιτι σε τοίχους για να φιλοξενήσουν χιλιάδες ανθρώπους και που το αποτέλεσμα των αγώνων τους επηρεάζει (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, το κοινωνικό τους περιβάλλον, ή την απόδοσή τους στην εργασία;
Όλο τούτο είναι πολύ περίεργο που μένει έξω από την καθημερινότητα της πλειοψηφίας των ακαδημαϊκών και κυρίως ιστορικών, κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων και άλλων συναφών πανεπιστημιακών ειδικοτήτων, αλλά και σύγχρονων φιλοσόφων. Το ποδόσφαιρο από την εμφάνισή του περί τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα έχει αποκτήσει τέτοια δυναμική και έχει απλωθεί σε όλο το πλάτος και μήκος της γης, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, κανένα βασίλειο και καμιά αυτοκρατορία προηγουμένως δεν έχει επεκτείνει τα σύνορά της τόσο πολύ, όσο το ποδόσφαιρο. Μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί η μεγαλύτερη κοινωνική επανάσταση των τελευταίων περίπου 150 χρόνων. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια μερικοί «ξεδιάντροποι» διανοούμενοι διαφόρων ειδικοτήτων που δεν φοβήθηκαν, άρχισαν να προσπαθούν να εξηγήσουν, αναλύσουν, απαντήσουν τους λόγους που το ποδόσφαιρο έχει περισσότερο αφοσιωμένους ανθρώπους απ’ ό,τι οποιαδήποτε θρησκεία έχει εμφανιστεί στη γη. Μάλιστα ορισμένοι έχουν δημιουργήσει δικές τους εκκλησίες, όπως στην περίπτωση της εκκλησίας του Μαραντόνα στην Αργεντινή. Και αν μείνουμε μόνο στην περίπτωση του Μαραντόνα θα διαπιστώσουμε πως στη Νάπολι, όχι την πόλη καταγωγής του, στην περιοχή Quartieri Spagnoli, ο κόσμος αποθέτει διάφορα αναμνηστικά κασκόλ σε χώρο ειδικά διαμορφωμένο, όπως κάνουν οι πιστοί Χριστιανοί που ανάβουν κερί εισερχόμενοι στην εκκλησία.
Υπάρχει δηλαδή ένα μεταφυσικό δέσιμο των ποδοσφαιριστών-αποστόλων με τους πιστούς-οπαδούς το οποίο κρατά άρρηκτα δεμένη αυτή τη σχέση, τα ποικίλα συναισθήματα και τις αναμνήσεις για μια ολόκληρη ζωή. Όπως πολλοί ήρωες ή άνθρωποι που πέθαναν στο καθήκον θάβονται με τη σημαία της χώρας τους, το ίδιο πολλοί οπαδοί τα τελευταία χρόνια ζητάνε να θάβονται με τη σημαία της ομάδας τους. Και μερικές ομάδες έχουν φτιάξει ειδικά νεκροταφεία για αυτό τον σκοπό.
ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΪΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
Για δεκαετίες η παγκόσμια ελίτ δεν γούσταρε το ποδόσφαιρο και γι’ αυτό τον λόγο το αγνοούσε ή το περιφρονούσε, όπως το είπε με δηκτικό τρόπο ένας από τους κύριους εκφραστές της, ο Ιταλός φιλόσοφος Ουμπέρτο Έκο: «Δεν έχω τίποτε εναντίον του πάθους για το ποδόσφαιρο. Αντίθετα, το επιδοκιμάζω και το βρίσκω θεϊκό. Αυτά τα πλήθη των φανατικών που μένουν από έμφραγμα στις κερκίδες, αυτοί οι διαιτητές που πληρώνουν μια Κυριακή διασημότητας εκθέτοντας τον εαυτό τους σε κάθε είδους υβριστικά συνθήματα, αυτοί οι θεατές που κατεβαίνουν αιμόφυρτοι από τα αυτοκίνητά τους, τραυματισμένοι από τα σπασμένα με τις πέτρες τζάμια, αυτοί οι νέοι που πανηγυρίζουν και κατακλύζουν τους δρόμους, βγάζοντας τις σημαίες τους από τα παράθυρα των κατάφορτων ‘’ΦΙΑΤ 500’’, και πηγαίνουν ολοταχώς να συντριβούν επάνω σ’ ένα φορτηγό, αυτοί οι αθλητές που είναι φυσικά κατεστραμμένοι από τις πολλές σεξουαλικές αποχές, αυτές οι οικογένειες, οι οικονομικά κατεστραμμένες από την αγορά εισιτηρίων στη μαύρη αγορά, αυτοί οι ενθουσιασμένοι οπαδοί, τυφλωμένοι από την έκρηξη των κροτίδων και αποφασισμένοι να γλεντοκοπήσουν, μου γεμίζουν με χαρά την καρδιά».
Άλλος ένας εκ των κορυφαίων διανοουμένων της σύγχρονης εποχής, ο Αργεντινός Χόρχε Λούις Μπόρχες περιφρονούσε το ποδόσφαιρο, επειδή όπως ισχυρίστηκε αποτελεί ένα πάθος των μαζών και ο ίδιος απεχθανόταν τα λαϊκά πάθη. Ένα πράγμα που γίνεται με πόδια, γιατί ο λαός σκέφτεται με τα πόδια. Μάλιστα απεχθανόταν τη συνουσία γιατί… πολλαπλασιάζουν τους ανθρώπους!
ΕΔΟΥΑΡΔΟ ΓΚΑΛΕΑΝΟ
Από αυτό το πλαίσιο όμως αρκετοί διανοούμενοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι κ.λπ. τα τελευταία χρόνια διαχωρίζουν τη θέση τους. Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς που βγήκε μπροστά ήταν και ο Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο, ο οποίος σε συνέντευξή του το 1995 στην Αργεντινή στο αθλητικό περιοδικό «El Grafico», όταν ρωτήθηκε σχετικά με το διάσημο βιβλίο του «Στη Σκιά και το Φως» που είχε εκδοθεί εκείνη τη χρονιά, απάντησε πως ο λόγος ήταν επειδή «Το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης του κόσμου και στα βιβλία μου ασχολούμαι με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι μια κυρία πολύ τρελή, που μιλάει το πρωί, μιλάει και το βράδυ, τις ώρες της αγρυπνίας και ενώ κοιμάται ή κάνει την κοιμισμένη, τις ώρες του ονείρου και τις ώρες του εφιάλτη. Και εγώ είμαι ακροατής των φωνών της. Θέλω να ακούω όσα διηγείται, ώστε να τα διηγούμαι στους άλλους. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει η πραγματικότητα που υπήρξε, αυτή που υπάρχει, κι αυτή που θα υπάρξει. Και το ποδόσφαιρο είναι ένα θεμελιώδες κομμάτι της πραγματικότητας. Πάντα μου φαινόταν πολύ εξοργιστικό το ότι η επίσημη ιστορία αγνοούσε αυτό το κομμάτι της συλλογικής μνήμης που είναι το ποδόσφαιρο σε χώρες όπως οι δικές μας, όπως η δικιά σου και η δικιά μου. Τα βιβλία για την ιστορία του 20ού αιώνα ποτέ δεν το αναφέρουν, ουδέποτε, δεν υπάρχει. Κι υπήρξε θεμελιώδες για τους ανθρώπους με σάρκα και οστά. Πώς δεν υπάρχει»;
Το ποδόσφαιρο είναι μέρος της ζωής μας και θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να είναι μέρος και της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας. Το πόσο συνδέονται ή χωρίζονται έθνη, χώρες, πόλεις ή και γειτονιές φαίνεται και από το γεγονός, όταν η Γαλλία κατέκτησε το Μουντιάλ ’98 και στους δρόμους του Παρισιού είχαν βγει περισσότεροι άνθρωποι να πανηγυρίζουν παρά όταν ελευθερώθηκε το Παρίσι από τους Γερμανούς Ναζί στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Η σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία είναι συνυφασμένη με το ποδόσφαιρο. Η διαπίστωση έχει να κάνει και με την προσπάθεια της οικονομικής ελίτ να το «αξιοποιήσει» και της πολιτικής ελίτ να το εκμεταλλευτεί. Τα παραδείγματα πολλά σε όλο τον κόσμο, είτε είχαμε δικτατορίες είτε διαφόρων μορφών δημοκρατίες. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που έχει αυξηθεί και η σχετική βιβλιογραφία.